Τα όσα εξέφρασαν για την εξωτερική πολιτική της μεταπολίτευσης οι «τρείς» του πάνελ της «Καθημερινής» (Μπακογιάννη, Βενιζέλος, Κοτζιάς) αποτελούν αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής η οποία πρέπει να εξετασθεί. Η χώρα βρίσκεται σε υπαρξιακό αδιέξοδο.
Την μεταπολίτευση έφερε το πραξικόπημα και η ήττα στην Κύπρο. Μερική αντιστασιακή δράση υπήρξε κατά τη δικτατορία αλλά δεν μπορούσε να ανατρέψει το καθεστώς.
Κύπρος
Η χώρα εισήρχετο στην όποια δημοκρατία με το βαρύ πλήγμα της Κύπρου το οποίο ενεθάρρυναν και υποστήριξαν οι Αμερικανοί. Ο Κίσιγκερ είχε άμεση εμπλοκή στους σχεδιασμούς και η CIA στην παραπλάνηση των αφελών δικτατόρων. Το ερώτημα της επομένης ήταν τι θα έκανε, πλέον, η χώρα με μια δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, η οποία και βοήθησε στον εθνικό ακρωτηριασμό και προσφερόταν να μεσολαβήσει για να μην υποστεί η Ελλάδα τα χειρότερα.
Ανεξαρτήτως της επιλογής εξόδου από το ΝΑΤΟ, την οποία σήμερα όλοι κατακρίνουν, αλλά στο κλίμα εκείνων των ημερών την επικρότησαν, το ζήτημα της προσκόλλησης, μέχρι ταύτισης, στην Αμερική, κυριάρχησε στην μεταπολίτευση. Οι δύο γραμμές που διαμορφώθηκαν ήταν του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το “ανήκομεν εις την Δύσιν” – αυτή η παράταξη πάντα κάπου ανήκε, δεν μπορεί να σταθεί μόνη στα πόδια της και επειδή κυβέρνησε από το 1935 μέχρι το 1981, το έκανε δόγμα της εξωτερικής πολιτικής. Και σήμερα δηλώνει δεδομένη, είναι το νέο δόγμα.
Και η άλλη είναι του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία δεν αμφισβήτησε τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας αλλά διεκδικούσε βαθμούς αυτονομίας στην χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής. Το αν ήταν δυνατή ή όχι μια άλλη πολιτική είναι άλλη συζήτηση. Εναλλακτική πολιτική πρόταση αναζήτησης διεξόδου βαθμών αυτονομίας, όχι αλλαγής προσανατολισμού, στην διαμόρφωση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής δεν υπάρχει σήμερα. Και αυτό είναι μια επικίνδυνη εξέλιξη. Το “δεδομένοι” σήμερα τι εξασφαλίζει από τα εθνικά συμφέροντα; Κατά πόσο εγγυάται την ύπαρξη της Κύπρου; Λεκτικά, η Κύπρος βρίσκεται στο λεξιλόγιο της Αθήνας. Ουσιαστικά όχι. Και αυτή είναι η πρώτη αναθεώρηση της μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής.
Θαλάσσιες ζώνες
Η δικτατορία, επίσης, άφησε μια άλλη αρνητική παρακαταθήκη. Επί των ημερών της και με τον λάθος τρόπο διεκδίκησης ετέθη θέμα θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία. Στο θέμα αυτό οι πολιτικές Καραμανλή-Παπανδρέου συνέπιπταν και όπου χρειαζόταν ήταν συμπληρωματικές. Κατά απαράδεκτο τρόπο ο Καραμανλής επιχείρησε να αποδώσει λαϊκισμό και εξτρεμισμό στον Παπανδρέου όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έκανε τη δήλωση: “βυθίσατε το Χώρα” σε μια συνεννοημένη προσπάθεια λεκτικής κλιμάκωσης της ελληνικής αντίδρασης σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρούσε έρευνες σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Κοινή πρόταση των δύο κομμάτων ήταν η Χάγη.
Σήμερα το θέμα των μεν χωρικών υδάτων που προέκυψε στο μεταξύ μετά το 1982/1995 θεωρείται εκτός συζήτησης αυτήν την στιγμή, κατά την κ. Μπακογιάννη με την σιωπηρή αποδοχή της θέσης από τους άλλους δύο εκ των τριών, στο δε θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ συμφωνούν να παραπεμφθεί στη Χάγη. Η παραπομπή στη Χάγη είναι μια ελληνική θέση από εποχής μεταπολίτευσης. Αλλά, σήμερα, λέγεται ότι συζητείται μια ευελιξία των ελληνικών θέσεων σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο για να σταθεί δυνατή η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων.
Με δύο λόγια για οριοθέτηση ΑΟΖ απαιτείται διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση προϋποθέτει υποχωρήσεις οι οποίες αν δεν γίνουν δεν θα αξιοποιηθούν τα κοιτάσματα. Εδώ συγκλίνουν οι θέσεις. Και όπως επισημαίνει ο στρατηγικός αναλυτής Κ. Λαμπρόπουλος, από τη συζήτηση των τριών προέκυψε πως «αν υπάρξει ιστορική ευκαιρία συμφωνίας με τη Τουρκία χρειάζεται συναίνεση των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) ώστε να περάσει παρακάμπτοντας “ακραίες εθνικιστικές φωνές”.
Συμφωνία των τριών κομμάτων, δηλαδή, για να μη ληφθεί υπόψη η λαϊκή αντίδραση σε μια λύση που θα σημαίνει υποχωρήσεις. Διαφορετικά, γιατί χρειάζεται η συναίνεση των τριών κομμάτων; Και μια τέτοια συναίνεση με τη βοήθεια των ΜΜΕ θα επιβληθεί στην κοινή γνώμη. Ο κυνισμός της θέσης είναι απροκάλυπτος. Συναίνεση των κομμάτων, επιβολή της θέσης στην κοινή γνώμη από τα ΜΜΕ και όποιος διαφωνεί είναι ακραίος, εθνικιστής, και, ίσως, εκτός συνταγματικού τόξου. Ενός συντάγματος του οποίου την εφαρμογή επιτηρεί η Πρόεδρος της Δημοκρατίας η οποία συχνάζει σε wine bar με κομματικές παρέες.
Έχουμε δηλαδή και εδώ μία αναθεωρητική διολίσθηση από τις θέσεις της μεταπολίτευσης. Η εξωτερική πολιτική της μεταπολίτευσης προέκρινε το δόγμα της ασφάλειας και της κυριαρχίας της χώρας. Η μετατόπιση, σήμερα, εστιάζει στην οικονομική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, έστω και αν υπάρξει υποχώρηση από δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην Ελλάδα. Για να γίνει κατανοητότερο η επαφή των ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου δίνει γεωπολιτικό εκτόπισμα σε Αθήνα και Λευκωσία.
Η εγκατάλειψη της θέσης αυτής αφαιρεί γεωπολιτική βαρύτητα και προσθέτει ευρώ στα ταμεία. Η μεταπολίτευση προέκρινε την προβολή της κρατικής υπόληψης. Η σημερινή πολιτική δεν δίνει βαρύτητα σε παρωχημένες, όπως τις θεωρεί, έννοιες. Σε αντίθεση με την Τουρκία η οποία βασίζει την περιφερειακή της υπόσταση στην προβολή ισχύος. Θα σταματήσει η προβολή αυτή στην οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με την Ελλάδα; Αποκλείεται.
Και στο σημείο αυτό να προστεθεί και η δήλωση Κοτζιά ότι συντελείται αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Θα δήλωνε κάτι τέτοιο ο πρώην ΥΠΕΞ σε έναν φόρουμ αν δεν είχε σχετικές πληροφορίες; Το ερώτημα που απασχολούσε την μεταπολίτευση δεν ήταν, μόνο, αν η αποστρατωτικοποίηση υπονομεύει την άμυνα των νησιών. Που το κάνει. Το ερώτημα είναι γιατί επιμένει, τόσο, η Τουρκία. Η γειτονική χώρα δεν ανησυχεί ότι η Ελλάδα θα της επιτεθεί απο τα νησιά. Στην προσπάθειά της να καταστεί δύναμη στην περιοχή επιδιώκει να αυξήσει την στρατιωτική, βεβαίως και την οικονομική, παρά τις δυσκολίες που διέρχεται, αλλά και την γεωπολιτική της βαρύτητα.
Ελληνικά στρατεύματα στα νησιά σημαίνει ότι η Ελλάδα αποκτά γεωπολιτική σημασία στον κάθετο διάδρομο απο την Αλεξανδρούπολη ως τα Δωδεκάνησα. Θα την αποκτούσε αν επέμενε στην επαφή των ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου μέχρι το Σουέζ αλλά τέτοια πολιτική δεν έχει το αθηναϊκό κατεστημένο. Η Τουρκία επιδιώκει να περάσει σε αυτήν ο έλεγχος του κάθετου διαδρόμου που προαναφέρθηκε. Στρατιωτική απουσία της Ελλάδας από τα νησιά σημαίνει απώλεια του ελέγχου του κάθετου διαδρόμου- άρα και απομείωση της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας. Υπέρ της Τουρκίας. Εδώ εδράζεται και η επιμονή ελέγχου του Αιγαίου ανατολικά του 25ου μεσημβρινού.
Μακεδονικό
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα που απασχόλησε την μεταπολίτευση ήταν το “Μακεδονικό” κυρίως μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το πάνελ των τριών και τα τρία μεγάλα κόμματα στη Βουλή σήμερα έχουν την σιωπηρή θέση πως η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια επιτυχία. Ο Κοτζιάς είναι φυσικό να το υποστηρίζει. Ο Βενιζέλος δήλωσε πως ταυτίζεται μαζί του σε όλα. Η Μπακογιάννη συμφώνησε ως προς την επιτυχία στο όνομα αλλά είπε πως διαφωνούσε στην ονομασία της γλώσσας και της ταυτότητας (Μακεδονική).
Ουσιαστικά, το πάνελ των τριών νομιμοποίησε πολιτικά την Συμφωνία σε αντίθεση με την διάθεση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών.Απο που τεκμαίρεται ότι η αποδεκτή θέση πρέπει να είναι των κομμάτων και όποιος διαφωνεί είναι ακραίος εθνικιστής, όταν η διαφωνία της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης είναι εμφανής. Και αν αμφισβητείται η πλεοψηφία, θα μπορούσε να καταγραφεί με ένα δημοψήφισμα. Είναι ο ίδιος πληθυσμός που εξέλεξε τα κόμματα στη βουλή. Αν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα επελέγησαν με ψήφους ακραίων εθνικιστών με τους οποίους διαφωνούν μήπως υπάρχει πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησής τους;
Αλλά οι τρείς βρίσκονται σε αντίθεση και με τις θέσεις των κομμάτων της μεταπολίτευσης. Στο μακεδονικό τα κόμματα της μεταπολίτευσης συνέκλιναν σε μια σύνθετη ονομασία, την οποία αναζητούσαν αλλά δεν συζητούσαν καν ότι ο λαός της γειτονικής χώρας θα ονομάζονταν μακεδονικός ως προς την ταυτότητα και την εθνικότητά του. Αν αποδέχονταν το “μακεδονικός” το πρόβλημα θα είχε επιλυθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Και αυτή είναι μια ακόμη αναθεώρηση της πολιτικής της μεταπολίτευσης.
Που οδηγούν αυτές οι αναθεωρήσεις; Στην διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής της χώρας, η οποία δεν έχει έρμα και προσαρμόζεται αναλόγως των περιστάσεων και των πιέσεων (μιας χώρας, δηλαδή η οποία δεν μπορεί να υποστηρίξει την ακεραιότητά της), μιας χώρας δεδομένης που περιμένει να προσαρμοσθεί στις θέσεις του διεθνούς παράγοντα όχι, μόνο, στα διεθνή δρώμενα αλλά και σε ζητήματα που την αφορούν άμεσα.
Το κατεστημένο της χώρας δεν έχει πρόβλημα υποχωρήσεων. Το πρόβλημά του είναι πως θα περάσει τις υποχωρήσεις στην κοινή γνώμη (και εδώ ο ρόλος των ΜΜΕ είναι καταλυτικός), πως θα αποφύγει ενδεχόμενες δικαστικές διώξεις (και εδώ βοηθά το νομικό σύστημα και η εξάρτηση της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία) και πως δεν θα έχει ενοχλήσεις από την Προεδρία (και εδώ οι επιλογές τύπου σημερινής προέδρου είναι οι επιδιωκόμενες). Το αποτέλεσμα δεν είναι, μόνο, ότι η χώρα αυτήν την στιγμή έχει μια παρωδία δημοκρατίας, αυτό δεν νομίζω πως απασχολεί κανέναν. Το αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύει η ύπαρξή της. Υπάρχει υπαρξιακό πρόβλημα για την χώρα.
Τέλος, φορέας της αξιέπαινης οργάνωσης του φόρουμ ήταν η εφημερίδα “Καθημερινή”. Θεωρείται εφημερίδα έκφρασης της αστικής τάξης της χώρας. Αλλά τέτοια τάξη δεν διαμορφώθηκε στην Ελλάδα. Η ιθύνουσα τάξη της, όπως την χαρακτήρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, είναι κομπραδόρικη με ιδεολογία μικροελλαδικού κοτζαμπασισμού. Για όσους έχουν λησμονήσει την ιστορία, αστική τάξη στη χώρα επιχείρησε να διαμορφώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την “Καθημερινή” να τον αντιμάχεται και να τον πολεμά σθεναρά.
Η “Καθημερινή”, λοιπόν, δεν εκφράζει την αστική τάξη της χώρας διότι τέτοια τάξη δεν υπάρχει. Εκφράζει, όπως και τα άλλα ανάλογα ΜΜΕ, μια τάξη εκατομμυριούχων ή δισεκατομμυριούχων, χαρακτηριστικής υποκουλτούρας, που κινείται μεταξύ γηπέδου και μπουζουκιών με περιορισμένη αντίληψη του γεωγραφικού χώρου της επικράτειας σε αγαστή συνεργασία με το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος που αυτές τις ημέρες αναδιαμορφώνεται, ώστε να εκφράζει τις ίδιες θέσεις με διαφορετικά πρόσωπα. Αυτό το μείγμα δεν αποτελεί αστικό σύστημα, ούτε αστική τάξη. Λυμαίνεται τις σάρκες του έθνους και του κράτους και τις διαμοιράζει μεταξύ 4-5 οικονομικών και πολιτικών οικογενειών.