Η κυβερνητική προώθηση του σχεδίου Waste to Energy, δηλαδή της μετατροπής των απορριμμάτων σε ενέργεια μέσω της καύσης τους, αναδεικνύεται σε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα σχέδιο με σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που αναμένεται να προκαλέσει κύμα αντιδράσεων, κυρίως λόγω της αδιαφανούς προώθησής του, του μεγάλου κόστους που συνεπάγεται για τους πολίτες, αλλά και του γεγονότος ότι φέρνει τη ΔΕΗ σε ρόλο κεντρικού παίκτη σε έναν τομέα όπου έως τώρα κυρίαρχος ήταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με στοιχεία, ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει τη δημιουργία έξι μεγάλων μονάδων καύσης απορριμμάτων σε Αττική, Βοιωτία, Αρκαδία, Ροδόπη, Κοζάνη και Ηράκλειο Κρήτης, με το κόστος για τη λειτουργία τους να φθάνει τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Το κόστος αυτό θα μετακυλιστεί στους πολίτες μέσω αύξησης των δημοτικών τελών έως και 30% στους λογαριασμούς ρεύματος.
Η αποκάλυψη βασίζεται σε παρουσίαση που έγινε σε «κλειστή εκδήλωση» στην Αθήνα, παρουσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και εκπροσώπων εταιρειών που σκοπεύουν να εμπλακούν στον τομέα, με τη ΔΕΗ να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η παρουσίαση περιείχε αναφορές στις περιοχές όπου θα δημιουργηθούν οι μονάδες, χωρίς όμως σαφή χωροθέτηση. Ωστόσο, το κρίσιμο κομμάτι της μελέτης —το κόστος— παρέμεινε «επτασφράγιστο». Η συγκάλυψη αυτή φαίνεται να σχετίζεται όχι μόνο με την προσπάθεια αποφυγής κοινωνικών αντιδράσεων, αλλά και με τις ασαφείς παραμέτρους που διέπουν το ίδιο το οικονομικό μοντέλο του σχεδίου. Οι προβλέψεις που γίνονται στη μελέτη κρίνονται ήδη από ειδικούς ως αυθαίρετες και υποτιμημένες.
Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι προς καύση θα οδηγούνται περίπου 1,18 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων ετησίως, σε μια περίοδο που η συνολική παραγωγή απορριμμάτων φθάνει τα 5 εκατομμύρια τόνους. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 80% των απορριμμάτων θα πρέπει να ανακυκλώνεται ή να οδηγείται σε άλλες μορφές επεξεργασίας. Η εκτίμηση αυτή θεωρείται εξαιρετικά αισιόδοξη, δεδομένου ότι σήμερα η ανακύκλωση δεν ξεπερνά το 20% και στην Αττική είναι κάτω από 10%. Παράλληλα, η χωροθέτηση και λειτουργία Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ), που υποτίθεται θα περιορίσουν τα προς καύση απορρίμματα, καθυστερεί δραματικά, με τις διαδικασίες να παραμένουν σε επίπεδο προκηρύξεων ή υπογραφών συμβάσεων χωρίς ουσιαστική πρόοδο.

Σημαντική αμφισβήτηση υπάρχει και για το υπολογιζόμενο κόστος μεταφοράς των απορριμμάτων προς τις μονάδες καύσης, το οποίο εκτιμάται στα 32 ευρώ ανά τόνο. Το ποσό αυτό θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό, δεδομένων των τεράστιων αποστάσεων που καλούνται να διανύσουν τα απορρίμματα — από Κέρκυρα προς Αρκαδία, από Θεσσαλία και Ήπειρο προς Κοζάνη, από τα Ιόνια νησιά προς την Πελοπόννησο. Μάλιστα, η ίδια η παρουσίαση αποκαλύπτει ότι η εκκαθάριση του μεταφορικού κόστους θα γίνεται απευθείας από το ΥΠΕΝ, εγείροντας ερωτήματα για τη διαφάνεια και τη διαχείριση των πόρων.
Ένα άλλο σημείο κριτικής αφορά στο κόστος εισόδου (gate fee) στις μονάδες, το οποίο ορίζεται στα 93,5 ευρώ ανά τόνο. Αυτό σημαίνει ότι μόνο για την καύση, οι δήμοι θα πρέπει να καταβάλουν σχεδόν το διπλάσιο ποσό από ό,τι πληρώνουν σήμερα για τη διάθεση των απορριμμάτων σε ΧΥΤΑ (π.χ. 55 ευρώ ανά τόνο στη Φυλή). Στην Αττική, που παράγει περίπου το 40% των συνολικών απορριμμάτων της χώρας και δεν διαθέτει επεξεργαστικές μονάδες, το επιπλέον κόστος ενδέχεται να εκτοξεύσει τις δαπάνες για τους δήμους και τους πολίτες σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Στο ενεργειακό σκέλος, η μελέτη κάνει λόγο για παραγωγή 1,03 Γιγαβατωρών ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως, δηλαδή μόλις το 2% της εθνικής παραγωγής. Το 57% αυτής της ενέργειας θα θεωρείται παραγόμενο από Ανανεώσιμες Πηγές και θα επιδοτείται με 155 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Η υπόλοιπη θα αμείβεται με τιμές αγοράς, με εκτιμώμενη τιμή τα 75 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Παρ’ όλα αυτά, το πώς προκύπτουν τα ποσά επιδότησης ύψους 51 και 129 εκατ. ευρώ δεν είναι σαφές, καθώς δεν υπάρχει αντιστοίχιση με τις παραγόμενες ποσότητες ενέργειας. Επίσης, 134.000 τόνοι απορριμμάτων θα οδηγούνται σε τσιμεντοβιομηχανίες με κόστος 10 ευρώ ανά τόνο, ποσό που επίσης θεωρείται υποεκτιμημένο.
Πέρα από τα οικονομικά, το σχέδιο παρουσιάζει κενά σε επίπεδο νομοθεσίας, περιβαλλοντικής προστασίας και χωροθέτησης. Η καύση παράγει τοξικά υπολείμματα (τέφρα) που χρειάζονται ειδική διαχείριση, με χώρους ταφής οι οποίοι σήμερα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Παράλληλα, δεν έχουν αναπτυχθεί μηχανισμοί ελέγχου των εκπομπών επικίνδυνων ουσιών από τις καμινάδες, ούτε προβλέπεται ανεξάρτητη εποπτεία για τη διασφάλιση της εφαρμογής αντιρρυπαντικών τεχνολογιών. Η απουσία δημόσιας διαβούλευσης ενισχύει την καχυποψία, καθώς η Τοπική Αυτοδιοίκηση, που έως σήμερα είχε τον κεντρικό ρόλο στη διαχείριση απορριμμάτων, έχει αποκλειστεί πλήρως από τον σχεδιασμό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει μονάδες καύσης εφόσον δεν έχει προηγηθεί υψηλή ανακύκλωση (άνω του 50%) και επαρκής προδιαλογή οργανικών αποβλήτων. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση προχωρά σε έναν σχεδιασμό που θυμίζει περισσότερο ενεργειακή μπίζνα παρά ολιστικό περιβαλλοντικό σχεδιασμό.