Ένα νέο κύμα παράνομης μετανάστευσης ξεκινά και πάλι από τις ακτές της Λιβύης.
Τα ελληνικά νησιά, για ακόμη μια φορά, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας ιδιότυπης απόβασης, που δεν μοιάζει με καμία άλλην. Γιατί δεν φέρει σημαίες, δεν κρατά όπλα, αλλά κουβαλά στις πλάτες της ένα ολόκληρο σύστημα ιδεολογικών και γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων. Μια μαζική, απροειδοποίητη πλημμυρίδα ανθρώπων που διεκδικούν θέση σε έναν κόσμο που δεν σχεδιάστηκε γι’ αυτούς, αλλά που πλέον δεν μπορεί να τους αγνοήσει.
Η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με το αδιέξοδο, αντέδρασε ανακοινώνοντας τρίμηνη παύση υποβολής αιτήσεων ασύλου και τη δημιουργία κλειστής δομής στην Κρήτη. Πρόκειται, όμως, για ημίμετρα. Για κινήσεις εντυπώσεων που δεν αγγίζουν την ουσία ενός προβλήματος βαθιάς πολιτικής και πολιτισμικής διάστασης. Γιατί δεν αρκεί να χτίζεις φράχτες, όταν τα θεμέλια του πολιτικού σου πολιτισμού είναι διαβρωμένα από ιδεολογική σύγχυση και πολιτική δειλία.
Για χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση κοροϊδεύει τον εαυτό της. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες σφυρίζουν αδιάφορα, αφήνοντας τις χώρες-πύλες εισόδου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να σηκώνουν το βάρος ενός μεταναστευτικού τσουνάμι. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουν τη σχετική τους ασφάλεια, απαιτώντας ταυτόχρονα πλήρη εφαρμογή του ευρωπαϊκού ιδεώδους της αλληλεγγύης και της «ανθρωπιάς». Είναι μια κυνική υποκρισία που μετατρέπει την περιφέρεια της Ευρώπης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ανθρώπινων ροών.
Το πρόβλημα δεν είναι το άσυλο. Είναι η εργαλειοποίησή του. Η μετατροπή του από ιερό θεσμό προστασίας διωκόμενων προσώπων σε προπέτασμα καπνού για τη μαζική και ανεξέλεγκτη είσοδο ανθρώπων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Το άσυλο δεν σχεδιάστηκε για να προσφέρεται συλλήβδην σε όποιον ζει σε εμπόλεμη ζώνη, ούτε για όσους επιδιώκουν μια καλύτερη ζωή μακριά από τη φτώχεια. Είναι δικαίωμα συγκεκριμένων και εξατομικευμένων περιπτώσεων, όχι μαζικής επίκλησης.
Η απόλυτη στρέβλωση ξεκινά όταν όλοι όσοι αιτούνται άσυλο γίνονται αυτομάτως και εν δυνάμει «πρόσφυγες», προτού ακόμη εξεταστούν. Οι υπηρεσίες επιβαρύνονται, η κοινωνία αποδιοργανώνεται, και το κράτος βυθίζεται στην αδράνεια. Οι αιτήσεις λιμνάζουν επί μήνες ή χρόνια και, εν τω μεταξύ, το πρόβλημα παγιώνεται.
Πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην απάτη της καθυστέρησης. Οι διαδικασίες πρέπει να επιταχυνθούν. Οι επιτροπές εξέτασης να ενισχυθούν με ανθρώπινο δυναμικό και σαφείς οδηγίες. Η απάντηση σε κάθε αίτηση να δίνεται σε 1-2 μήνες. Όσοι δεν δικαιούνται άσυλο, να επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Και τούτο να γίνεται με τρόπο που να μη μετατρέπει τη φιλοξενία σε επ’ αόριστον αναμονή. Διότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι εν τέλει άρνηση της ίδιας της δικαιοσύνης.
Αν το πρόβλημα έφτασε ως εδώ, αυτό οφείλεται κυρίως στην ένοχη ανοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην παράνομη μετανάστευση. Και αυτή η ανοχή έχει πολιτικό υπόβαθρο: κάποιοι φαντάζονται πως η ενσωμάτωση των μεταναστών θα επιλύσει το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης. Άλλοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια μάζα φθηνής, αναλώσιμης εργατικής δύναμης για χειρωνακτικές δουλειές που οι Ευρωπαίοι αποφεύγουν.
Αυτές οι κυνικές στρατηγικές γέννησαν τις ΜΚΟ-μεσάζοντες, που χρηματοδοτούνται αδρά για να κάνουν το «ανθρωπιστικό τους καθήκον» διευκολύνοντας τη ροή. Κι έτσι, με το αζημίωτο, χτίστηκε μια νέα βιομηχανία: η βιομηχανία της μετανάστευσης.
Όμως τα πραγματικά προβλήματα –το δημογραφικό και η έλλειψη εργατικών χεριών– δεν λύνονται με διολίσθηση στην παρανομία. Λύνονται με συντεταγμένη πολιτική. Με διακρατικές συμφωνίες νόμιμης μετανάστευσης, με όρους, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όχι με την πολιτική του «όποιος τα καταφέρει και φτάσει, θα μείνει».
Είναι πλέον αναγκαίο οι παράνομοι μετανάστες να οδηγούνται σε κλειστές δομές μέχρι να κριθεί η αίτησή τους. Κι αν αυτή απορριφθεί, να επιστρέφονται άμεσα. Όχι να κυκλοφορούν ελεύθεροι, χωρίς ταυτότητα, χωρίς δικαίωμα αλλά με πλήρη πρόσβαση σε κοινωνικές δομές, να χάνονται μέσα σε έναν κοινωνικό ιστό που ήδη ασφυκτιά. Τα κέντρα αυτά μπορούν να δημιουργηθούν στην ενδοχώρα ή σε μικρά απομονωμένα νησιά – όχι για να τιμωρήσουν, αλλά για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά.
Όσοι αντιδρούν σε αυτά τα μέτρα φωνάζουν για «ξερονήσια», επαναφέροντας φαντάσματα του Εμφυλίου. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην εξορία Ελλήνων πολιτών από ένα αυταρχικό καθεστώς και στην προσωρινή διοικητική κράτηση παρανόμων σε προαναχωρησιακά κέντρα. Είναι επιχειρήματα αταβιστικά ή προσχηματικά.
Όσοι μιλούν για ανθρωπισμό, οφείλουν να πουν καθαρά: θέλουν ή δεν θέλουν σύνορα; Θέλουν ή όχι το κράτος να μπορεί να ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος μένει; Γιατί η τυφλή αποδοχή των πάντων οδηγεί όχι σε αλληλεγγύη, αλλά σε κοινωνική κατάρρευση.
Και ας το πούμε καθαρά: δεν υπάρχει πιο απάνθρωπη στάση από το να κρύβεις την πραγματικότητα πίσω από ψευτοανθρωπιστικά προσχήματα. Όσοι ζητούν ανεξέλεγκτη εισροή ανθρώπων από χώρες που δεν έχουν καμία ιστορική, θρησκευτική, πολιτισμική ή νομική συνάφεια με την Ευρώπη, ας αναλογιστούν πού οδηγεί αυτή η πολιτική. Η ανοχή τους, συνειδητή ή αφελής, φτιάχνει τη συνταγή της σύγκρουσης.
Αν συνεχίσουμε έτσι, η Ελλάδα δεν θα είναι απλώς πέρασμα. Θα μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας μόνιμης αστάθειας. Και τότε θα είναι αργά για κροκοδείλια δάκρυα.
