Οι κραυγές οργής που έχει προκαλέσει η πρόταση της εισαγγελέως στη δίκη για την υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό που με τη γνώση και συγκατάθεση της μητέρας της είχε σεξουαλικές σχέσεις φέρνουν στο μυαλό την ηχηρή σιωπή που περιέβαλε την περίπτωση 13χρονής, που το καλοκαίρι του 2012 ήρθε κατ΄ επανάληψη σε πλήρη ερωτική επαφή με 20χρόνο και παρόλο που ο πατέρας της αντιδρούσε έντονα σ’ αυτή τη σχέση το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης τον κήρυξε αθώο.
Όταν η υπόθεση έφτασε στο ανώτατο ποινικό και πολιτικό δικαστήριο της Ελλάδας μετά από ενδελεχή και περισπούδαστη έρευνα o Άρειος Πάγος απεφάνθη ότι:
Οι έντονες εφηβικές ανησυχίες της αλλά και οι διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, βρήκαν καταφύγιο στο φιλικό δεσμό που ανέπτυξε με τον 20χρονο τότε κατηγορούμενο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ερωτικό.
Κατά την αυτοπρόσωπη μαρτυρία της στο ακροατήριο, το Δικαστήριο (16 πλέον ετών), είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την όψιμη σωματική αλλά και πνευματική ανάπτυξή της.
Η έντονη προσωπικότητά της αλλά και η ευφυΐα της είναι εμφανείς. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και ο ψυχίατρος-πραγματογνώμονας, ο οποίος κατέθεσε ότι η ωριμότητά της είναι σαν κοπέλας 25 ετών.
Αυτά τα χαρίσματα που θα της επέτρεπαν να σπουδάσει, αλλά και η υπερτροφική αγάπη του πατέρα της, τον οδήγησαν σε απεγνωσμένες προσπάθειες διακοπής αυτής της σχέσης.
Χειροδίκησε πολλές φορές τόσο κατά του κατηγορουμένου, όσο και κατά της θυγατέρας του, με αποτέλεσμα να ενισχύει ακόμα περισσότερο τη διάθεσή της για να απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και να βρει καταφύγιο ηρεμίας στη σχέση της με τον κατηγορούμενο.
Ο τελευταίος, παρά τα 20 έτη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν ανώριμος ηλικιακά, πλην όμως ευαίσθητος ψυχικά. Καμία ένδειξη για πλάνη, απάτη ή απειλή ως προς τη βούληση της παθούσας για σύναψη ερωτικής σχέσης δεν προέκυψε. Πολλώ δε μάλλον για αποπλάνησή της … εξαπάτησή της για την τέλεση άλλων πράξεων και όχι των ερωτικών εκ μέρους του κατηγορουμένου
Αυτή η ανωριμότητά του (συγκατοικεί με τη μητέρα του, η οποία ως οικονομική μετανάστης από την Αλβανία εργάζεται και τον συντηρεί) όχι μόνο δεν του επιτρέπει να τελέσει γάμο με την παθούσα, αλλά αποτελεί και την αδιάψευστη απόδειξη ότι καμία τέλεση ασελγούς πράξης εις βάρος της παθούσας δεν συνέβη χωρίς τη θέλησή της.
Όσον αφορά τον επηρεασμό της βούλησης της παθούσας μέσω της χρήσης ουσιών, που υπαινίχθηκε η πλευρά της πολιτικής αγωγής, η κατάθεση του ψυχιάτρου, υπευθύνου του …, ήταν σαφώς αρνητική.
Συνεπώς, συνεκτιμώντας το Δικαστήριο τις ανωτέρω ειδικές περιστάσεις του τόπου, του χρόνου και των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας των διαδίκων, αποφαίνεται ότι πρέπει να αρθεί το άδικο των υπό κατηγορία πράξεων και συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 339 ΠΚ περί αποπλάνησης ανηλίκων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου”.
Αν και η απόφαση κατέληγε ότι ‘Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης, με το να δεχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο ως άνω εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, διότι, κατά τις παραδοχές του, οι κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις που ενήργησε σε βάρος της ανήλικης έγιναν με τη θέλησή της και ως εκ τούτου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας του εν λόγω εγκλήματος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, την οποία ευθέως παραβίασε, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συναίνεση της ανήλικης δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ως άνω αξιόποινης πράξης’ δεν ακύρωσε το αθωωτικό αποτέλεσμα.
Δηλαδή το ανώτατο ποινικό και πολιτικό δικαστήριο της Ελλάδας συνέχισε να απαγορεύει αυτό που απαγορευότανε, αλλά όταν τελέστηκε δεν κολάστηκε…
Εντύπωση μάλιστα προκαλεί και το γεγονός ότι αν και όχι μόνο η ηλικία αλλά και η οικογενειακή κατάσταση της μαθήτριας δημοτικού την καθιστούσε ευπαθή αυτό λειτούργησε όχι επιβαρυντικά, αλλά σαν ελαφρυντικό σύμφωνα με την άποψη του ψυχιάτρου-πραγματογνώμονα που έγινε δεκτή.
Η όλη ιστορία με έκανε να θυμηθώ (για μια ακόμη φορά) τα λεχθέντα υπό των πλέον επιφανών εκπροσώπων της σχολής του Νομικού ρεαλισμού Όλιβερ Γουέντελ Χολμς και Καρλ Λιούελιν ότι ‘ο νόμος δεν είναι κάτι περισσότερο από στόκος στα χέρια του δικαστή που διαμορφώνει την έκβαση μιας υπόθεσης με βάση τις προσωπικές του προκαταλήψεις’ και ‘δικαιοσύνη είναι αυτά που ο δικαστής έφαγε για πρωινό’.
Γενικότερα αυτοί που φρικιούν με την έξαρση της παιδοφιλίας, ξεχνάνε ότι οι πνευματικοί τους ταγοί την εκθείαζαν! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ‘κι έτσι και γιουβέτσι’ δεν αποκλείεται βέβαια (κάθε άλλο) οι προσωπικές προκαταλήψεις των δικαστών να διαμορφώνονται κι από πολιτικές-επαγγελματικές πιέσεις και δεύτερες σκέψεις…