γράφει ο Λουκάς Καβακόπουλος
Είδα με μεγάλο ενδιαφέρον το 1ο επεισόδιο της σειράς του Mega «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό» που προβάλλεται στο MEGA κάθε Πέμπτη στις 22.30, καθώς ο “Άγιος Παΐσιος” αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μορφή του θυμικού και του υποσυνείδητου της μοντέρνας Ελλάδας.
Πριν πάμε όμως στην κριτική, πρέπει να πούμε 2-3 πράγματα για τον μοντέρνο Άγιο της Εκκλησίας μας. Άσχετα με το τι πιστεύει ο καθένας μας και πώς ερμηνεύει παρόμοιες καταστάσεις, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο ιδιαίτερα γλυκόλογος, πανέξυπνος και υπερβατικός μοναχός που αγιοποιήθηκε πρόσφατα, έχει εμπνεύσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα και έδωσε ελπίδα και δύναμη σε πάρα πολλούς που πίστεψαν σ’ αυτόν.
Πολλοί τον κριτικάρουν επίσης ως συντηρητικό, εθνικιστή και άστοχο στις προβλέψεις και στις προφητείες του, καθώς είχε προφητεύει ότι αμέσως μετά το θάνατό του, το 1994, θα γινόταν πόλεμος με την Τουρκία, ότι η Κωνσταντινούπολη θα ενσωματωνόταν ξανά στην Ελλάδα, και άλλα που δεν επιβεβαιώθηκαν. Δεν θα βιαστώ βέβαια να τον κρίνω αρνητικά, γιατί στους ιδιαίτερους ανθρώπους και στα λαμπερά μυαλά αποδίδονται πάντοτε πολλά που δεν ευθύνονται οι ίδιοι, που δεν είπαν καθόλου ή που δεν τα εννοούσαν έτσι όπως τα κατάλαβαν αυτοί που τα μετέφεραν.
Θα μείνω στα βιβλία με τους λόγους του – εκείνα βέβαια που κυκλοφόρησαν με σοβαρή πρόθεση, γιατί κυκλοφόρησαν και πολλά άλλα, τόσο αναξιόπιστα που δεν αξίζουν ούτε το χαρτί στο οποίο τυπώθηκαν. Στα πρώτα, όπως στο περίφημο “Λόγοι Α’, Με Πόνο και Αγάπη για τον Σύγχρονο Άνθρωπο” (εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον ‘Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’), άσχετα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με όσα λέει, βλέπουμε έναν ιδιαίτερο και εξαιρετικά επιδέξιο νου, έναν εξαιρετικό συνομιλητή που κατάφερνε να θυμίζει κάθε φορά στον απέναντί του την χριστιανική και πνευματική πλευρά των πραγμάτων. Και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτός ο χώρος αποτελεί πάντα πεδίο μεγάλων παρερμηνειών…
Το θέμα αυτού του άρθρου δεν είναι όμως η πραγματικότητα για τον Άγιο, αλλά μια κριτική για τη σειρά. Μιας και τοποθετηθήκαμε ως προς τον Άγιο, ας προχωρήσουμε σ’ αυτήν:
Το 1ο επεισόδιο λοιπόν που είδαμε χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο 1ο μέρος προσπαθεί να μας βάλει στη γενική “ατμόσφαιρα”, ακολουθεί το 2ο και κεντρικό μέρος που προσπαθεί να μας εξηγήσει το ιστορικό περιβάλλον των ημερών της γέννησης του Παϊσιου, και στο τελικό μέρος μας δείχνει τον ξεριζωμό της οικογένειας και των συγχωριανών της από την Καππαδοκία.
Στην εισαγωγή, η μουσική και η ποιότητα της παραγωγής δεν έχει σχεδόν τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες του εξωτερικού.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις ερμηνείες, που είναι εξαιρετικά αμήχανες, εξαιτίας του κακού σεναρίου και των ακόμη χειρότερων διαλόγων, που φαίνεται να γράφτηκαν από ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με τη συγγραφική.
Οι διάλογοι σέρνονται, βάζοντας κάθε φορά έναν ηθοποιό να πει πάρα πολλά λόγια που δεν θα έλεγε ποτέ άνθρωπος που δεν βγάζει λόγο. Σχεδόν κάθε ηθοποιός αναγκάζεται να απαγγείλει κείμενα που δεν λένε κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και κρατάνε ατελείωτα, χωρίς καμία παύση από τους άλλους ηθοποιούς γύρω του.
Τους ηθοποιούς που “απαγγέλλουν” δεν τους βοηθά κανείς, οι απέναντί τους τους κοιτάζουν σαν κούκλες, ενώ αυτά που λένε είναι συνήθως άστοχα, προσπαθώντας να συγκινήσουν, χωρίς όμως να ξέρουν πώς να το πετύχουν. Οι ηθοποιοί, που προφανώς το αντιλαμβάνονται, καταλήγουν για να καλύψουν το πρόβλημα να απαγγείλουν τα λόγια με περιττό στόμφο. Αλλά η τεράστια αμηχανία τους δεν κρύβεται. Αν και το συνειδητοποιούν ολοφάνερα οι ίδιοι την ώρα που παίζουν, δεν το συνειδητοποιεί δυστυχώς ο σκηνοθέτης. Τους αφήνει να βασανίζονται – και αυτό το βασανιστήριο περνάει δυστυχώς υποσυνείδητα και στον θεατή, που αναγκάζεται να στρέψει το βλέμμα αλλού – ή να κοιτάξει το κινητό του μέχρι να τελειώσει ο κάθε μονόλογος.
