Πλήρως απορριπτική παραμένει η στάση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έναντι των αιτημάτων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για διορθώσεις ή και αναθεωρήσεις στην ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Αν και πολλά προβλήματα της ελληνικής ενεργειακής αγοράς αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, ευθύνη της ίδιας της κυβέρνησης (σπουδή απεξάρτησης από τον λιγνίτη, ολιγωρία λήψης μέτρων πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία παρά τις απόρρητες ενημερώσεις από τις ΗΠΑ, κ.λπ.), ορισμένες κινήσεις του πρωθυπουργού βρίσκονται, θεωρητικά, στη σωστή κατεύθυνση. Επομένως, ήταν αναμενόμενο, μετά τη λήξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Οκτωβρίου, ο κ. Μητσοτάκης να ωραιοποιήσει, σε ακραίο βαθμό, μία παράγραφο των επίσημων συμπερασμάτων. Κατά την αξιολόγησή του, το λεκτικό της παραγράφου «δίνει σαφή εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τις στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στην αγορά ενέργειας όχι μόνο στην Ελλάδα, [αλλά] σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη για δύο μήνες το περασμένο καλοκαίρι».
Όμως, πρακτικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει και -το πιθανότερο- δεν θα αλλάξει μεσοπρόθεσμα, ενώ ο κ. Μητσοτάκης αποκρύβει την πλήρη αλήθεια σε τρία σημεία:
-Πρώτον, σε αντίθεση με τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι η προηγηθείσα επιστολή του προς την κυρία Φον ντερ Λάιεν «είχε ως αποτέλεσμα» τη συγκεκριμένη παράγραφο, η πραγματικότητα είναι ότι η Αθήνα ζητούσε κάτι πολύ διαφορετικό. Ελληνικός διπλωματικός στόχος ήταν να καταγραφεί πως η Κομισιόν «θα είναι υποχρεωμένη να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την αποτροπή στρεβλώσεων και υψηλών τιμών στη ΝΑ Ευρώπη». Αντί αυτής της σαφούς διατύπωσης, τα δημοσιευθέντα συμπεράσματα καλούν την Επιτροπή απλώς και μόνο «να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση του ζητήματος». Η διαφορά μεταξύ των δύο διατυπώσεων είναι τεράστια. Γιατί, αν γινόταν δεκτή η ελληνική απαίτηση για «συγκεκριμένες προτάσεις», η Κομισιόν θα υποχρεωνόταν να προχωρήσει σε αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου. Χωρίς χρονοτριβή και αποτρέποντας τις υψηλότερες τιμές στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλα μέλη της Ε.Ε. Ουσιαστικά, ο κ. Μητσοτάκης πανηγύρισε για μια συνήθη αοριστολογία -και γνωστή οδό διαφυγής- της κοινοτικής γραφειοκρατίας, που παραπέμπει το ζήτημα στις ευρωπαϊκές καλένδες!
-Δεύτερον, η πρόεδρος της Κομισιόν και οι άμεσοι συνεργάτες της έχουν απορρίψει, πριν και μετά τη επανεκλογή της στις 18 Ιουλίου 2024 για δεύτερη πενταετή θητεία, πλήθος άλλων προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα non paper, που κατέθεσε ο κ. Μητσοτάκης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 23ης Μαρτίου 2023, προτείνοντας τη διασύνδεση των ευρωπαϊκών ηλεκτρικών δικτύων. Αρχικά, η απάντηση της Κομισιόν ήταν του τύπου «θα το δούμε από τον Σεπτέμβριο» (του 2023), ενώ, στις αρχές του τρέχοντος έτους, διαπιστώθηκε πως «δεν υπάρχουν δυνατότητες χρηματοδότησης», χωρίς η ελληνική πλευρά να καταθέσει κάποια αντιπρόταση.
-Τρίτον, ήδη για περισσότερο από δύο χρόνια, η κυβέρνηση θέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διάφορες ιδέες, με την πίστη ότι θα οδηγούσαν στη μείωση του ενεργειακού κόστους. Μεταξύ άλλων, έχει τεθεί ζήτημα διαχωρισμού των τεχνολογιών παραγωγής και καθιέρωσης μηχανισμού δημοπρασιών και συστήματος αποζημιώσεων για τις βιομηχανίες. Επίσης, η υιοθέτηση σταθμισμένου μέσου όρου τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, αντί της τελευταίας (πλέον πρόσφατης) τιμής που εισάγεται στο σύστημα. Η Κομισιόν απορρίπτει τις ελληνικές ιδέες, εκτιμώντας ότι θα οδηγήσουν σε δύο αγορές και τιμολογήσεις με μεγαλύτερες στρεβλώσεις και χειρότερα προβλήματα. Και πάλι δεν διαπιστώνεται ελληνική διαπραγματευτική ισχύς που θα αντέστρεφε την κατάσταση.
Είναι πλέον σαφές ότι, παρά την -πραγματική ή υποτιθέμενη- στενή σχέση του κ. Μητσοτάκη με την κυρία Φον ντερ Λάιεν, η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να περάσει ούτε ένα μικρό τμήμα των προτάσεών της για τον κλάδο της ενέργειας. Τα δε ακόμη χειρότερα έρχονται στο κεφάλαιο του Μεταναστευτικού, βάσει όσων συζητήθηκαν στις 17 Οκτωβρίου και θα ακολουθήσουν ως τα τέλη του έτους.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη