Η κλεψύδρα έχει γυρίσει ανάποδα για την ολοκλήρωση των έργων που θα φέρουν το τρένο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη σε 3 ώρες και 30 λεπτά. Οι δύο μεγάλες εκκρεμότητες για να «τρέξει» γρηγορότερα ο σιδηρόδρομος στον βασικό άξονα της χώρας έχουν ορίζοντα ολοκλήρωσης ως το τέλος του 2023. Στοιχειωμένες εδώ και χρόνια συμβάσεις του ελληνικού σιδηροδρόμου, που ενεργοποιήθηκαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια, βαίνουν πια προς ολοκλήρωση.
Κοινή συνισταμένη των «ανοιχτών» εργολαβιών στον άξονα Αθήνας – Θεσσαλονίκης αποτελούν τα συστήματα ασφαλείας, από τα οποία εξάλλου εξαρτάται η ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν τα τρένα στις ράγες.
Η μεγαλύτερη ίσως εκκρεμότητα δεν είναι άλλη από τη σύμβαση – μύθο, όπως εξελίχθηκε, του ελληνικού σιδηροδρόμου, τη γνωστή 717, που μετρά κοντά 10 χρόνια. Η σύμβαση έμεινε παγωμένη τουλάχιστον τα τρία έτη σκοντάφτοντας σε ποικίλα εμπόδια, από τον κακό σχεδιασμό και τις ενστάσεις της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου για τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ως και επιχειρηματικές συγκρούσεις.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο εμπόδιο που κλήθηκε να ξεπεράσει η διοίκηση της ΕΡΓΟΣΕ, λύνοντας ένα κουβάρι προβλημάτων, αιτημάτων αποζημιώσεων, χρηματοδοτικών εμποδίων. Η σύμβαση, που αφορά σηματοδότηση και τηλεδιοίκηση σε τμήματα του βασικού άξονα, επανενεργοποιήθηκε την άνοιξη του 2021. Έχει ήδη παραδοθεί στον ΟΣΕ προς χρήση το τμήμα Πλατύ – Προμαχώνας, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, προς παράδοση είναι το τμήμα από Πλατύ μέχρι Δομοκό με ορίζοντα τον ερχόμενο Αύγουστο. Το αρχικό συμβατικό τίμημα ήταν 41,3 εκατ. ευρώ, ενώ η συμπληρωματική σύμβαση ανήλθε σε 13,3 εκατ. ευρώ.
Δεδομένου ότι η εργολαβία 717 έχει άμεση διεπαφή με τη σύμβαση προμήθειας (10005) που αφορά στην εγκατάσταση του ETCS (European Control Train System), η ολοκλήρωσή της θα ενισχύσει σημαντικά την ασφάλεια σε εμπορικά και επιβατικά δρομολόγια. Έτσι, ο χρόνος της διαδρομής στον άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη θα πέσει κάτω από 3 ώρες και 30 λεπτά αντί των 4 ωρών που είναι σήμερα.
Τα «υπόλοιπα» της σύμβασης 635
Παράλληλα, η ΕΡΓΟΣΕ προχωράει μια ακόμα «αιώνια» σύμβαση, καθώς οι διαφωνίες μεταξύ αναδόχων και οι διοικητικές αρρυθμίες, την κράτησαν βαλτωμένη περίπου δυόμιση χρόνια. Ως αποτέλεσμα μάλιστα της μεγάλης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της σύμβασης 635, η κακοκαιρία Ιανός είχε προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στη σιδηροδρομική υποδομή.
Σήμερα, η προθεσμία ολοκλήρωσης του έργου που αφορά στην εγκατάσταση του ETCS είναι, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το τέλος του 2023. Σημειώνεται ότι το πλήρως ηλεκτροκινούμενο τμήμα Τιθορέα – Δομοκός, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης, παραδόθηκα στον ΟΣΕ προς χρήση στις αρχές του περασμένου Μαΐου.
Οι δύο αυτές ξεχασμένες εργολαβίες έρχονται ουσιαστικά να καλύψουν τα κενά ασφαλείας στη νέα διπλή ηλεκτροκινούμενη γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης, ώστε να δοθεί στα τρένα το «ΟΚ» για υψηλότερες ταχύτητες. Δυνατότητα που θα φέρει την πολυπόθητη αύξηση της χωρητικότητας του δικτύου, που αποτελεί το «κλειδί» για την κυκλοφορία περισσότερων εμπορευματικών τρένων στις ελληνικές ράγες.
Με μια ακόμη εργολαβία σηματοδότησης που ξεκίνησε η ΕΡΓΟΣΕ πέρυσι το Πάσχα, οι συρμοί θα φτάνουν πατάνε επιτέλους γκάζι και μετά τη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα οι συνθήκες του ταξιδιού είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Πρόκειται για το τμήμα Θεσσαλονίκη-Ειδομένη, όπου, βάσει προγραμματισμού, ο ορίζοντας ολοκλήρωσης του έργου, που έχει αναλάβει το σχήμα ΑΒΑΞ-ALSTOM, είναι το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Ουσιαστικά, το σύστημα ETCS είναι η βασικότερη προϋπόθεση για να «τρέξουν» πιο γρήγορα τα τρένα. Με λίγα λόγια, επιτρέπει τη συνεχή επιτήρηση της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας των συρμών, την αυτόματη προστασία έναντι παραβιάσεων ταχύτητας, καθώς και την αυτόματη ακινητοποίηση του συρμού σε περίπτωση παραβίασης ερυθρού φωτοσήματος. Περιλαμβάνει, ακόμη, την απεικόνιση των ενδείξεων των φωτοσημάτων, που μπορούμε να τα φανταστούμε σαν τα φανάρια στους δρόμους, στον θάλαμο μηχανοδήγησης με ηλεκτρονικά μέσα.
Χάρη στα παραπάνω χαρακτηριστικά το ETCS ως συνιστώσα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS), εξασφαλίζει διαλειτουργικότητα και διασυνοριακές λειτουργίες, αυξημένη χωρητικότητα, καθώς και μεγαλύτερη ασφάλεια και απόδοση για τους επιβάτες.