Σε μια χώρα που βλέπει τις ετήσιες βροχοπτώσεις να μειώνονται δραματικά, τα ταμιευτήρια να στερεύουν και τον πρωτογενή τομέα να στηρίζεται σε ένα πεπερασμένο, και συχνά σπάταλο, υδατικό απόθεμα, η παρουσίαση ενός κυβερνητικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας φαντάζει κατεπείγουσα και καθοριστική.
Το πρόγραμμα που παρουσίασε η κυβέρνηση φιλοδοξεί να θέσει τις βάσεις για μια νέα εποχή στην υδατική πολιτική της χώρας, ενσωματώνοντας τεχνολογικές λύσεις, ολιστικό σχεδιασμό και, κυρίως, την πολιτική δέσμευση ότι το νερό παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο. Όμως, παρά τα θετικά μηνύματα και τις διακηρύξεις προθέσεων, τα κενά, οι ασάφειες και οι δυνητικές στρεβλώσεις που εντοπίζονται σε βασικούς άξονες του σχεδίου εγείρουν εύλογα ερωτήματα για την πραγματική του στόχευση και την πιθανή του υλοποίηση.
Το νέο κυβερνητικό σχέδιο για τη λειψυδρία παρουσιάζεται με το γνωστό περιτύλιγμα «μεταρρύθμισης»: λόγια μεγάλα, αριθμοί εντυπωσιακοί, λέξεις όπως «καινοτομία», «βιωσιμότητα», «τεχνολογία», όλα δοσμένα σε δόσεις που ταιριάζουν απόλυτα σε μια εποχή όπου η πολιτική υποκαθίσταται από τις δημόσιες σχέσεις. Μόνο που πίσω από τις φιλόδοξες εξαγγελίες δεν κρύβεται παρά μια επικίνδυνη συνταγή: έλλειψη θεσμικής διαφάνειας, βολική ασάφεια, τεχνολογικός φετιχισμός και μια υποβόσκουσα, πλην σαφώς διακρινόμενη, πρόθεση εμπορευματοποίησης του πιο θεμελιώδους δημόσιου αγαθού: του νερού.
Η πρώτη εντύπωση που επιχειρείται να εδραιωθεί είναι καθησυχαστική. Το νερό, λέει η κυβέρνηση, παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο. Η φράση αυτή, αν και εκ πρώτης όψεως καθηλωτικά θεσμική, είναι περισσότερο πολιτικά εργαλειακή παρά ουσιαστικά δεσμευτική. Τι ακριβώς σημαίνει «δημόσιος έλεγχος» όταν η ίδια κυβέρνηση έχει πρωτοστατήσει στην αποψίλωση του κράτους από εποπτικές δυνατότητες και έχει δώσει δείγματα γραφής σε ό,τι αφορά τη μεταβίβαση κρίσιμων υποδομών σε ιδιώτες, απευθείας ή μέσω παραθύρων όπως οι ΣΔΙΤ; Και όταν στο ίδιο κείμενο γίνεται λόγος για «βιώσιμες εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης», τι άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς πέρα από την προετοιμασία ενός εδάφους για τη σταδιακή, σιωπηλή, και «νοικοκυρεμένη» εκποίηση των υδάτινων δικτύων σε ιδιώτες παρόχους; Η ιστορία είναι γνωστή: πρώτα έρχεται η «βιωσιμότητα», μετά η «ανάγκη εξειδίκευσης», ακολουθεί η «τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα», και κάπου εκεί οι λογαριασμοί νερού γίνονται πεδίο εταιρικού κέρδους και κοινωνικής άνισης πρόσβασης.
Ο αριθμός των έργων που επικαλείται η κυβέρνηση (1.200 σε εξέλιξη, 278 ολοκληρωμένα) δεν είναι παρά το επικοινωνιακό μπαλόνι που φουσκώνει ενόψει θερμού φθινοπώρου. Η ποσοτική φούσκα των «έργων» χωρίς κανέναν ποιοτικό δείκτη, χωρίς αξιολόγηση περιβαλλοντικής ή κοινωνικής απόδοσης, χωρίς διάκριση μεταξύ μικροπαρεμβάσεων, έργων βιτρίνας και στρατηγικών υποδομών, παραπέμπει σε παλιές γνώριμες πρακτικές: έργα για τους εργολάβους, και όχι για την κοινωνία. Δεν συνοδεύονται από χρονοδιαγράμματα, δεν τεκμηριώνεται η ωριμότητά τους, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο για τη συμβολή τους στο υδατικό ισοζύγιο ανά περιοχή. Το μήνυμα είναι σαφές: πολλαπλασιάζουμε αριθμούς, διαχέουμε εντυπώσεις, αποφεύγουμε δεσμεύσεις.
