Η υπογεννητικότητα, οι πολυκατοικίες και μια ζωή στοιβαγμένη στο μπετόν!

Επηρεάζει ο χώρος κατοικίας μας και πως την απόφαση μας για απόκτηση παιδιών;

Οι πολυκατοικίες στην Ελλάδα θεωρήθηκαν ως λύση στο στεγαστικό πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης αλλά και μία επικερδής επένδυση για τους κατόχους οικοπέδων οι οποίοι με την αντιπαροχή αποκτούσαν διαμερίσματα τα οποία είτε μεταπωλούσαν είτε ενοικίαζαν.

Ρομαντικοί αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί υποστήριζαν ότι οι πολυκατοικίες έφερναν σε επαφή τις διάφορες κοινωνικές τάξεις και θα περιορίζονταν οι κοινωνικές ανισότητες, κάτι που δεν θα ήταν εφικτό διαφορετικά. Η σημερινή κατάσταση απέδειξε το αντίθετο και ανέδειξε διάφορα άλλα προβλήματα.

Ένα από αυτά είναι η υπογεννητικότητα. Η συζήτηση για την υπογεννητικότητα στη χώρα μας δεν λαμβάνει υπόψη της τις χωροταξικές συνθήκες ενώ σε επίπεδο οικονομικών συνθηκών εξαντλείται σε πολιτικές μικρών επιδομάτων.

Θα εστιάσω όμως στις χωροταξικές συνθήκες  και πως η πυκνότητα πληθυσμού στα αστικά κέντρα επηρεάζει τον ρυθμό γεννήσεων.

Είναι γεγονός ότι η πυκνότητα επηρεάζει τον αστικό ή μη χώρο. Σημαντικότερη όμως είναι η πυκνότητα του χώρου διαβίωσης ο οποίος είναι συνήθως μικρός στις πολυκατοικίες.

Σε σχετική έρευνα στην Αμερική, οι γυναίκες που ζουν σε διαμερίσματα ενός ή δύο υπνοδωματίων έχουν δείκτη γονιμότητας 1,2-1,35, βαθμός παρόμοιος με της Ιαπωνίας ή της Ιταλίας (στην Ελλάδα ο δείκτης είναι κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα). Οι γυναίκες που έμεναν σε διαμερίσματα/κατοικίες με 3 υπνοδωμάτια είχαν κατά μέσο όρο1,9 – 2 παιδιά που είναι κοντά στον βαθμό αναπλήρωσης ενώ οι γυναίκες που ζούσαν σε μεγαλύτερα διαμερίσματα/κατοικίες είχαν 1,7-1,95 παιδιά. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο δείκτης γονιμότητας στα μικρά διαμερίσματα/κατοικίες είναι κατά πολύ μικρότερος.

Το θέμα γίνεται χειρότερο για όσες γυναίκες ζουν σε διαμερίσματα και ειδικότερα οι γυναίκες που ζουν σε γκαρσονιέρες και διαμερίσματα με 1 ή δύο υπνοδωμάτια έχουν πολύ μικρότερο δείκτη γονιμότητας σε σχέση με τις γυναίκες που ζουν σε σπίτια με 1 – 2 υπνοδωμάτια. Αντίθετα, ο δείκτης γονιμότητας δεν επηρεάζεται είτε οι γυναίκες ζουν σε σπίτια είτε σε διαμερίσματα με 3 ή περισσότερα υπνοδωμάτια.

Σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι ότι τα μικρά διαμερίσματα και η πυκνότητα του πληθυσμού στην περιοχή που βρίσκονται συμβάλλουν στη χαμηλή γονιμότητα.

Σε περιοχές χαμηλής πυκνότητας πληθυσμού ακόμα και εάν οι κατοικίες είναι μικρές δεν επηρεάζεται η γονιμότητα.

Συνεπώς, η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα μιας περιοχής μπορεί να προκαλέσει χαμηλή γονιμότητα γιατί οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να μένουν σε μικρότερες κατοικίες.

Σε παλαιότερες έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι δεν είναι μόνο η πυκνότητα του πληθυσμού που είναι σημαντική για μία περιοχή και μία κατοικία αλλά και η αίσθηση που έχουν οι άνθρωποι για την πυκνότητα ή τη μελλοντική πληθυσμιακή πυκνότητα μιας περιοχής (υποκειμενική πυκνότητα).

Τα διαμερίσματα δημιουργούν αυτή την αίσθηση της υποκειμενικής πυκνότητας γιατί οι αυστηρές πολεοδομικές ρυθμίσεις απαγορεύουν την επέκταση των χώρων.

Πέραν όμως αυτού, η υποκειμενική αίσθηση της πυκνότητας του χώρου σε μία πολυκατοικία εντείνεται από την έλλειψη κήπου, την ασφάλεια στην περιοχή και τους θορύβους και τις μυρωδιές που αναγκαστικά μοιράζονται όλα τα διαμερίσματα.

Συνεπώς, έχει διαπιστωθεί, ότι η υποκειμενική αίσθηση της πυκνότητας και η ζωή στα διαμερίσματα μειώνουν τη γεννητικότητα.

Η ζωή στα διαμερίσματα έχει και την κοινωνική της διάσταση.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι όταν τα παιδιά εξακολουθούν να ζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με τους γονείς, όπως συμβαίνει αρκετά χρόνια στην Ελλάδα λόγω παράδοσης αλλά κυρίως λόγω οικονομικής στενότητας, τόσο μειώνεται ο δείκτης γονιμότητας.

Όσον αφορά τις κοινωνικές τάξεις, η ζωή στα διαμερίσματα μελών της χαμηλής, μεσαίας και ανώτερης εργατικής τάξης περιόρισε τη γεννητικότητα τους ειδικότερα όταν είχαν να αντιμετωπίσουν συνθήκες στην αγορά που καθιστούν απαγορευτική τη μετάβαση σε μεγαλύτερους χώρους (βλ. Άνοδος της τιμής των κατοικιών).

Η ιδιοκτησία επηρεάζει επίσης τη γεννητικότητα. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών έχουν μεγαλύτερη γεννητικότητα σε σχέση με τους ενοικιαστές και αυτό γιατί τα ζευγάρια θέλουν πρώτα να εξασφαλίσουν σταθερότητα στη στέγη και μετά να αποκτήσουν παιδιά.

Η συζήτηση για το μέγεθος των κατοικιών χρονολογείται ήδη από τη δεκαετία του 1970 στα πλαίσια μίας επικρατούσας μαλθουσιανής λογικής περιορισμού του πληθυσμού (ο Τόμας Μάλθους υποστήριζε ότι όταν ο πληθυσμός δεν περιοριστεί θα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ενώ η διατροφή αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο).

Θεωρήθηκε λοιπόν, με άλλα λόγια, ότι ο περιορισμός του πληθυσμού θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη συγκέντρωση του σε πυκνοκατοικημένες πόλεις και θα διασφάλιζε την επιβίωση του αλλά με μειωμένη γεννητικότητα, σε μικρά διαμερίσματα.

Στις ημέρες μας η μαλθουσιανή αυτή λογική για περιορισμό δεν έχει αλλάξει εάν κρίνουμε από τις συζητήσεις για υπερπληθυσμό του πλανήτη. Συνεπώς, η συζήτηση για την υπογεννητικότητα είναι μάλλον υποκριτική. Ειδικότερα δε εάν λάβουμε υπόψιν μας τα πλάνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πόλεις οι οποίες θεωρούνται κέντρα υπηρεσιών για τις γύρω περιοχές τους, χώροι δημιουργικότητας αλλά και κινητήριος δύναμη της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, η πυκνότητα των πόλεων υποστηρίζεται από τη “λογική” ότι λόγω της πληθυσμιακής πυκνότητας θα περιοριστούν οι εκπομπές άνθρακα και θα γίνει εξοικονόμηση ενέργειας.

Η πυκνότητα όμως περιορίζει τη γεννητικότητα, όπως προαναφέρθηκε. Κατά συνέπεια, η υπογεννητικότητα δεν φαίνεται να αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα ενώ η πληθυσμιακή πυκνότητα των πόλεων μπορεί να ενισχυθεί με τα μεταναστευτικά ρεύματα παρά με τη γεννητικότητα των αυτοχθόνων.

Διαπιστώνουμε λοιπόν την περίπλοκη σχέση μεταξύ των χωροταξικών συνθηκών και της υπογεννητικότητας. Η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μικρά διαμερίσματα σε πυκνοκατοικημένες πόλεις, όπως είναι η Αθήνα, φαίνεται ότι ασκεί αρνητική επίδραση στη γεννητικότητα. Η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις και οι οικονομικές πιέσεις (βλ. Ανεργία, οικονομική κρίση κτλ.) ενισχύουν περαιτέρω την υπογεννητικότητα. Οι πολιτικές για τις πόλεις δίνουν έμφαση στην ενεργειακή αποδοτικότητα ενώ παραβλέπουν τη σημαντικότητα δημιουργίας ενός φιλικού προς την οικογένεια περιβάλλοντος.

Εάν λοιπόν, οι προθέσεις για την καταπολέμηση της  υπογεννητικότητας είναι ειλικρινείς θα πρέπει να συνοδεύονται από στοχευμένες πολιτικές στήριξης στις οποίες ο χωροταξικός σχεδιασμός με ανάπτυξη περιοχών φιλικές προς τις οικογένειες σε συνδυασμό με μία ολοκληρωμένη οικονομική πολιτική μείωσης της φορολόγησης της ιδιοκτησίας, και όχι μόνο παροχή οικογενειακών επιδομάτων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όπως θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ανάγκες στέγασης των οικογενειών. Διαφορετικά, μήπως θυσιάζουμε τις μελλοντικές γενιές, κυρίως αυτοχθόνων, για τις σύγχρονες πολιτικές αστικού σχεδιασμού;

της Φωτεινής Μαστρογιάννη

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.