Του Νίκου Γ. Μερτζάνη
«Βία είναι η χρησιμοποίηση σωματικής, υλικής και πνευματικής δύναμης, που αποβλέπει στην επιβολή της θέλησης ενός ατόμου σε ένα άλλο με εξαναγκασμό». Αυτός είναι ο ορισμός της βίας, που υπάρχει σε όλα τα ετυμολογικά λεξικά, και στη συνέχεια γίνεται η διάκριση για τις μορφές βίας. Θα ήταν αρκετό, στο συγκεκριμένο άρθρο, να παραθέσω μόνο ό,τι αναφέρεται στα λεξικά, με ένα ολιγόλεξο συμπέρασμα, ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλες οι μορφές βίας είναι σε πλήρη εξέλιξη και επηρεάζουν όλο τον ελληνικό λαό. Αλλά, ύστερα από δύο γεγονότα που έχουν στιγματίσει τις ζωές των Ελλήνων και κυριαρχούν στην επικαιρότητα, θα ήταν άδικο. Οι δύο αυτές υποθέσεις είναι η προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών και η πρόταση της εισαγγελέως για την απαλλαγή του Μίχου και για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων, όσον αφορά την εκμετάλλευση της 12χρονης στα Σεπόλια.
Θα ξεκινήσω από ένα άλλο πρόσωπο της βίας. Θα αφήσω τη σωματική βία, την οποία όλοι μας μπορούμε να αναγνωρίσουμε, και θα σταθώ σε κάποια παραδείγματα της οικονομικής βίας – ένα πρόσωπο που όλοι «βλέπουμε» καθημερινά γύρω μας, αλλά αδυνατούμε να το κατατάξουμε σε μία από τις μορφές της.
Η άσκηση της οικονομικής βίας γίνεται «από τον χρηματοδότη στο άτομο που παίρνει αυτό το χρηματικό ποσό. Από τράπεζες προς επιχειρήσεις ή σε απλούς πολίτες. Μεταξύ κρατών. Από τους δυνατούς και ισχυρούς στους μικρούς και αδύναμους».
Όσον αφορά κάποια παραδείγματα οικονομικής βίας: «Οι πιέσεις των δανειστών για αποπληρωμή των δανείων. Οι απολύσεις και οικονομικές μειώσεις μισθών σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων. Η απειλή καταστροφής του πολιτισμού ενός έθνους από τους δανειστές του. Οι κατασχέσεις περιουσιακών αντικειμένων από τις τράπεζες».
Πολλοί από μας έχουμε βιώσει αυτού του είδους τις πιέσεις και δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι όντως πρόκειται για άσκηση βίας. Όπως, με τον ίδιο τρόπο, προσπερνάμε τα Τέμπη και την υπόθεση της 12χρονης από τα Σεπόλια απλά ως θέματα της επικαιρότητας, τα οποία μας αφορούν τόσο όσο και η χρονική διάρκεια της είδησης. Κι όμως, είναι πρόσωπα της βίας και τα δύο.
Άτομα με δύναμη
Η υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών εμπίπτει στο γεγονός ότι άτομα με δύναμη -εν προκειμένω, η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Ν.Δ. στη Βουλή- προσπαθούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στον ελληνικό λαό. Η θέλησή τους είναι απλή: να αποδοθεί ο θάνατος 57 ανθρώπων, Ελλήνων πολιτών, σε ανθρώπινο λάθος και να απομακρυνθούν οι ευθύνες που υπάρχουν σε υπουργούς και στους βουλευτές, οι οποίοι ψήφισαν για να υπάρξει αποτέλεσμα συγκάλυψης.
Θα μείνω στον ορισμό, γιατί είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο εξαναγκασμός έγκειται στο ότι οι αποφάσεις της πλειοψηφίας βγήκαν παραβιάζοντας την ίδια τη λογική, ώστε να υπάρξει το αποτέλεσμα της συγκάλυψης. Οι μάρτυρες που εξετάστηκαν και ενοχοποίησαν την κυβέρνηση αγνοήθηκαν από την πλειοψηφία, σε αντίθεση με όσους έμειναν πιστοί στο αφήγημα του ανθρώπινου λάθους, ώστε να επέλθει ο βιασμός της λογικής.
Στο δεύτερο γεγονός που έχει από χθες εξοργίσει την ελληνική κοινωνία, η βία είναι εξόφθαλμη στις πράξεις του ενόχου, όπως φανερή είναι και η βία απέναντι στην ίδια την κοινωνία. Το συμπέρασμα της εισαγγελέως, η οποία ζήτησε την ενοχή του 55χρονου «για διακεκριμένη κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια, κατοχή πορνογραφικού υλικού με ανήλικο, αλλά χωρίς εξαναγκασμό και κερδοσκοπία, για διευκόλυνση της ανήλικης να εκδίδεται καθώς και για οπλοκατοχή», είναι μνημείο βίας. Είναι δυνατόν να θεωρεί οποιοσδήποτε ότι όλα αυτά που έπραξε η 12χρονη είχαν τη συναίνεσή της και να «καθαρίσει»;
Το άρθρο θα μπορούσε να συνεχιστεί με πάρα πολλά ακόμη πρόσωπα της βίας, τα οποία προσπερνάμε στην καθημερινότητά μας, αλλά αυτά τα δύο γεγονότα είναι αρκετά για να φωτίσουν το συμπέρασμα με το οποίο ξεκίνησα: ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλες οι μορφές βίας είναι σε πλήρη εξέλιξη και επηρεάζουν όλο τον ελληνικό λαό.