Η ανησυχία για την επίδραση των social media στους εφήβους αποτελεί ένα από τα πιο συζητημένα ζητήματα της ψηφιακής εποχής.
Οι κυβερνήσεις, οι γονείς και οι επιστήμονες προβληματίζονται για το κατά πόσο η έκθεση των παιδιών σε ψηφιακές πλατφόρμες social media επηρεάζει αρνητικά την ψυχική τους υγεία, τις σχολικές τους επιδόσεις και τη γενικότερη ευημερία τους.
Στο πλαίσιο αυτών των ανησυχιών, διατυπώνονται όλο και πιο συχνά προτάσεις για την επιβολή χρονικών περιορισμών ή ακόμα και απαγορεύσεων στη χρήση κοινωνικών μέσων από ανήλικους.
Όρια και απαγορεύσεις
Η λογική πίσω από την επιβολή απαγορεύσεων είναι απλή: αν η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδηγεί σε προβλήματα, τότε η μείωση ή αποτροπή της χρήσης μπορεί να προστατέψει τα παιδιά.
Κάποιες χώρες έχουν ήδη δοκιμάσει μοντέλα περιορισμού, όπως η Νότια Κορέα, που εφάρμοσε νυχτερινή απαγόρευση στα διαδικτυακά παιχνίδια. Άλλες κυβερνήσεις εξετάζουν τη θέσπιση χρονικών ορίων στις εφαρμογές ή την απαγόρευση της πρόσβασης σε συγκεκριμένα ωράρια.
Ωστόσο, οι ειδικοί στον τομέα της ψυχικής υγείας και της τεχνολογίας είναι επιφυλακτικοί, σύμφωνα με το Daily Mail.
Επισημαίνουν ότι, παρά τις καλές προθέσεις, δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων.
Οι απρόβλεπτες συνέπειες των περιορισμών
Αν και μια απαγόρευση μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται προστατευτική, πολλές μελέτες υποδεικνύουν το αντίθετο. Περιορισμοί στη χρήση των social media δεν φαίνεται να μειώνουν ουσιαστικά τον συνολικό χρόνο που τα παιδιά περνούν μπροστά σε μια οθόνη.
Αντίθετα, μπορεί απλώς να αλλάζουν τις ώρες ή τον τρόπο της ψηφιακής δραστηριότητας, χωρίς να εξαλείφουν τους παράγοντες κινδύνου.
Επιπλέον, οι περιορισμοί μπορεί να ενισχύσουν την απομόνωση. Οι έφηβοι χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα ως βασικό εργαλείο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και συμμετοχής σε ομάδες συνομηλίκων.
Ένας εξαναγκαστικός περιορισμός μπορεί να τους αποκλείσει από ζωτικούς διαύλους επικοινωνίας, αυξάνοντας το αίσθημα αποκοπής και τη μοναξιά.
Το ζήτημα του «εθιστικού σχεδιασμού» και του επιβλαβούς περιεχομένου
Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι πάντα η διάρκεια χρήσης, αλλά το τι ακριβώς καταναλώνεται στις πλατφόρμες.
Οι αλγόριθμοι των κοινωνικών δικτύων είναι σχεδιασμένοι ώστε να κρατούν τους χρήστες «κολλημένους» όσο το δυνατόν περισσότερο, προωθώντας περιεχόμενο που συχνά είναι ακραίο, παραπλανητικό ή επιβλαβές.
Οι νεαροί χρήστες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε περιεχόμενο που σχετίζεται με την αυτοκαταστροφή, τις διατροφικές διαταραχές ή τον διαδικτυακό εκφοβισμό.
Η απαγόρευση της πρόσβασης δεν λύνει αυτό το βασικό πρόβλημα. Απλώς καθυστερεί την επαφή των παιδιών με την τοξικότητα του διαδικτύου, χωρίς να τους διδάσκει πώς να την αναγνωρίζουν ή να την αντιμετωπίζουν.
Πρακτικά προβλήματα εφαρμογής
Η ιδέα της απαγόρευσης αντιμετωπίζει και σοβαρές τεχνικές δυσκολίες.
Η εφαρμογή τέτοιων μέτρων απαιτεί τεχνολογική παρακολούθηση της χρήσης εφαρμογών, ταυτοποίηση ηλικίας και διαρκή έλεγχο από τις πλατφόρμες. Η πραγματικότητα είναι ότι οι έφηβοι διαθέτουν τις γνώσεις και τα εργαλεία για να παρακάμπτουν περιορισμούς, ενώ οι γονείς συχνά δεν έχουν τον έλεγχο των συσκευών.
Σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν περιορισμοί, όπως η Νότια Κορέα, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Η μέση διάρκεια ύπνου των παιδιών αυξήθηκε κατά μόλις ενάμιση λεπτό και οι συνήθειες απλώς μετατοπίστηκαν χρονικά.
Υπάρχουν θετικά αποτελέσματα από τον περιορισμό;
Ορισμένοι επιστήμονες τονίζουν ότι, υπό προϋποθέσεις, ο περιορισμός της χρήσης κοινωνικών μέσων μπορεί να έχει θετική επίδραση.
Σύντομα διαλείμματα από την ψηφιακή ζωή μπορεί να μειώσουν το άγχος και να ενισχύσουν την αυτοπαρατήρηση. Επίσης, η καθιέρωση ορίων μπορεί να βοηθήσει τους εφήβους να κατανοήσουν τη σημασία της ισορροπίας και της αυτορρύθμισης.
Ωστόσο, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι οι παρεμβάσεις θα είναι παιδαγωγικές και όχι τιμωρητικές.
Όπως αναφέρει η Δρ Rachel Kent, ειδική στην ψηφιακή υγεία, «τα όρια πρέπει να διδάσκουν, όχι να επιβάλλονται αυθαίρετα».
Η ουσιαστική λύση: εκπαίδευση και ενδυνάμωση
Η ευρύτερη επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι η ουσία του προβλήματος δεν λύνεται με απαγορεύσεις, αλλά με την εκπαίδευση. Τα παιδιά και οι έφηβοι πρέπει να αποκτούν δεξιότητες ψηφιακού γραμματισμού, να μαθαίνουν να αναγνωρίζουν επιβλαβές περιεχόμενο και να αναπτύσσουν μηχανισμούς προστασίας.
Εξίσου σημαντικό είναι να ενισχυθεί ο ρόλος των γονέων και των δασκάλων. Οι ενήλικοι πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικτυακή ζωή των παιδιών, να συζητούν μαζί τους και να παρέχουν καθοδήγηση και υποστήριξη.
Ρυθμιστικό πλαίσιο και ευθύνη των πλατφορμών
Πέρα από την οικογενειακή και σχολική σφαίρα, καθοριστικό ρόλο έχει η ευθύνη των ίδιων των τεχνολογικών εταιρειών.
Οι πλατφόρμες οφείλουν να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες εποπτείας περιεχομένου, να τροποποιούν τους αλγόριθμους που προωθούν επιβλαβές υλικό και να εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ταυτοποίησης και προστασίας των ανηλίκων.
Η νομοθεσία για την ασφάλεια στο διαδίκτυο που εισάγεται σταδιακά σε διάφορες χώρες είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά απέχει πολύ από το να καλύψει όλα τα κενά. Χρειάζεται συνεχής έλεγχος, επιβολή κυρώσεων και κυρίως πίεση προς τις εταιρείες για ουσιαστική αλλαγή στον σχεδιασμό των εφαρμογών.