«Δυσκολεύομαι να μιλήσω για μεταρρυθμίσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι δεν μας αρέσουν οι μεταρρυθμίσεις. Συχνά μιλάμε για αυτές, αλλά όταν έρθει η ώρα να γίνει κάτι, δεν το αφήνουμε». Αυτό τόνισε ο Στέφανος Μάνος, πρώην βουλευτής και υπουργός Οικονομικών τη διετία 1992-1993, μιλώντας σε πάνελ του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, με θέμα «Καθορίζοντας τις μεταρρυθμίσεις – κλειδιά για το μέλλον».
Αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται από τη σημερινή κυβέρνηση έκανε μια αναφορά στο νόμο περί γάμου ομοφύλων, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια πραγματική μεταρρύθμιση.
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια πραγματική μεταρρύθμιση το πρώτο βήμα είναι η μέτρηση ανέφερε. Πρέπει πρώτα να μετρήσουμε και στη συνέχεια να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να διορθώσουμε τα όποια σφάλματα.
Ο κ. Μάνος έφερε ως παράδειγμα ένα χρόνιο πρόβλημα, αυτό της εφαρμογής του νοσοκομειακού συνταγολογίου για περιορισμό της δαπάνης σε φάρμακα. «Όταν το πρόβλημα τέθηκε το 1997 κανείς δεν γνώριζε στα πέντε μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας ποια έπιναν η δαπάνη. Και ερχόμαστε σήμερα , όπου σε μελέτη του ΙΟΒΕ διαπιστώνεται ότι ακόμη το ποσόν αυτό είναι άγνωστο», είπε
«Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν είναι γνωστή η δαπάνη πώς θα λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό της», κατέληξε ο κ. Μάνος.
Παράλληλα, χαρακτήρισε ως ένα θετικό βήμα την απόφαση της υπουργού Εσωτερικών, Νίκης Κεραμέως, να επιλέγονται με νέα διαδικασία οι διοικητές των νοσοκομείων οι οποίοι δεν μπορούν να υπολογίζουν το κόστος της δαπάνης για φάρμακα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που ανέφερε ο κ. Μάνος είναι αυτό της πρωτοβουλίας το 2015, για διαμόρφωση του ελληνικού Συντάγματος σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο, κείμενο το οποίο λύνει πάρα πολλά προβλήματα, πολιτικά και κοινωνικά.
«Το πολιτικό σύστημα δεν συζήτησε καν το θέμα αυτό». «Άρα», κατέληξε στο αρχικό ερώτημα ο κ. Μάνος, «το ζητούμενο είναι αν θέλουμε, όντως τις μεταρρυθμίσεις αλλά και ποια κυβέρνηση είναι σε θέση να παραδεχθεί ότι κάτι δεν πάει καλά και να τολμήσει να πει την αλήθεια στον κόσμο χωρίς να σκέπτεται το πολιτικό κόστος».