Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Στην επικοινωνιακή πολιτική, που δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό έχει εκτοπίσει την πραγματική πολιτική, θεωρείται πολύ σημαντικό να «ορίζεις την ατζέντα» και να «ελέγχεις το αφήγημα». Βασικές αρχές του μάρκετινγκ, που έχει ενστερνιστεί η σημερινή κυβέρνηση και ακολουθεί κατά γράμμα και η συνταγή -μέχρι πρότινος τουλάχιστον – πετύχαινε, βοηθούσης βεβαίως της απουσίας δυναμικής αντιπολίτευσης και της έλλειψης αντικειμενικής, κανονικής –όπως έχω επισημάνει- ενημέρωσης.
Δηλαδή, είναι εξαιρετικά βολικό και με μεγάλο πολιτικό όφελος, ένας πολιτικός, ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση να μπορούν να επιβάλουν στο δημόσιο διάλογο τη δική τους ιεράρχηση θεμάτων και αιχμών και – το κυριότερο… – να εξασφαλίζουν ότι το «αφήγημα» γύρω από αυτά, ταιριάζει με τις δικές τους προτεραιότητες. Γιατί ο τρόπος και το περιεχόμενο της αφήγησης επηρεάζει τελικά την κατανόηση της πραγματικότητας.
Αυτό είναι πάρα πολύ εμφανές σε διάφορες πλευρές τις τελευταίες εβδομάδες.
Είναι εξόφθαλμη η προσπάθεια «ελέγχου του αφηγήματος» από την κυβερνητική πλευρά σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων που απασχολούν την κοινωνία.
Για παράδειγμα: συζητιέται η μεγαλύτερη θεσμική αλλαγή στην ανώτατη εκπαίδευση των τελευταίων δεκαετιών και μάλιστα όχι με όρους συνταγματικής αναθεώρησης αλλά απλής νομοθέτησης και τι ακούμε; «Αυτονόητη», «ιστορική», «εξαίρεση η Ελλάδα», «ακόμη και στη Βόρεια Κορέα έχουν», «θα έρθει το Χάρβαρντ», «διασφαλίζεται το κύρος», «με πανελλαδικές στα μη κρατικά». Και αναλόγως με τα κέφια του κάθε αρθρογράφου μπορείς να δεις κάθε λογής κραυγές για τον «κρατισμό», την «καθυστέρηση», την «οπισθοδρόμηση» της χώρας μας.
Τι αποσιωπάται; Η πραγματικότητα. Ότι το μοντέλο που προωθείται δεν είναι αυτό των χωρών που έχουν μακρά παράδοση και ιδιωτικών (αλλά και δημόσιων) πανεπιστημίων, αλλά το μοντέλο των ελάχιστων χωρών, που στην ουσία αποφάσισαν να φτιάξουν σουπερμάρκετ πτυχίων. Ότι δεν θα είναι «παραρτήματα» ιστορικών πανεπιστημίων, αλλά franchise σαν και αυτά που κάνουν οι… αλυσίδες ταχυφαγείων. Ότι το πρώτο ίδρυμα που ενδιαφέρεται δεν είναι το Χάρβαρντ, αλλά ένας ιδιωτικός όμιλος που αποκαλύφθηκε ότι μία μονάδα του είναι πιθανώς χωροθετημένη κατά παρέκκλιση των πολεοδομικών διατάξεων. Ότι για να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το Σύνταγμα είναι μάλλον ένα κουρελόχαρτο και να προσπεράσουμε τις φωνές συνταγματολόγων και κορυφαίων δικαστικών που υποστηρίζουν ότι χωρίς συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να δημιουργηθούν μη κρατικά πανεπιστήμια.
Η ίδια στρατηγική ακολουθείται και στο ζήτημα των αγροτών. Μεθοδευμένα αποσιωπούνται καθοριστικές παράμετροι που συνέβαλαν στην πρόκληση προβλημάτων για την αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή και στη διόγκωση υπαρκτών στρεβλώσεων. Πολύ απλά η κυβέρνηση, ενώ είχε πολύ χρόνο, δεν φρόντισε εγκαίρως να μελετήσει και να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις σε ό,τι αφορά την αλλαγή της ΚΑΠ και την «Πράσινη Μετάβαση», ούτε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και των ολοένα και περισσότερων φυσικών καταστροφών, άρα και αποζημιώσεων.