Η παράνομη μετανάστευση ως βόμβα στα θεμέλια των εθνών
Πίσω από τον μανδύα του ψευδεπίγραφου ανθρωπισμού, οι κυρίαρχες ελίτ της Ευρώπης — οι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» — κρύβουν μια βαθιά εχθρότητα προς το εθνικό κράτος, το οποίο επιχειρούν να αποδομήσουν με εργαλείο την ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Η ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητας, της παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού, δεν είναι προϊόν ευαισθησίας αλλά πολιτικού σχεδίου: ενός σχεδίου που έχει ως στόχο την εξουδετέρωση κάθε εθνικής αντίστασης και την απορρόφηση των κοινωνιών σε ένα υπερεθνικό χυλό χωρίς ταυτότητα, συνοχή ή κυριαρχία.
Οι ίδιες ελίτ διαμόρφωσαν ένα νομικό πλαίσιο-θηλιά που ακυρώνει κάθε δυνατότητα για αποτελεσματική διαχείριση της λαθρομετανάστευσης. Στην πρώτη γραμμή αυτού του μηχανισμού βρίσκονται οι εκατοντάδες χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ, που λειτουργούν ως οιονεί στρατός εισόδου, κατοχύρωσης και προστασίας παρανόμων. Όμως η πραγματική ζωή δεν σέβεται τα ιδεολογικά φαντάσματα: όσο το πρόβλημα οξύνεται, το νομικό πλαίσιο θα ρηγματώνεται υπό την πίεση της λαϊκής αγανάκτησης.
Στην πράξη, όσοι εισέρχονται παρανόμως στην Ελλάδα μπορούν να υποβάλουν αίτηση ασύλου. Αν απορριφθεί, θεωρητικά πρέπει να επαναπατριστούν. Θεωρητικά. Στην πραγματικότητα, στοιβάζονται για μήνες σε κλειστές δομές ή κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι, χωρίς χαρτιά, στο κοινωνικό περιθώριο. Τα «κίνητρα επαναπατρισμού» που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούν ως ανέκδοτο, αφού οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από οικογένειες που δαπάνησαν μεγάλα ποσά για το ταξίδι τους και δεν πρόκειται να δεχτούν την «ταπείνωση» της επιστροφής με άδεια χέρια. Η επιστροφή, ειδικά αν είναι οικειοθελής, αποτελεί κοινωνικό στίγμα. Μόνο αν απελαθούν, μπορούν να δικαιολογηθούν.
Όσο η Ευρώπη συνεχίζει να μιλά για «ενσωμάτωση», οι τοπικές κοινωνίες ασφυκτιούν. Όσο οι πολιτικές ηγεσίες προβάλλουν το αφήγημα της «πολυπολιτισμικής Ευρώπης», οι πολίτες νιώθουν προδομένοι, αβοήθητοι, έρμαια μιας βίαιης μεταβολής που συμβαίνει χωρίς τη συναίνεσή τους. Η ίδια η απέλαση έχει καταστεί νομικά αδύνατη, η επαναπροώθηση απλώς δεν εφαρμόζεται. Η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας παραμένει γράμμα κενό, καθώς η Άγκυρα εργαλειοποιεί τον πληθυσμό των μεταναστών όποτε το κρίνει σκόπιμο, χωρίς να υποστεί καμία συνέπεια.
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι που καταγγέλλουν την άνοδο της «Νέας Δεξιάς» ή «Ακροδεξιάς» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αρνούνται να δουν τον καθρέφτη των πολιτικών τους. Δεν είναι η ακροδεξιά που δημιουργεί το πρόβλημα. Είναι το πρόβλημα που γεννά τις πολιτικές αντιδράσεις. Όταν η νόμιμη διαμαρτυρία φιμώνεται, η διαμαρτυρία εκφράζεται μέσω της κάλπης — και όσο οι κυβερνήσεις επιμένουν στον στρουθοκαμηλισμό, τόσο περισσότερο θα διογκώνεται η οργή.
