Ποια είναι η πορεία της ριζοσπαστικής/μεταρρυθμιστικής Αριστεράς σ’ έναν κόσμο ο οποίος ολοένα και περισσότερο αποκεντροθετείται από τις αντιθέσεις, ενώ όμως δεν αποστασιοποιείται από τους θεμελιώδεις κανόνες που θέτει το πολιτικό σύστημα;
Του Απόστολου Αποστόλου*
Ο Ζαν Μποντριγιάρ στο έργο του «La gauche divine», Paris, Grasset, (Coll. Figures, 1985), αναφερόταν στην αποτυχία μιας Αριστεράς που εξακολουθούσε να θέλει να είναι «θεϊκή», διάφανη, ενάρετη και ηθική, αντιπροσωπευτική των βαθιών αξιών, των οριστικών αξιών της ιστορίας. Μια τέτοια Αριστερά, θα πει ο Ζ. Μποντριγιάρ, δεν θα μπορούσε παρά να συναντήσει την ειρωνική αδιαφορία των μαζών. Από το 1978 η Αριστερά εισέρχεται στη συνέργεια της συναίνεσης και στη μέθη της προσομοίωσης του κόσμου όπου κερδίζει εκείνος που ξέρει να παίζει με τις νέες στρατηγικές της αδιαφορίας.
Μάλιστα σε μια ακόμη κριτική του για την Αριστερά, εξαιτίας του γεγονότος ότι δημοσίευσε άρθρο στο περιοδικό «krisis» του Αλέν ντε Μπενουά δημιουργώντας έτσι αντιδράσεις από αριστερούς θεωρητικούς, απαντώντας στις επικρίσεις που δέχθηκε θα υποστηρίξει ο Ζαν Μποντριγιάρ: «Η Αριστερά είναι σήμερα απογυμνωμένη από κάθε πολιτική ενέργεια και ως εκ τούτου έχει αποκτήσει μια καθαρή ηθική δικαιοδοσία, μια ενσάρκωση οικουμενικών αξιών και επιπλέον έχει καταστεί υπέρμαχος του βασιλείου της Αρετής και θεματοφύλακας των μουσειακών αξιών του Καλού και του Αληθινού». Η Αριστερά, θα προσθέσει ο Ζαν Μποντριγιάρ, «πέρασε από την έννοια της ιστορίας στην ηθική της ιστορίας, δηλαδή σε μια ηθική αλήθειας, νόμου και καλής συνείδησης, με μηδενικό βαθμό πολιτικής και με το χαμηλότερο σημείο της ηθικής γενεαλογίας».
Ο Αμερικανός φιλόσοφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Ρίτσαρντ Ρόρτι μιλώντας για τη «μεταρρυθμιστική Αριστερά» των ΗΠΑ, όπως την περιγράφει, θα υποστηρίξει ότι η «μεταρρυθμιστική Αριστερά» αποτελούσε μια μεγάλη σκηνή. Περιελάμβανε ανθρώπους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές καθώς και μετριοπαθείς αριστερούς δημοκρατικούς. Αυτό που τους ένωσε όλους εκείνους ήταν η αφοσίωση στην πραγματιστική μεταρρύθμιση. Δεν υπήρχαν δοκιμές αγνότητας, ούτε συνολικές εκκλήσεις για επανάσταση, όπως ήταν σύνηθες μεταξύ των μαρξιστών εκείνη την εποχή. Και ως εκ τούτου τους «φοβόταν και τους μισούσε η Δεξιά», γιατί ήταν εκείνοι οι οποίοι έδωσαν τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Ο Ρόρτι θαύμαζε τη «μεταρρυθμιστική Αριστερά» τόσο επειδή οι «μεταρρυθμιστές αριστεροί» ήταν αποτελεσματικοί όσο και επειδή καταλάβαιναν ότι η βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς στις ΗΠΑ ήταν το αν το κράτος έχει ευθύνη να διασφαλίσει μια ηθική και κοινωνικά επιθυμητή κατανομή του πλούτου. Η Δεξιά απέρριψε αυτή την πρόταση, ενώ η Αριστερά την αγκάλιασε. Η πολιτική της «μεταρρυθμιστικής Αριστεράς» άλλαξε τη δεκαετία του 1960. Τότε για τον Ρόρτι η Αριστερά έπαψε να είναι πολιτική και αντ’ αυτού έγινε πολιτιστικό κίνημα. Η επικρατούσα άποψη της «μεταρρυθμιστικής Αριστεράς» -θα ισχυριστεί ο Ρόρτι- ήταν ότι δεν αποτελεί πλέον πολιτική της η προώθηση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης εντός του συστήματος. Έτσι η Αριστερά στις ΗΠΑ στράφηκε στην πολιτισμική θεωρία.
Είναι γεγονός όμως ότι η πολιτιστική Αριστερά κατάφερε να κάνει την Αμερική καλύτερη, πιο πολιτισμένη χώρα. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι αυτή η πρόοδος είχε ένα τίμημα. «Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά της ιστορικής επιτυχίας που διέγραψε η πολιτιστική Αριστερά μετά τη δεκαετία του ’60» θα γράψει ο Ρόρτι. Και θα τονίσει: «Κατά την ίδια περίοδο κατά την οποία ο κοινωνικά αποδεκτός σοβινισμός μειώθηκε, αυξήθηκε τόσο η οικονομική ανισότητα όσο και η οικονομική ανασφάλεια. Είναι σαν να μην μπορούσε η αμερικανική Αριστερά να χειριστεί περισσότερες από μία πρωτοβουλίες και εγκατέλειψε τους αγώνες της οικονομικής ισότητας και της προστασίας των εργατικών σχέσεων. Συμβιβάστηκε με τα νέα δεδομένα του χρήματος και τη διεθνοποιημένη αγορά. Η ανησυχία βέβαια του Ρόρτι δεν ήταν ότι η Αριστερά νοιαζόταν πολύ για τις φυλετικές σχέσεις ή τις διακρίσεις (έτσι και αλλιώς θα έπρεπε να νοιάζεται για αυτά τα πράγματα), αλλά μας προειδοποίησε ότι η «μεταρρυθμιστική Αριστερά» έπαψε να κάνει τη σκληρή δουλειά της δημοκρατικής πολιτικής και να αντιστέκεται σε επιλογές οικονομικών πολιτικών. Τόνιζε μάλιστα ότι υποχώρησε για να κερδίσει τον ακαδημαϊκό χώρο, θεμελιώνοντας νέες θεωρίες κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, μένοντας όμως έτσι μακριά από το συγκεκριμένο και όλο αυτό μελλοντικά θα αποδειχθεί, όπως πίστευε ο Ρόρτι, καταστροφικό για τη «μεταρρυθμιστική Αριστερά».
Για να το πούμε αλλιώς, η ριζοσπαστική/μεταρρυθμιστική Αριστερά κάτω από τις νέες πιέσεις της εποχής συστράφηκε, διχάστηκε και μετατέθηκε στο ομοίωμα μιας μη συμπίπτουσας Αριστεράς, προς το όραμα της αρχικής της εικόνας. Εισήλθε στη διάθλαση και έφυγε από το κέντρο της, κινούμενη διαγωνίως ταυτιζόμενη δε με ένα νέο είδωλο ενός αριστεροφιλελεύθερου μέλλοντος χάνοντας το κέντρο της. Όμως ό,τι χάνεται γεννιέται και πάλι ως φάντασμα.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας