Μπορεί οι τηλεφωνικές απάτες για επένδυση μεγάλων χρηματικών ποσών να μην είναι καινούριο φαινόμενο, όμως την περίοδο της πανδημίας έχουν ενταθεί οι περιπτώσεις που ανυποψίαστοι πολίτες σπαταλούν τις οικονομίες τους για «μοναδικές επενδυτικές ευκαιρίες».
Οι δελεαστικές ευκαιρίες για επενδύσεις κάνουν τους ανυποψίαστους πολίτες να γίνονται μέρη μιας απάτης που καταφέρνει και πετυχαίνει τα τελευταία χρόνια ένα διεθνές δίκτυο εταιριών-κελυφών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, γνωστών και ως «τηλεφωνικές απάτες από το Λονδίνο».
Μιλώντας σε εφημερίδα, ο Μανώλης Σφακιανάκης, πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας εξηγεί ότι «η οικονομική ζημία που έχει υποστεί μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας από απάτες τύπου Forex ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια ευρώ.
Ο ανυποψίαστος μικροεπενδυτής τοποθετεί τα χρήματά του σε μια πλατφόρμα, η οποία παρουσιάζει κέρδη. Πρόκειται για αριθμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, που αυξομειώνεται βάσει της πίεσης που θέλουν οι επιτήδειοι να ασκήσουν στα θύματά τους. Έτσι, κάποιος π.χ. που κατέθεσε 90.000 ευρώ, βρίσκεται με κέρδη 300.000 ευρώ ή και περισσότερων.
Η ομηρία, όμως, ξεκινά όταν οι επενδυτές ζητήσουν να εισπράξουν τα χρήματά τους καθώς ενημερώνονται πως πρόκειται για ‘μαύρο χρήμα’ και θα πρέπει να πληρώσουν ένα υψηλότατο φόρο, ο οποίος θα αποδοθεί στο βρετανικό κράτος. Οι περισσότεροι δεν έχουν άλλα χρήματα και έτσι, αναγκάζονται να δανειστούν ή και να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία».
Πώς δρα το κύκλωμα με τις απάτες
Η δράση του κυκλώματος είναι η εξής. Γίνεται μια κλήση σε ανυποψίαστο πελάτη από τηλεφωνικό κέντρο παράνομης επενδυτικής εταιρείας, η οποία του προτείνει να επενδύσει χρήματα με υψηλές αποδόσεις μέσω εγγραφής σε μια – ψεύτικη – πλατφόρμα.
Ο πελάτης, αν δεν πεισθεί στην αρχή, τότε γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες μέσω του «επενδυτικού συμβούλου» ή και μέσω άλλων τεχνασμάτων.
Έτσι, το θύμα επενδύει ποσά, τα οποία είναι μικρά στην αρχή, γύρω στα 250 ευρώ, όμως αυξάνονται συνεχώς, μέχρι και 30.000 ευρώ, και λίγες ημέρες μετά τους εμφανίζονται πλασματικά υπερκέρδη που θέλουν να τα εισπράξουν.
Όμως τότε, η παράνομη εταιρεία τους απαντά πως θα πρέπει να πληρώσουν έναν υπέρογκο φόρο για να πάρουν τα κέρδη τους. Για αυτό τα θύματα δανείζονται για να μπορέσουν να πληρώσουν τον φόρο ενώ τελικά δεν εισπράττουν ποτέ τα «κέρδη» τους.
Πώς «ψαρεύουν» θύματα
Τα θύματα εντοπίζονται, συνήθως, μέσω τυχαίων τηλεφωνικών κλήσεων από υπαλλήλους των «boiler rooms» (λεβητοστάσια), δηλαδή των εταιρειών με βασική υποδομή ένα τηλεφωνικό κέντρο, του οποίου οι υπάλληλοι έχουν σκοπό να πείσουν τα θύματα να… αδράξουν αυτή τη «μοναδική» επενδυτική ευκαιρία.
Σύμφωνα με τον Μ. Σφακιανάκη, μπορεί να έχει προηγηθεί και μια διαφήμιση της Google σε ιστοσελίδες υψηλής αναγνωσιμότητας, η οποία προσαρμόζεται στα cookies του εκάστοτε χρήστη, δηλαδή βάσει του τι αναζητεί ο ανυποψίαστος πελάτης στο ίντερνετ.
Υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου οι πελάτες έχουν καταχωρίσει τα στοιχεία τους σε μια επενδυτική πλατφόρμα, η οποία ανήκει σε αδειοδοτημένη εταιρεία, όμως τα «ψαρεύουν» οι επιτήδειοι και τα χρησιμοποιούν.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας γυναίκας που αποτελεί ένα από τα θύματα των παράνομων εταιρειών. «Χρησιμοποιώντας την τακτική της δήθεν φορολόγησης των κερδών, ο σύμβουλος μου είπε ότι για να εισπράξω τα κέρδη μου έπρεπε να πληρώσω φόρο 38.000 ευρώ.
Έχοντας μια ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης με τον σύμβουλο, έπραξα όπως μου είπε αλλά δεν κατάφερα να δανειστώ περισσότερα από 15.000 ευρώ. Για να με βοηθήσει, δήθεν, να ανακτήσω τα κέρδη, μετέφερε στον λογαριασμό μου 19.000 ευρώ.
Όμως, επειδή απέκτησε πρόσβαση στον λογαριασμό μου μέσω λογισμικού απομακρυσμένης πρόσβασης, αφαίρεσε και τις 4.000 ευρώ που είχαν απομείνει. Τελικά, βρέθηκα να χρωστάω 19.000 ευρώ στον πραγματικό δικαιούχο των 19.000 ευρώ που είχαν αφαιρεθεί για να ‘βοηθήσουν’ δήθεν εμένα».
Ο εντοπισμός όσων βρίσκονται όντως πίσω από τις παράνομες εταιρείες επενδύσεων είναι, αν όχι αδύνατος, πάρα πολύ δύσκολος. Μέχρι σήμερα, έχουν συλληφθεί 18 άτομα τον Απρίλιο του 2021, από διάφορες χώρες, μετά τη συνεργασία γερμανικών, βουλγαρικών και κοσοβαρικών αρχών.
Οι συλληφθέντες αποτελούσαν, ως επί το πλείστον, υπαλλήλους και διοικητικό προσωπικό σε τηλεφωνικά κέντρα επενδυτικών εταιρειών που χρησιμοποιούσαν πλατφόρμες συναλλαγών ισραηλινής τεχνολογίας.