«Ένα κόμμα μόνο αναπτυσσόμενο ζει. Όταν πάψει να ανέχεται τις νέες ιδέες, πεθαίνει…» (Α. Μπέβεριτζ, γερουσιαστής ΗΠΑ)
Του Δημήτρη Γαρούφα*
Το σημερινό άρθρο γράφτηκε με αφορμή όσα θλιβερά παρατηρούνται στην πολιτική μας ζωή αυτά τα χρόνια και κυρίως γι’ αυτά που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες σε κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία είναι σημάδια παρακμής, και με θλίψη τα παρακολουθούν οι πολίτες γιατί είναι έκδηλα σημάδια της παρακμής και στην πολιτική μας ζωή.
Τα πολιτικά μας κόμματα πριν από τη δικτατορία, του 1967, ήταν καθαρά εκλογικοί μηχανισμοί κινητοποίησης ψηφοφόρων, ενώ μετά το 1974 έγινε προσπάθεια σύγχρονης οργάνωσης με μαζικότητα, ιδεολογικές αρχές κ.λπ., αλλά η προσπάθεια αυτή στράφηκε σε λάθος κατεύθυνση και λόγω ανάπτυξης παθογενειών (αδιαφάνεια στα οικονομικά, αναξιοκρατία, κομματισμός κ.λπ.) μακροχρόνια οδηγηθήκαμε σε απαξίωσή τους στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών.
Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνω ότι, ενώ χρηματοδοτούνται αδρά από τον κρατικό Προϋπολογισμό, δεν προβλέφθηκαν θεσμοί που θα εξασφαλίζουν πραγματική διαφάνεια στα οικονομικά τους και, παρά τις διακηρύξεις και τα καταστατικά, δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατική οργάνωση, ενώ συνήθως για προσέλκυση μελών η κομματική ιεραρχία υποσχόταν διορισμούς «άμα τη αναλήψει της εξουσίας»…
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα, με καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα και ουσιαστικό αποκλεισμό της αξιοκρατίας από τη δημόσια ζωή, ενώ, δυστυχώς, καλλιεργήθηκε ως «κομματική αρετή» η σιωπή των στελεχών μπροστά σε σκάνδαλα που εμπλέκονταν στελέχη του κόμματος κι έτσι τυχόν έντιμα στελέχη που τολμούσαν να καταγγείλουν την εξέλιξη σκανδάλων περιθωριοποιούνταν…
Αρκεί να θυμηθούμε ότι όταν εξελίσσονταν το σκάνδαλο Κοσκωτά, ένας μόνο βουλευτής (που επικρίθηκε και κινδύνεψε με διαγραφή από το κόμμα του), ο βουλευτής Μαγνησίας Γ. Σούρλας, έκανε έγκαιρα (δύο χρόνια πριν αποκαλυφθεί το σκάνδαλο) μια ερώτηση στη Βουλή, ζητώντας έλεγχο, ενώ τη δυσμένεια των κομμάτων τους αντιμετώπισαν και όσοι τολμούσαν να καταγγείλουν έγκαιρα την εξέλιξη κάποιας σκανδαλώδους υπόθεσης (Siemens, Novartis, εξοπλιστικά προγράμματα, Βατοπέδι κ.λπ.).
Γι’ αυτό και πριν από την οικονομική κρίση τα πολιτικά κόμματα αποξενώθηκαν από τους πολίτες και συντηρούνταν από την πλούσια κρατική χρηματοδότηση και (δυστυχώς) από αδιαφανείς επιχορηγήσεις οικονομικών παραγόντων και πολυεθνικών εταιριών, ενώ η οικονομική κρίση έφερε την πλήρη απαξίωσή τους στη λαϊκή συνείδηση και τους πρόθυμους εθελοντές, που υπήρχαν στην υπηρεσία των κομμάτων στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσής τους, αντικατέστησαν πλέον επαγγελματικά στελέχη.
Στο πλαίσιο αυτού του σχολίου δεν μπορούμε να πούμε πολλά. Τα πολιτικά μας κόμματα είναι θεσμοί της δημοκρατίας μας και δεν μπορούμε να έχουμε ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, διαφάνεια στη δημόσια ζωή κ.λπ., αν δεν εκσυγχρονιστούν. Πρέπει να ξανασυνδεθούν με την κοινωνία, να αλλάξουν οργανωτική δομή, να έχουν ινστιτούτα παραγωγής ιδεών και προγραμμάτων, να υπάρχει διαφάνεια στα οικονομικά τους και να ανοιχθούν στην κοινωνία, αναζητώντας για τη στελέχωσή τους τούς πιο άξιους Έλληνες.
Οι πολίτες διψούν για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Το πολιτικό σύστημα, όμως, τις αποφεύγει και έχουμε ως παρενέργεια να το εκδικούνται οι πολίτες, οι οποίοι, λειτουργώντας με το θυμικό, φτάνουν (δυστυχώς) να ενισχύουν μερικές φορές και ακραίες πολιτικές δυνάμεις, ενισχύοντας τα άκρα. Η αλλαγή και ο εκσυγχρονισμός των πολιτικών κομμάτων είναι προαπαιτούμενα και για να επιζήσουν τα ίδια, προσφέροντας στη χώρα, αλλά και για μια γενικότερη αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, που μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει προϋποθέσεις καλύτερης λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και προοπτικής αναγέννησης για τη χώρα.
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης