Η νέα «κανονικότητα» και η σιωπηλή μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας

Γιατί αυτή είναι η μάχη της γενιάς μας: να ξαναβρεί τον δρόμο προς την αξιοπρέπεια, την ουσία, τη συλλογικότητα. Και, πάνω απ’ όλα, να θυμηθεί τι αξίζει να διασώσει…

Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία η πραγματικότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με παράδοξο. Ό,τι μέχρι πρότινος θεωρούνταν λογικό και αυτονόητο, σήμερα χαρακτηρίζεται ως ακραίο ή ακόμα και ρατσιστικό. Στον δημόσιο διάλογο παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση των ορίων, με φαινόμενα που άλλοτε θα προκαλούσαν έντονη κοινωνική και πολιτική αντίδραση, να θεωρούνται πλέον μέρος μιας «ευρωπαϊκής κανονικότητας».

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς προκλήσεις στο μεταναστευτικό. Η είσοδος χιλιάδων ανθρώπων από χώρες σε εμπόλεμη ή πολιτική αστάθεια, μέσω θαλάσσιων διαδρομών, συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Η διαχείριση του φαινομένου έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις, με την κριτική να στρέφεται κυρίως στην επιλογή της Πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο κυρίως με όρους κοινωνικής πρόνοιας και ενσωμάτωσης, χωρίς να αναγνωρίζεται – από όλους – η πολιτισμική και δημογραφική του διάσταση.

Το ελληνικό κράτος, με την ευρεία συναίνεση του πολιτικού φάσματος, έχει υιοθετήσει μια πολιτική φιλοξενίας, που περιλαμβάνει στέγαση, σίτιση, νομική στήριξη και κοινωνικά επιδόματα για τους νεοεισερχόμενους πληθυσμούς. Όμως, για μερίδα της κοινωνίας, αυτό βιώνεται ως παραίτηση από την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής.

Την ίδια στιγμή, η μεσαία τάξη συνεχίζει να πιέζεται φορολογικά, όχι για την ενίσχυση των δημόσιων υποδομών, αλλά – όπως υποστηρίζεται – για τη διατήρηση ενός διογκούμενου μηχανισμού φιλοξενίας μεταναστών. Οι φωνές που ανησυχούν για την πολιτισμική αλλοίωση και την απώλεια του εθνικού χαρακτήρα χαρακτηρίζονται συχνά ως ξενοφοβικές ή «ισλαμοφοβικές», ενώ την ίδια ώρα αποφεύγεται συστηματικά η συζήτηση για τα φαινόμενα φανατισμού ή πολιτισμικής σύγκρουσης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νέας αυτής πραγματικότητας είναι η αλλαγή στον ιδεολογικό προσανατολισμό της πολιτείας. Ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες και κοινωνικές πολιτικές προσαρμόζονται στις αξίες και τα ήθη διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον ιστορικό νομικό και πολιτικό κορμό της χώρας.

Για κάποιους, όλα αυτά δεν αποτελούν απλώς μια αλλαγή διαχείρισης, αλλά μια βαθύτερη κρίση ταυτότητας. Επικρίνεται ότι η πολιτική ηγεσία έχει απομακρυνθεί από τις ρίζες του ελληνικού πολιτισμού, προωθώντας ένα μοντέλο πολυπολιτισμικής κοινωνίας χωρίς επαρκή συζήτηση για τις συνέπειες. Οι ενστάσεις αυτές οξύνονται όταν συνοδεύονται από δηλώσεις που δείχνουν να υποτιμούν την έννοια του εθνικού, υπέρ μιας παγκοσμιοποιημένης οπτικής.

Το πλέον ανησυχητικό, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, δεν είναι οι κυβερνητικές επιλογές καθαυτές, αλλά η κοινωνική αποδοχή ή η απάθεια που τις συνοδεύει. Ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού – κυρίως οι νεότερες γενιές – δείχνει να απομακρύνεται από τα παραδοσιακά εθνικά αφηγήματα, απορροφημένο σε έναν καθημερινό μικρόκοσμο ψηφιακής κατανάλωσης και ατομικής επιβίωσης. Ταυτόχρονα, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης – πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι – εμφανίζονται πρόθυμοι να αναθεωρήσουν θεμελιώδεις έννοιες, όπως το έθνος, η ιστορική μνήμη και η πολιτισμική συνέχεια.

Ανάμεσα στους κυρίαρχους αυτούς πόλους – την αδιαφορία των πολλών και τον ιδεολογικό φανατισμό των λίγων – επιμένει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που δεν αποδέχεται τη νέα αυτή πραγματικότητα. Με περιορισμένη φωνή, συχνά περιθωριοποιημένοι ή στοχοποιημένοι, προσπαθούν να υπενθυμίσουν τις αξίες και τα ιστορικά βιώματα που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της χώρας. Μπορεί να μην ελπίζουν σε μια άμεση «νίκη», ωστόσο επιμένουν να αντιστέκονται – αν μη τι άλλο – για να διασώσουν την αξιοπρέπεια και την ιστορική συνέχεια μιας παράδοσης που, κατά τη γνώμη τους, απειλείται με λήθη.

Η μάχη της γενιάς μας

Υπάρχουν στιγμές που η νοσταλγία δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά μια κραυγή μέσα στον θόρυβο της καθημερινότητας. Όσοι μεγαλώσαμε με τα καλοκαίρια στο χωριό, δίπλα στους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, θυμόμαστε ακόμα τις μέρες που η ζωή είχε ρυθμό, ησυχία και παιχνίδι χωρίς φόβο. Παίζαμε ασταμάτητα με δεκάδες παιδιά, χωρίς ραντεβού, χωρίς οθόνες, χωρίς ανησυχία. Ο κώδικάς μας ήταν απλός: γύριζες σπίτι μόλις ακουγόταν η φωνή της γιαγιάς από την αυλή.

Αυτή η Ελλάδα, η απλή, ζεστή και ανθρώπινη, ίσως δεν είναι πια προσβάσιμη για τα παιδιά μας. Κι αυτό δεν είναι μια συναισθηματική υπερβολή, αλλά μια διαπίστωση που προκαλεί θλίψη – και σε ορισμένους, ντροπή. Ντροπή γιατί αυτή η χώρα, που τόσο συχνά περιφρονήθηκε και υποτιμήθηκε από τη μεταπολιτευτική γενιά της αποδόμησης, εγκαταλείπεται πλέον αθόρυβα στο όνομα ενός μοντέλου «εκσυγχρονισμού» και «πολυπολιτισμού» που μοιάζει να αγνοεί τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.

Στις πόλεις, η καθημερινότητα έχει εγκλωβιστεί στο γκρι του τσιμέντου και στον θόρυβο της επιβίωσης. Η έννοια της συλλογικής ζωής χάνεται, μαζί με εκείνα τα φαγητά της γιαγιάς που δεν ήταν γκουρμέ, αλλά είχαν τη γεύση του σπιτιού και της φροντίδας. Σήμερα, η ίδια γεύση σερβίρεται από τηλεοπτικούς σεφ με τατουάζ, σε μια εμπορευματοποιημένη εκδοχή της παράδοσης. Κι αν υπάρχει λόγος που μαγειρεύονται έτσι, είναι γιατί η εργαζόμενη μητέρα δουλεύει 10 ώρες για να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες.

Σε αυτή τη μετάβαση, διαλύσαμε την απλότητα. Κι αυτό που χτίσαμε μοιάζει περισσότερο με μια εκκοσμικευμένη, «μοντέρνα» δυστυχία. Η τεχνολογία προχωρά, οι πόλεις μεγαλώνουν, οι τάσεις αλλάζουν, αλλά η αίσθηση απώλειας βαθαίνει.

Οι προκλήσεις για τη σημερινή γενιά είναι αμείλικτες. Η απόκτηση κατοικίας παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Η δημιουργία οικογένειας απομακρύνεται, όχι από έλλειψη θέλησης, αλλά από οικονομική αδυναμία. Και για όσους τελικά γίνουν γονείς, η πραγματικότητα στα σχολεία είναι διαφορετική: σε αρκετές περιοχές της χώρας, τα Ελληνόπουλα βρίσκονται ήδη σε μειοψηφική θέση μέσα στις τάξεις.

Ταυτόχρονα, τα οικονομικά δεδομένα είναι ασφυκτικά. Εργαζόμαστε περισσότερο από ποτέ – συχνά πάνω από 50 ώρες την εβδομάδα – με μισθούς που δεν επαρκούν ούτε για μια εβδομάδα διακοπών το καλοκαίρι. Αντ’ αυτού, εμφανίστηκε ο όρος «staycation»: παραμονή στο σπίτι, σαν υποκατάστατο διακοπών. Κι ενώ οι ελίτ, εγχώριες και ξένες, απολαμβάνουν τα πολυτελή καταλύματα, η πλειοψηφία βλέπει τη ζωή να μικραίνει.

Στο βάθος, πλησιάζει ένα ακόμα πιο δύσκολο μέλλον. Η τεχνητή νοημοσύνη ήδη αναδιαμορφώνει την αγορά εργασίας, και οι ειδικοί προβλέπουν πως ένα σημαντικό ποσοστό επαγγελμάτων – έως και 30% – θα εξαφανιστεί. Η μετάβαση αυτή δεν συνοδεύεται από σχέδιο, αλλά από επικοινωνιακές εξαγγελίες και αποσπασματικά «πακέτα στήριξης».

Και όταν η πραγματικότητα φτάσει στο απροχώρητο, τότε ίσως οι ισχυροί επιχειρήσουν να «ηρεμήσουν» τους πολλούς με τεχνητές λύσεις, ψευδο-αισιοδοξία και επικοινωνιακή διαχείριση. Όμως δεν θα είναι αρκετό.

Γιατί αυτή είναι η μάχη της γενιάς μας: να ξαναβρεί τον δρόμο προς την αξιοπρέπεια, την ουσία, τη συλλογικότητα. Και, πάνω απ’ όλα, να θυμηθεί τι αξίζει να διασώσει.

ΠΗΓΗ

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.