Δεν έχει υπάρξει πρωθυπουργός που να έχει, με τέτοια περιφρόνηση, προσπαθήσει να διχάσει τον κόσμο, φτύνοντας κυριολεκτικά εκφράσεις όπως ψεκασμένοι και ανεύθυνοι, κουνώντας του το δάχτυλο, απαξιώνοντας κάθε αντίρρηση και διαφωνία, απορία έστω, για τους χειρισμούς της κυβέρνησής του.
Στο ίδιο κλίμα, με το ίδιο ύφος, την ίδια ένταση και πάντα το ίδιο θράσος και απαξίωση, κορυφαίοι υπουργοί, εκλεγμένοι ή Θεόσταλτοι και φυτευτοί ως άριστοι, κάνουν το άσπρο μαύρο, προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας με εξοργιστικά, σοφιστικά επιχειρήματα, συνεπικουρούμενοι από έναν στρατό άμεσα ελεγχόμενων μέσων μαζικής ενημέρωσης της μίας άποψης, που πλέον ούτε καν προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα αντικειμενικής ενημέρωσης.
Έτσι, όποιος δεν θαυμάζει και δεν χειροκροτεί τις αξιοθαύμαστες, τιτάνιες προσπάθειες της άριστης κυβέρνησης, του ακατάβλητου πρωθυπουργού – τελευταίας ελπίδας αυτού του τόπου, είναι ψεκασμένος, αριστερός, ή ακόμα χειρότερα συριζαίος, αντιεμβολιαστής, μακονομάχος, αχάριστος, μίζερος.
Αυτή η τακτική είχε φτάσει στα όριά της. Ήδη οι φωνές που λένε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, έγιναν πολλές. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός παρ´ όλες τις προσπάθειες να προστατευθεί, έγιναν ανέκδοτο και υβριστικά στιχάκια. Οι χειρισμοί της πανδημίας απέτυχαν. Έδειξαν ανικανότητα, ανοργανωσιά, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης. Πέθανε και πεθαίνει κόσμος, είτε λόγω της εγκληματικής ανικανότητάς τους, είτε λόγω της ψευδοιδεολογικής τους εμμονής να μην ενισχύσουν το δημόσιο σύστημα υγείας (το να το άφησαν επίτηδες να καταρρεύσει ώστε να υποστηρίξουν ότι αποδείχτηκε ανεπαρκές και να προχωρήσουν αργότερα σε μια πλήρη ιδιωτικοποίηση της υγείας, ελέγχεται ως θεωρία συνωμοσίας).
Οι φυσικές καταστροφές, πρώτα οι πυρκαγιές και στη συνέχεια τα χιόνια, ήρθαν απλώς να επιβεβαιώσουν το αστείο του περίφημου επιτελικού κράτους. Ήταν λοιπόν δεδομένο ότι παρά την έλλειψη αντιπολίτευσης, παρά την αγωνιώδη προσπάθεια παραποίησης ή αποσιώπησης της πραγματικότητας, η κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές κινδυνεύει να χάσει από τον… κανένα.
Μέχρι που εμφανίστηκε ο από μηχανής… Πούτιν και ο διαχωρισμός γίνεται τώρα ανάμεσα σε πουτινικούς ρωσόφιλους και φιλελεύθερους φιλοδυτικούς. Κανείς δεν ασχολείται πια με την πανδημία, κανείς δεν αναζητά ευθύνες για τους νεκρούς. Η ακρίβεια που εμφανίστηκε μήνες πριν τον πόλεμο και για την οποία μέχρι πρότινος κατά τον υπουργό Ανάπτυξης έφταιγε η αριστερά, αποδίδεται στον Πούτιν. Και παρά τα υποκριτικά δάκρυα και τον πόνο για τον δοκιμαζόμενο λαό της Ουκρανίας, τους λευκούς ξανθούς – χριστιανούς πρόσφυγες, είναι σίγουρο ότι κάποιοι μέσα τους φωνάζουν… βάστα Πούτιν.
Το να περιορίζονταν στην εκμετάλλευση της διεθνούς συγκυρίας για να καλύψουν τα ως τώρα λάθη τους και να επιχειρήσουν μία επανεκκίνηση που θα τους χάριζε πολιτικό χρόνο, θα ήταν ίσως θεμιτό και σίγουρα κατανοητό.
Αλλά όχι. Ο Λουδοβίκος είναι εθνάρχης. Αυτός και μόνο αυτός, ξέρει ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας. Την επέλεξε χωρίς καμία διαβούλευση, μας την επέβαλε και διεκδικεί πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνές στερέωμα ανάμεσα στους ηγέτες του ελεύθερου κόσμου. Εμπλέκει συνειδητά τη χώρα σε έναν πόλεμο, χωρίς να χρειάζεται τη σύμφωνη ή έστω τη γνώμη του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, χωρίς να συμβουλευτεί δύο πρώην πρωθυπουργούς που βρίσκονται στο κόμμα του. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η απόφασή του για επιθετική στάση στο ζήτημα της Ουκρανίας, στηρίζεται απ´ όλους τους κήρυκες του κατευνασμού έναντι της Τουρκίας. Όλους αυτούς που μας έλεγαν/λένε να μην είμαστε μοναχοφάηδες, να προχωρήσουμε σε έναν «έντιμο συμβιβασμό», να παραχωρήσουμε με λίγα λόγια εθνική κυριαρχία για να αποφύγουμε έναν πόλεμο.
Ο νέος «εθνάρχης» λοιπόν, με την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί κράμα Βενιζέλου και Τσώρτσιλ, σύρεται (και δυστυχώς σύρει τη χώρα) σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Το πώς θα πάει αυτό, είναι σίγουρο. Όπως πήγαν κι όλα τ´ άλλα ζητήματα που χειρίστηκε.
Ανάμεσα στα αμέτρητα σχόλια που γράφτηκαν, λέχθηκαν και ακούστηκαν αυτό το τελευταίο διάστημα, το πιο εύστοχο, το πιο σωστό, το πιο βαθύ, είναι παράφραση ενός εθνάρχη: Ανήκομεν εις την θλίψην.
Δ.Κ.