Η «ολιστική προσέγγιση» και η «κεντρική διαχείριση» εμφανίζονται ως θεσμικά άλματα, αλλά στην πραγματικότητα κρύβουν κάτι πολύ πιο απλό: τον απόλυτο συγκεντρωτισμό χωρίς λογοδοσία. Ποιος ακριβώς θα διαχειρίζεται τους υδάτινους πόρους κεντρικά; Υπάρχει συγκεκριμένο όργανο; Υπάρχει θεσμική εγγύηση ότι αυτή η διαχείριση δεν θα μεταβιβαστεί τεχνηέντως σε ημικρατικούς οργανισμούς ή «ανεξάρτητες αρχές» χωρίς καμία δημοκρατική εποπτεία; Ή μήπως η «κεντρική διαχείριση» είναι απλώς η μεταφορά εξουσίας μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους ΟΤΑ, για να διευκολύνονται απευθείας αναθέσεις, «στρατηγικές συνεργασίες» και σιωπηλές αλλαγές ιδιοκτησίας;
Η τεχνολογική διάσταση του προγράμματος, που περιλαμβάνει αφαλάτωση, ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υδάτων, εμφανίζεται σαν τεχνολογικός μεσσιανισμός. Μόνο που σε αυτή την «ψηφιακή επανάσταση του νερού» λείπει ένα βασικό συστατικό: η ανάλυση κόστους–οφέλους. Η αφαλάτωση είναι ενεργοβόρα, παράγει απόβλητα με σοβαρές οικολογικές συνέπειες, και σε πολλές περιπτώσεις κοστίζει περισσότερο από το ίδιο το νερό που παράγει. Η ανακύκλωση λυμάτων απαιτεί δαπανηρές υποδομές και κοινωνική αποδοχή που σήμερα απουσιάζει. Αντί η κυβέρνηση να παρουσιάσει συγκεκριμένες μελέτες, επιλέγει να πετάξει στο τραπέζι όρους όπως «νέες τεχνολογίες», κρύβοντας κάτω από το χαλί το ενεργειακό και περιβαλλοντικό τίμημα. Και όσο η χώρα δεν έχει εθνική στρατηγική για ΑΠΕ ή εξοικονόμηση ενέργειας, η τεχνολογική στροφή κινδυνεύει να φορτώσει το ενεργειακό σύστημα και να καταλήξει σε φαύλο κύκλο: για να έχουμε νερό, θα πρέπει να καίμε περισσότερο φυσικό αέριο.
Στον αγροτικό τομέα —τη μαύρη τρύπα της κατανάλωσης νερού— το κυβερνητικό σχέδιο δεν αφιερώνει ούτε μισή σοβαρή παράγραφο. Σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Πελοποννήσου, η γεωργική χρήση ξεπερνά κατά πολύ το 80% των διαθέσιμων πόρων. Κι όμως, καμία αναφορά σε κίνητρα εξοικονόμησης, σε εκσυγχρονισμό αρδευτικών δικτύων, σε τιμολόγηση βάσει κατανάλωσης. Είναι ξεκάθαρο: το πελατειακό κόστος ενός μετώπου με τους ισχυρούς αγροτοπαραγωγικούς πυρήνες είναι μεγαλύτερο από την πολιτική βούληση. Και ο λογαριασμός της σιωπής θα σταλεί στον πολίτη, με δελτία περιορισμού κατανάλωσης, με αυξήσεις τιμολογίων, με «εκστρατείες ευαισθητοποίησης» που μοιάζουν περισσότερο με υπεκφυγή ευθύνης παρά με πολιτική πρόληψης.
Ειδική μνεία αξίζει το «εθνικό πρόγραμμα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης», το οποίο στηρίζεται όπως πάντα σε διαφημιστικές καμπάνιες, κοινωνικά μηνύματα και πολυδάπανες προβολές. Μόνο που η «ευαισθητοποίηση» χωρίς συμμετοχή, χωρίς διαβούλευση, χωρίς διαφάνεια στα δεδομένα κατανάλωσης και έργων, δεν είναι εργαλείο πολιτικής. Είναι χειραγώγηση. Η κοινωνική συνείδηση στο θέμα του νερού δεν χτίζεται με σποτάκια. Χτίζεται με συμμετοχικούς θεσμούς, ανοιχτά δεδομένα, δημόσια εποπτεία. Και φυσικά, με εμπιστοσύνη. Κάτι που καμία κυβέρνηση που λειτουργεί με απευθείας αναθέσεις, συγκεντρωτισμό και αδιαφάνεια δεν δικαιούται να ζητά.
Αντί λοιπόν για ένα σοβαρό σχέδιο αντιμετώπισης της λειψυδρίας, αυτό που παρουσιάστηκε θυμίζει περισσότερο καλοδουλεμένο manual πολιτικής διαχείρισης: πακετάρισμα καλών προθέσεων, πλήρης ασάφεια στόχων, καμία διάθεση λογοδοσίας και μια διακριτική, αλλά σαφής, τάση να ανοίξει ο δρόμος για ιδιώτες «σωτήρες». Όλα αυτά, σε μια χώρα που το καλοκαίρι του 2024 είδε κοινότητες να υδροδοτούνται με βυτία και τις λίμνες να μετατρέπονται σε ρηχές λεκάνες λάσπης. Το πρόβλημα είναι εδώ, αλλά το πολιτικό σύστημα μοιάζει διψασμένο για ελέγχους, αναθέσεις και ιδιωτικά συμβόλαια – όχι για νερό.
Η κρίση του νερού μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία κοινωνικής εγρήγορσης ή πρόσχημα για αφαίρεση ελέγχου από τις κοινότητες και τα νοικοκυριά. Το κυβερνητικό σχέδιο, έτσι όπως παρουσιάζεται, γέρνει επικίνδυνα προς το δεύτερο. Και όσο δεν αποσαφηνίζονται οι όροι, οι ευθύνες, οι μελέτες και οι μηχανισμοί προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, το σχέδιο αυτό δεν αποτελεί λύση. Είναι απλώς το πρώτο κεφάλαιο ενός νέου, πιο σιωπηλού, ξεπουλήματος. Το μόνο που μένει να δούμε είναι αν αυτή τη φορά θα αφήσουμε τη δίψα μας να την πληρώνουν οι ίδιοι πάντα. Ή αν θα διεκδικήσουμε το αυτονόητο: καθαρό, προσβάσιμο, ελεύθερο νερό — για όλους, χωρίς ψιλά γράμματα.
23/07/2025 Λειψυδρία: Τα προβλήματα και οι βασικοί άξονες αντιμετώπισης