Του Οδυσσέα Αρβανίτη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή για τις αμυντικές δαπάνες -που θεωρεί προνομιακό πεδίο για να στριμώξει τον Αλέξη Τσίπρα-, για να κάνει μία fake επίδειξη εθνικοφροσύνης με στόχο το εσωκομματικό ακροατήριο της δεξιάς στο οποίο καταγράφει σημαντικές απώλειες. Απώλειες που κάνουν την αυτοδυναμία ακόμη και με το εκλογικό σύστημα που εκείνος ψήφισε στην αρχή της θητείας του όνειρο απατηλό. Μετά όμως τις απανωτές γκάφες και ήττες στο πεδίο της καθημερινής διαχείρισης θεώρησε ότι τα 7 δις για όπλα δίνουν μία ανάσα.
Φυσικά αξιοποίησε την τεράστια ανοησία που εκστόμισε ο Γιώργος Τσίπρας -ο εξάδελφος- ότι «η άμυνα δεν είναι αυτοσκοπός». Και όταν πήγε να το διορθώσει το έκανε χειρότερο.
Φυσικά η άμυνα για ένα κράτος είναι αυτοσκοπός. Προφανώς οι εξοπλισμοί και η αγορά οπλικών συστημάτων δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αυτό είναι διαφορετικό. Είναι δεδομένο ότι οι εξοπλισμοί θα πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής, σε συνάφεια με τις οικονομικές δυνατότητες, τις συμμαχίες αλλά κυρίως την ευρύτερη εξωτερική και στρατιωτική πολιτική της χώρας.
Το έθεσε με αυτό τον τρόπο ο κανονικός Τσίπρας όταν, απαντώντας στον πρωθυπουργό, είπε ότι «φυσικά και υπάρχει αρραγές μέτωπο και ομοψυχία των πολιτικών δυνάμεων, έναντι της απειλής της Τουρκίας, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει εθνική στρατηγική».
Για να το κάνουμε σαφές: στην ήττα του 1996 που χάσαμε τα Ίμια δε μας έλειπαν οι εξοπλισμοί. Αντίθετα, υπεροπλία είχαμε τη συγκεκριμένη στιγμή στο πεδίο (σύμφωνα με μία εξομολόγηση του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ ναυάρχου Λυμπέρη), στον υποφαινόμενο. Η εθνική στρατηγική και η αποφασιστικότητα να κάνουμε χρήση των εξοπλισμών έλειπαν από μια ευνουχισμένη πολιτική ηγεσία. Παρομοίως το 1974 στη μεγάλη εθνική ήττα της Κύπρου δεν είχαμε υστέρηση εξοπλισμών, έλλειμμα αποφασιστικότητας και τόλμης είχαμε. Και φυσικά δεν υπήρχε εσωτερικό εθνικό μέτωπο καθώς η Χούντα είχε υπό διωγμό τους μισούς Έλληνες.
Είναι γνωστό από παλιά ότι με τις λόγχες, ακόμη και καινούργιες, κοφτερές και γυαλιστερές, οι στρατιώτες μπορούν να κάνουν δυο πράγματα: ή να τις χρησιμοποιήσουν ή να κάτσουν επάνω τους. Στη σύγχρονη ελληνική δημοκρατία την απόφαση θα την πάρει η πολιτική ηγεσία. Δείγμα γραφής έδωσε η παρούσα κυβέρνηση όταν το Ουρούτς Ρέις έκανε βόλτες στην Κρήτη και η πολιτική ηγεσία (ο υπουργός Επικρατείας), δήλωνε ότι «η κόκκινη γραμμή είναι τα έξι μίλια».
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι χθες ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ, Μιχάλης Κατρίνης, ζήτησε από τον πρωθυπουργό δήλωση ότι παραμένουμε στο βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής όπως το καθόρισαν παρά τις μεγάλες διάφορες τους στα άλλα ζητήματα, οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου ότι μια διαφορά έχουμε με την Τουρκία την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αλλά δεν την πήρε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διακατέχεται από αποστροφή για την παραδοσιακή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προγραμματικές του δηλώσεις η αναφορά στα εξωτερικά θέματα ήταν όλη κι όλη μία παράγραφος, μερικές δεκάδες λέξεις. Στη συνέχεια έχει κάνει επίσημη δήλωση όπου μιλά για «διαφορές» και όχι «διαφορά» με την Τουρκία και για «οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών», έχοντας αναθεωρήσει το βασικό δόγμα. Ενδεχομένως στην Ελλάδα κάνουμε ότι δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά είναι βέβαιο ότι το έχουν καταγράψει στην απέναντι όχθη.
Συμπερασματικά χθες χάθηκε ακόμη μία ευκαιρία τα πολιτικά κόμματα να συζητήσουν σοβαρά για την εξωτερική πολιτική και την εθνική στρατηγική της χώρας. Είναι μία συζήτηση που κανείς δε θέλει. Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης πιέζεται από το εσωτερικό του κόμματός του, να φορέσει το εθνικό κοστούμι μέσα στο οποίο νιώθει άβολα. Η δική του άποψη για υποκατάσταση της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής ισχύος από την οικονομική διπλωματία στο πεδίο της αντιμετώπισης της Τουρκίας είναι εντελώς ανεδαφική. Για τον πολύ απλό λόγο ότι η Τουρκία είναι πολύ μεγαλύτερο οικονομικό μέγεθος και στο πεδίο αυτό παίζει πιο αποτελεσματικά. Ο δε Αλέξης Τσίπρας, που όπως αναφέρει ο ίδιος στις συζητήσεις του και διαβεβαιώνουν οι στενοί του συνεργάτες είναι κοντά στην άποψη του Ανδρέα Παπανδρέου για τα εθνικά θέματα, περιορίζεται από το εσωτερικό του κόμματός του που έχει μπερδέψει τον κομμουνιστικό διεθνισμό με τη νεοταξίτικη και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Κάπως έτσι η συζήτηση για την εθνική στρατηγική είναι μία συζήτηση που κανείς πραγματικά δε θέλει.