Από την ανακάλυψη του ελληνικού πετρελαίου μέχρι τη μεταμόρφωση του Κατάρ σε παγκόσμια δύναμη – Διδάγματα που δεν ακολουθήθηκαν
ην 1η Φεβρουαρίου 1974, η Ελλάδα ανακάλυψε το πρώτο της πετρελαϊκό κοίτασμα στον Πρίνο, ανοίγοντας τότε ένα κεφάλαιο γεμάτο ελπίδες, συγκρούσεις και –τελικά– χαμένες ευκαιρίες. Η ερευνητική γεώτρηση ΠΡΙΝΟΣ-1 στην περιοχή της Θάσου ήταν μια σημαντική καμπή για την οικονομία και τη στρατηγική της χώρας, η οποία, όμως, αντί να κεφαλαιοποιηθεί, πυροδότησε τις γνωστές αναθεωρητικές αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Η αντίδραση της Άγκυρας υπήρξε άμεση: εθνικιστικοί κύκλοι στη γείτονα επιμένουν μέχρι σήμερα ότι ο Πρίνος είναι… τουρκικός. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ρητορικό. Οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976), όπου η Ελλάδα –με τη συναίνεση της τότε ηγεσίας της– δέχτηκε περιορισμούς ακόμη και σε περιοχές έξι ναυτικών μιλίων από το Φάληρο, ουσιαστικά αναστέλλοντας το δικαίωμα ερευνών και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.
Από τότε, ο ελληνικός υποθαλάσσιος πλούτος παραμένει ανενεργός, όχι λόγω έλλειψης δυνατοτήτων ή τεχνολογίας, αλλά εξαιτίας της στρατηγικής ακινησίας και της πολιτικής κατευνασμού που διατρέχει διαχρονικά την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η απειλή πολέμου της Τουρκίας το 1995 σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (casus belli) οδήγησε σε έναν γεωπολιτικό «αυτοπεριορισμό» που συνεχίζεται έως σήμερα.
Εν μέσω αυτής της παράλυσης, η πρόσφατη ανάλυση του Αμερικανού Πολ Χάρμον για την εντυπωσιακή πορεία του Κατάρ προσφέρει ένα παράδειγμα τολμηρής στρατηγικής εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, ακριβώς στον αντίποδα του ελληνικού παραδείγματος.
Το Κατάρ, το 1971, ανακάλυψε φυσικό αέριο στον Περσικό Κόλπο – σε μια εποχή που το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) ήταν τεχνολογικά και εμπορικά άχρηστο. Οι περισσότεροι ειδικοί θεώρησαν την ανακάλυψη ασήμαντη. Όμως ο σεΐχης Χαμάντ μπιν Χαλίφα Αλ Θάνι, που κατέλαβε την εξουσία το 1995 με αναίμακτο πραξικόπημα, ποντάρισε 20 δισ. δολάρια στην ανάπτυξη του τομέα LNG.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό: μέχρι το 2006, το Κατάρ έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στον κόσμο, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκτοξεύθηκε από 2.755 δολάρια το 1990 σε πάνω από 50.000 το 2020. Πάνω σε αυτό τον πλούτο, το Κατάρ οικοδόμησε ένα διεθνές αποτύπωμα επιρροής: επενδύσεις-μαμούθ στο Λονδίνο, στρατηγικές τοποθετήσεις στη βιομηχανία, τα ΜΜΕ (Al Jazeera), τον αθλητισμό (Paris Saint-Germain) και την αεροπλοΐα (Qatar Airways).
Το ελληνικό παράδειγμα, σε αντίθεση με το Κατάρ, αναδεικνύει πώς ο πλούτος μπορεί να μείνει εγκλωβισμένος σε γεωπολιτικούς φόβους και εσωτερικές ατολμίες. Παρότι έχουν εντοπιστεί ενδείξεις για υδρογονάνθρακες σε περιοχές όπως το Ιόνιο, η Κρήτη και η Ηπειρωτική Ελλάδα, ουδεμία επιβεβαιωτική γεώτρηση έχει προχωρήσει σε σοβαρό βάθος τα τελευταία χρόνια. Και όσες ξεκίνησαν, εγκαταλείφθηκαν ή «πάγωσαν» υπό το βάρος αντιδράσεων, είτε οικολογικών είτε… διπλωματικών.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία διεξάγει σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις με πέντε δικά της σκάφη, αναζητώντας υδρογονάνθρακες σε περιοχές που κατά το διεθνές δίκαιο εμπίπτουν σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η σιωπή της Ελλάδας δεν ενισχύει την ειρήνη, αλλά εκχωρεί γεωστρατηγικά δικαιώματα στην Άγκυρα, η οποία έχει πλέον εδραιώσει επιχειρησιακή παρουσία.
Μπορεί η Ελλάδα να γίνει «Κατάρ των Βαλκανίων»;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Με την Ε.Ε. να αποδεσμεύεται από το ρωσικό φυσικό αέριο και τη Μεσόγειο να γίνεται κομβικός ενεργειακός διάδρομος, η Ελλάδα διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να τη μετατρέψουν σε βασικό παίκτη στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, χρειάζονται τρία πράγματα:
- Στρατηγική βούληση και όχι φοβική πολιτική,
- Θεσμικό πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής, προσανατολισμένο στην εκμετάλλευση εθνικών πόρων,
- Δημόσια και ιδιωτική επενδυτική κινητικότητα, σε συνεργασία με διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς.
Το Κατάρ απέδειξε πως ακόμη και ένας άγονος τόπος μπορεί να γίνει κόμβος ισχύος, εφόσον οι πόροι του αξιοποιηθούν στρατηγικά. Η Ελλάδα, με θάλασσες γεμάτες υποσχέσεις και ενδοχώρα με ανεξερεύνητο υπέδαφος, δεν έχει το άλλοθι της φτώχειας – μόνο της αδράνειας.
Ο υπόγειος πλούτος δεν είναι αρκετός από μόνος του. Απαιτεί στρατηγική σκέψη, γεωπολιτική αυτοπεποίθηση και συνέπεια. Το παράδειγμα του Κατάρ δεν είναι απλώς θαυμαστό – είναι προειδοποιητικό. Αν η Ελλάδα επιθυμεί να αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό της ρόλο, να ενισχύσει την ενεργειακή της αυτονομία και να αποκαταστήσει την εθνική της κυριαρχία στα θαλάσσια σύνορα, τότε πρέπει να περάσει από την αναμονή στην ανάληψη πρωτοβουλίας.
Αλλιώς, οι ενεργειακοί χάρτες της Ανατολικής Μεσογείου θα συνεχίσουν να σχεδιάζονται… ερήμην της.