Η «επικίνδυνη» και ενοχλητική Αριστερά τείνει να γίνει εντελώς… ακίνδυνη

Η αυτοενοχοποίηση της Αριστεράς μοιάζει με πολιτικό ευνουχισμό των κομμάτων που στρέφονται απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.
Κυριάκος Δημάγγελος

Όταν το μακρινό 2010, τα παιδιά του ΛΑ.ΟΣ. έθεταν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς ως μείζον πρόβλημα της Μεταπολίτευσης, αντιμετωπιζόταν από τους περισσότερους συνομιλητές του ως μια περιθωριακή φωνή. Σήμερα, 15 περίπου χρόνια μετά, οι πολιτικοί απόγονοι του Γιώργου Καρατζαφέρη μπορούν να νιώθουν δικαιωμένοι. Και αυτό όχι γιατί έπεισαν πως η Αριστερά ευθύνεται για τα δεινά της Μεταπολίτευσης, αλλά γιατί φαίνεται να πείστηκαν οι Αριστεροί πως η συνέπεια τους σε ένα λόγο αντιπαραθετικό με το κυρίαρχο, τους εντάσσει στη σφαίρα του περιθωρίου και της γραφικότητας.

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που έφερε τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό διαλύοντας τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις του παρελθόντος, τα άλλοτε στελέχη του ΛΑ.ΟΣ. έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το πολιτικό περιθώριο και μοιάζουν με την φωνή της λογικής. Αυτό δεν οφείλεται φυσικά στην μεταβολή των απόψεων τους αλλά στο γεγονός πως πια παίζουν χωρίς αντίπαλο (ιδεολογικό και πολιτικό). Και αυτή την μοναξιά την οποία καρπώνεται και απολαμβάνει και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντισε να την χαρίσει απλόχερα η ίδια η Αριστερά. Σήμερα, στο πολιτικό σκηνικό της χώρας «κυριαρχούν» στο φάσμα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς δυο κόμματα, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και το ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Και τα δυο αυτά κόμματα, όμως, παρότι στα ονόματα τους φέρουν το βαρύ φορτίο της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» από τη μία και του «σοσιαλισμού» από την άλλη, το τελευταίο διάστημα φοβούνται να μιλήσουν για την αριστερά ή να μιλήσουν ως αριστεροί. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α γεννήθηκε ως… κυβέρνηση της αριστεράς και πέθανε ως… κυβέρνηση κοινωνικής πλειοψηφίας που «χανόταν» μεταξύ ριζοσπαστικής αριστεράς, σοσιαλδημοκρατίας και κεντροδεξιών επιλογών.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ την ίδια ώρα μετά την οδυνηρή συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία μπήκε σε μια μεγάλη φάση ιδεολογικής και ταυτοτικής περιδίνησής. Τα χρόνια πέρασαν, με την αείμνηστη Φώφη Γεννηματά και τον Νίκο Ανδρουλάκη, αποτίναξε την «ρετσινιά» της συγκυβέρνησης, όμως σήμερα που βρίσκεται ξανά σε φάση ανόδου δείχνει μια φοβικότητα να μιλήσει ως σοσιαλιστικό κίνημα.

Ακόμα και η σημερινή Νέα Αριστερά, όταν διεκδικούσε την ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α με την Έφη Αχτσιόγλου στα ηνία, αρνείτο να μιλήσει για ένα αριστερό κόμμα, με αριστερό σχέδιο, που θέλει όμως να γίνει πλειοψηφικό. Αυτή η αυτοενοχοποίηση της αριστεράς μοιάζει με πολιτικό ευνουχισμό των κομμάτων που στρέφονται απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.

Πως μπορείς να αντιμετωπίσεις μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση όταν δεν μπορείς να πεις πως οραματίζεσαι τον κόσμο σε 10 χρόνια; Πως μπορείς να μιλήσεις σε όλους όσους απέχουν από τις εκλογές γιατί νιώθουν πως τα κόμματα δεν τους εκφράζουν όταν δεν μπορείς να παλέψεις ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που αναπαράγει ακριβώς αυτές τις διακρίσεις; Ή τέλος πως μπορείς να πείσεις πως είσαι κάτι διαφορετικό όταν εγκαλείσαι ότι ταυτίζεσαι με τη Νέα Δημοκρατία για να τσιμπήσεις ψήφους από το άλλοτε κραταιό ακραίο κέντρο;

Στην Ελλάδα τα περασμένα τέσσερα χρόνια είχαμε τρία μεγάλα μέτωπα από τα οποία η αριστερά απείχε. Στην πανδημία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έμεναν απλοί σχολιαστές της καταστροφικής διαχείρισης της πανδημίας και της εξόντωσης των γιατρών. Στην ακρίβεια, τόσο το ένα όσο και το άλλο κόμμα απέτυχαν να γίνουν κομμάτι της κοινωνίας και να στήσουν αντιστάσεις από τα κάτω, και φυσικά στο Παλαιστινιακό χανόντουσαν μεταξύ των καταγγελτικών ανακοινώσεων αλλά και της ανάγκης διατήρησης των προτεραιοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της σχέσης μας με το Ισραήλ.

Με άλλα λόγια, αργά και σταθερά μετατρέπονται σε επικίνδυνους – ακίνδυνους. Και αυτό όχι γιατί δεν μπορούν αλλά γιατί φοβούνται να αμφισβητήσουν το πλαίσιο των πολιτικών ορίων που τα παιδιά του ΛΑ.ΟΣ έχουν καταφέρει να επιβάλλουν.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.