Στην εισαγωγή, μιας και είπαμε ότι εκεί “φτιάχνεται η ατμόσφαιρα” θα έπρεπε να ολοκληρώνεται και η ιστορική τοποθέτηση, και κάπως η σειρά να αναφερόταν και στον Άγιο, με κάποιο τρόπο, με “flash forward” ή με κάποιο “in media res” από τη μελλοντική ζωή του Παϊσιου, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατή και να τιμήσει και τον τίτλο της σειράς, που λέγεται “Αγιος Παϊσιος” άρα μας επιτρέπει την απαίτηση να δούμε κάποια στιγμή και τον Άγιο!
Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει! Σε όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ο Άγιος παραμένει ένα ακίνητο μωρό στην κούνια του, και την παρουσία του καταλαμβάνει η “ιστορική τοποθέτηση” που προσπαθεί να γεμίσει το μεσαίο τμήμα. Αυτό όμως είναι το απόλυτα χειρότερο κομμάτι του επεισοδίου, που δεν καταφέρνει δυστυχώς να ξεφύγει από το επίπεδο, ως σενάριο και ως αποτέλεσμα, μιας σχολικής παράστασης.
Στο μεσαίο μέρος του επεισοδίου, το βασανιστήριο των ηθοποιών και των θεατών φτάνει στο αποκορύφωμα. Αναγκαζόμαστε να ακούσουμε μέχρι και κακογραμμένα παραμυθάκια με κορυδαλλούς, που υποτίθεται “μας βάζουν στην ψυχολογία των ηρώων” και επεξηγούν -άγνωστο πώς το σκέφτηκε ο σεναριογράφος- το ιστορικό πλαίσιο. Όμως αυτοί οι μονόλογοι φαίνονται να κρατάνε ατελείωτα (κρίνοντας και από τους συνθεατές μου, που έβλεπα ότι κοιτούσαν αμήχανα τα κινητά τους). Οι ηθοποιοί προσπαθούν να σώσουν την κατάσταση, αλλά μόνο ο Τσακίρογλου και ο Στάνκογλου, λόγω τεράστιας εμπειρίας προφανώς, καταφέρνουν να επιβιώσουν. Όλοι οι άλλοι παραμένουν ξύλινες κούκλες που έχουν τοποθετηθεί στο χώρο αλλά δεν αντιδρούν, ούτε φαίνονται να συμμετέχουν στα δρώμενα.
Η ηθοποιός που ερμηνεύει τη μητέρα του Παϊσιου, η Χριστίνα Παυλίδου, γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, προσπαθεί και αυτή να σώσει την κατάσταση, αλλά η ερμηνεία της μάλλον μοιάζει υπερβολική ανάμεσα σε όλο το στατικό περιβάλλον. Όπως είπαμε, δεν τη βοηθάνε καθόλου τα κείμενα και οι διάλογοι, οπότε η προσπάθειά της, αντί να βελτιώσει το αποτέλεσμα, μάλλον το κάνει χειρότερο, χωρίς φυσικά να φταίει καθόλου η ίδια!
Κάπου εκεί, με λύπη ο θεατής αρχίζει και σκέφτεται ότι μάλλον δύσκολα θα καταφέρει να παρακολουθήσει τα επόμενα επεισόδια, παρά την καλή του πρόθεση να τιμήσει τον Άγιο.
Ευτυχώς, όμως, κάποια στιγμή το ιδιαίτερα κακοφτιαγμένο μεσαίο μέρος τελειώνει. Φτάνουμε έτσι στο 3ο και τελευταίο μέρος του επεισοδίου. Εδώ η εξαιρετική φωτογραφία (τα συγχαρητήριά μου στον φωτογράφο) και η ολοφάνερα μεγαλύτερη ικανότητα του σκηνοθέτη να δείχνει εξωτερικούς χώρους από ότι “εσωτερικούς”, προκαλούν το ενδιαφέρον και καταφέρνουν να δημιουργήσουν λίγη συγκίνηση.
Κάπου εδώ σώζεται το επεισόδιο και ο θεατής σκέφτεται ότι θα μπορέσει μάλλον να παρακολουθήσει και το επόμενο – δεν γλιτώνει όμως από τη σκέψη, ότι ο Παϊσιος είναι ακόμη μωρό, και αν το πράγμα συνεχίσει έτσι, μέχρι να ενηλικιωθεί και να δούμε επιτέλους τον Άγιο, θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 3-4 επεισόδια, από το σύνολο των 9 επεισοδίων…
Κλείνοντας, δεν κατάφερα να αποφύγω τη σκέψη ότι λόγω θέματος είναι ολοφάνερο ότι τα χρήματα της παραγωγής έρευσαν άφθονα, δεν έγινε όμως η προσεκτική και αξιοκρατική επιλογή των σεναριογράφων και των παραγωγών, που θα έκανε το επεισόδιο αυτό πιο επαγγελματικό και πιο συναρπαστικό για το θεατή.
Υπόσχομαι ότι θα παρακολουθήσω το επόμενο επεισόδιο και θα γράψω μια ανάλυση και για εκείνο. Γιατί οφείλουμε να στηρίζουμε την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή, ειδικά αν προσπαθεί -ας μη κρυβόμαστε- να εκμεταλλευτεί το συναίσθημα των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων. Δεν υπάρχει κάτι αναγκαστικά κακό σ’ αυτό, αντίθετα αν το κάνει με ευθύνη και σεβασμό, μπορεί να πετύχει πολλά στην εξύψωση του νου και της ψυχής του κοινωνικού συνόλου…
Ραντεβού λοιπόν στο επόμενο επεισόδιο…