Αντιθέτως, αυτό που ακούμε είναι μια γενικόλογη ρητορική περί «κατανόησης» των προβλημάτων και αναγνώρισης του δίκιου των αγροτών, στους οποίους δεν παραλείπουν να υπενθυμίσουν και τα «ευνοϊκά μέτρα» που έχουν ληφθεί κατά καιρούς, υπερτονίζοντας -όχι τυχαία- ότι άλλες κοινωνικές ομάδες σε δύσκολη κατάσταση δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης. Το αφήγημα συμπληρώνει η προσπάθεια να παρουσιαστούν μέτρα, που είχαν ήδη εξαγγελθεί, ως «σημαντικές παροχές», την ώρα που δεν απαντούν στον πυρήνα των προβλημάτων.
Και βέβαια πολύ χαρακτηριστικός και ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων με το κράτος δικαίου. Αντί να υπάρξει μια απάντηση σημείο προς σημείο σε όσα μας καταλογίζουν και για τις υποκλοπές και για την ελευθερία του Τύπου, αυτό που προβλήθηκε – ενίοτε και από τα πιο υπεύθυνα χείλη – ήταν το «είναι ανθέλληνες» σε συνδυασμό με το «όλα στην Ελλάδα λειτουργούν σωστά». Και όταν αισθάνθηκαν ότι αυτό το αφήγημα «δεν περπατάει», κατέφυγαν στη λύση της σιωπής.
Σε αυτά προστίθενται και άλλες δοκιμασμένες τεχνικές, όπως του αποπροσανατολισμού και της υπόγειας προσπάθειας ανίερων συμψηφισμών. Για παράδειγμα πλησιάζουμε στην επέτειο της τραγωδίας των Τεμπών και θα ακούσουμε για άλλη μια φορά την προκλητική άρνηση του αρμόδιου τότε υπουργού να αναλάβει ευθύνη και την επιμονή του να μιλάει για «ανθρώπινο λάθος»; Βλέπουμε ξαφνικά -και προφανώς εντελώς συμπτωματικά για τους μη κακεντρεχείς;- ένα μπαράζ υπενθυμίσεων για την τραγωδία στο Μάτι.
Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό πατάνε πάνω σε μια αντίληψη ότι αφού δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική αντιπολίτευση, τότε ο έλεγχος της δημοσιότητας είναι πιο εύκολος, άρα και ο «έλεγχος του αφηγήματος». Μόνο που όταν αυξάνεται συνεχώς η απόσταση μεταξύ κατασκευασμένου αφηγήματος και πραγματικότητας, παύει να είναι δεδομένη η κοινωνική αποδοχή.
Γιατί όλα αυτά στηρίζονται και σε μια αντίληψη ότι οι άνθρωποι γενικά είναι εύκολο να χειραγωγηθούν. Αυτό είναι μεγάλο λάθος και πολλοί έχουν πέσει στην παγίδα. Χειραγώγηση της δημοσιότητας και χειραγώγηση των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ότι οι άνθρωποι ακούν κάτι, δεν σημαίνει ότι το «χάφτουν» κιόλας.
Αντιθέτως, κατανοούν πολύ περισσότερα από όσα πιστεύουν οι πολιτικοί. Τα ακούν, τα μαζεύουν, τα σταθμίζουν, τα αναλύουν και όταν έρθει η ώρα μιλάνε. Και τότε οι κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι η πιο οδυνηρή αντιπολίτευση δεν είναι ποτέ η πολιτική. Είναι η κοινωνική αντιπολίτευση. Αυτή που δεν ζητάει «αφηγήματα», αλλά απαντήσεις σε κρίσιμα και επείγοντα ερωτήματα. Και όσο δεν τα παίρνει, τόσο πιο πολύ θυμώνει…