Η μοναδική αποτελεσματική απάντηση είναι οι μαζικές απελάσεις. Ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τις χώρες προέλευσης και τους πληθυσμούς τους ότι η παράνομη είσοδος στην Ευρώπη δεν είναι πόρτα ελπίδας αλλά αδιέξοδο. Όμως η Ελλάδα, απομονωμένη και χωρίς μοχλούς πίεσης, δεν μπορεί να επιβάλει επαναπατρισμούς μόνη της. Τα προξενεία των χωρών προέλευσης αρνούνται να συνεργαστούν, είτε λόγω κυβερνητικής αδιαφορίας είτε λόγω απειλών και διαφθοράς. Οι ίδιες οι χώρες θέλουν τους πολίτες τους στην Ευρώπη, να στέλνουν εμβάσματα, να τονώνουν με δολάρια τις καθημαγμένες τους οικονομίες.
Εδώ έρχεται η ανάγκη για ευρωπαϊκή λύση — και η αποκάλυψη της πολιτικής υποκρισίας. Η ΕΕ επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά διστάζει να πιέσει ανίσχυρες χώρες της Αφρικής ή της Ασίας να δεχτούν πίσω τους δικούς τους πολίτες. Δείχνει τα δόντια της στους ισχυρούς και κατεβάζει τα μάτια στους αδύναμους. Όχι λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, αλλά λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης. Εάν υπήρχε στοιχειώδης λογική, οι λίστες με τα ονόματα των υπό απέλαση θα στέλνονταν από τα κράτη-μέλη της ΕΕ στις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσης, τα έγγραφα θα εκδίδονταν, και τα αεροπλάνα θα απογειώνονταν γεμάτα.
Το ίδιο ισχύει και για όσους αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες. Το καθεστώς ασύλου είναι προσωρινό. Μόλις εκλείψουν οι λόγοι που το θεμελίωσαν, η υποχρέωση φιλοξενίας παύει. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να θεωρείται πρόσφυγας ο Σύρος πολίτης που σήμερα προτιμά να ζει στην Ευρώπη ενώ στη χώρα του επικρατεί σταθερότητα — μεμονωμένες εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα. Αν δεν διώκεται ατομικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσει να επωφελείται από ένα καθεστώς προστασίας που δεν ανταποκρίνεται πια στην πραγματικότητα.
Η υποκρισία της Ευρώπης, όμως, αποτυπώνεται και στην εσωτερική της συμπεριφορά. Οι χώρες που δεν είναι πύλες εισόδου έχουν βολευτεί — και αφήνουν την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά». Το 2016, με το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου, η ΕΕ όρισε άτυπα νέα σύνορα βόρεια της Ελλάδας, αφήνοντάς την να μετατραπεί σε ζώνη αποθήκευσης πληθυσμών.
Αν η ΕΕ συνεχίσει να σιωπά, τότε η Ελλάδα δεν έχει λόγο να τηρεί τους κανόνες που της επέβαλαν άλλοι. Γιατί να εμποδίζει τη μετάβαση παράνομων μεταναστών προς τη βόρεια Ευρώπη; Γιατί να καταδιώκει διακινητές, όταν το αποτέλεσμα είναι να «μένουν» οι μετανάστες εδώ; Αν η Ευρώπη θέλει να αντιληφθεί την πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να την αγγίξει. Όταν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες φτάσουν παράτυποι μετανάστες που ουδέποτε καταγράφηκαν από τις ελληνικές αρχές, τότε ίσως η ΕΕ θυμηθεί πως το πρόβλημα δεν λύνεται με δηλώσεις.
Η Ελλάδα δεν έχει άλλο χρόνο. Το βάρος είναι δυσβάστακτο, οι κοινωνίες αποσυντίθενται και το πολιτικό σύστημα παίζει με σπίρτα πάνω σε μπαρουταποθήκη. Αν η Ευρώπη δεν θέλει να λύσει το πρόβλημα, τότε ας το ζήσει. Αλλιώς, το μόνο που θα απομείνει από την Ενωμένη Ευρώπη θα είναι τα χαρτιά των Συνθηκών και οι σκιές των λαών της.