Οι περίπου ενάμισι εκατομμύριο υπογραφές, που συγκεντρώθηκαν χάρη στις αξιοθαύμαστες και αξιέπαινες πρωτοβουλίες των συγγενών των τραγικών θυμάτων των Τεμπών, συνιστούν αναμφίβολα μία πολυσήμαντη λαϊκή πρωτοβουλία, με πολλούς αποδέκτες.
Ο πρώτος αποδέκτης είναι η κυβέρνηση, η οποία είναι πολλαπλά εκτεθειμένη διότι, για μία ακόμη φορά, επέλεξε την οδό της συγκάλυψης και της παραπλάνησης. Ο δεύτερος αποδέκτης είναι η Βουλή, η οποία άλλωστε θα ήταν υποχρεωμένη να συζητήσει τις προτάσεις των υπογραφόντων, αν η κυβέρνηση είχε φροντίσει να ψηφισθεί ο σχετικός εκτελεστικός νόμος του άρθρου 73 παρ. 6 (που προβλέπει λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία με τουλάχιστον 500.000 υπογραφές).
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος αποδέκτης, έστω και ατύπως. Πρόκειται για τον συνταγματικό νομοθέτη, ο οποίος δεν μπορεί να τις αγνοήσει, εφόσον αναληφθεί πράγματι, όπως έχει εξαγγελθεί από πολλές πλευρές, η σχετική αναθεωρητική πρωτοβουλία, μέσα στο 2024. Με άλλα λόγια, τα 57 τραγικά θύματα, οι συγγενείς τους και ενάμισι εκατομμύριο πολίτες πρέπει να δικαιωθούν, όχι μόνο με βάση τα σημερινά πολιτικά και θεσμικά δεδομένα, αλλά και σε συνταγματικό επίπεδο, με αλλαγές στο Σύνταγμα, τουλάχιστον σε τέσσερις κατευθύνσεις.
Η πρώτη κατεύθυνση αφορά αναμφισβήτητα την περαιτέρω αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Η πρόσφατη άρνηση σύστασης Προανακριτικής Επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών, δείχνει εύγλωττα ότι η κατάργηση της παραγραφής, που αποφασίσθηκε το 2019, δεν αρκεί. Απαιτείται πλέον να ολοκληρωθεί με την πλήρη κατάργηση της ανάμιξης της Βουλής στην άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, όπως έγινε ακόμη και στις κοιτίδες του κοινοβουλευτισμού, την Αγγλία και την Γαλλία.
Για να αποφευχθεί δε ο κίνδυνος άσκησης καταχρηστικών διώξεων κατά υπουργών, πρέπει να προβλεφθεί ειδική δωσιδικία, ώστε η σχετική αρμοδιότητα να περιέλθει σε ένα συλλογικό δικαστικό σώμα με μείζονες εγγυήσεις, που θα διασφαλίζει ότι στο δικαστήριο θα φθάνουν μόνο οι σοβαρές περιπτώσεις. Αντίθετα, δεν θεωρώ ότι απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις ως προς την ασυλία των βουλευτών, διότι οι αναθεωρημένες το 2019 σχετικές διατάξεις (άρθρο 62) είναι πλέον επαρκείς.
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η περαιτέρω αναθεώρηση και ως προς τις Εξεταστικές Επιτροπές, καθώς αποδείχθηκε περίτρανα ότι η ορθή τροποποίηση του άρθρου 68 παρ. 2 του Συντάγματος, το 2019, ώστε να επιτρέπεται πλέον η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής ακόμη και με τα 2/5 των βουλευτών (120), από μόνη της δεν είναι αρκετή. Απαιτείται να ανατεθεί, ταυτόχρονα, η αρμοδιότητα της σύνταξης ενός μόνο πορίσματος σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, τα οποία πάντως θα επιλέγονται από την ίδια την Εξεταστική Επιτροπή με αυξημένη πλειοψηφία. Θα δεσμεύονται δε να καταθέτουν αυτό το πόρισμα σε τακτή προθεσμία, βάσει των ευρημάτων της Εξεταστικής Επιτροπής αλλά και με την πρόβλεψη να μπορούν να ζητήσουν συμπλήρωσή τους.
Οι απαιτούμενες αλλαγές στο Σύνταγμα
Η τρίτη κατεύθυνση, που υπαγορεύεται έμμεσα από την ως άνω λαϊκή πρωτοβουλία, είναι η κατάργηση της αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου να επιλέγει την ηγεσία των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας. Η θλιβερή πείρα των τελευταίων ετών δείχνει ότι η δικαστική εξουσία νοσεί, καθώς εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο στην προσπάθεια συγκάλυψης κυβερνητικών σκανδάλων, με αποκορύφωμα βέβαια τις υποκλοπές. Είναι λοιπόν πλέον επιτακτικό να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την δικαστική με την εκτελεστική εξουσία και να αναζητηθεί με ιδιαίτερη προσοχή μία νέα διαδικασία ανάδειξης της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων, με προέχοντα τον ρόλο των ίδιων των δικαστών.
Είναι βέβαια ανοιχτό και το ζήτημα της καθιέρωσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τα υφιστάμενα Ανώτατα Δικαστήρια δυστυχώς δεν έχουν πείσει ότι ασκούν τον ενδεδειγμένο έλεγχο συνταγματικότητας, όταν πρόκειται για κρίσιμες αποφάσεις που μπορεί να δυσαρεστήσουν την εκτελεστική εξουσία (με την ελπίδα, πάντως, να μην επαληθευθεί αυτή η διαπίστωση και στην υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων…).
Τέλος, η τέταρτη κατεύθυνση αφορά την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαπλοκής. Παρά το ότι για την τραγωδία των Τεμπών ακόμη και τα καθεστωτικά ΜΜΕ της διαπλοκής ψέλλισαν τελικά κάποια κριτική, μην τολμώντας να επιβάλουν ξανά ομερτά, όπως συνέβη με τις υποκλοπές, το πρόβλημα της συγκέντρωσής τους στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών και της συνακόλουθης καταθλιπτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης παραμένει ένα από τα μείζονα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης.
Η παλαιά και αχρηστευθείσα τελικά συνταγματική διάταξη, περί “βασικού μετόχου”, πρέπει ως τάχιστα να αντικατασταθεί με άλλη προσφορότερη, με την ανάληψη σχετικής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, διότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ποιότητα μιας δημοκρατίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πραγματική διασφάλιση του πλουραλισμού στο πεδίο της ενημέρωσης…