Το εκλογικό αποτέλεσμα στο ΚΙΝΑΛ έφερε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της αξιοπιστίας των δημοσκοπήσεων. Ας αρχίσουμε με τα γεγονότα:
Α) Η πλειονότητα των μετρήσεων δεν κατόρθωσε να προβλέψει τον νικητή του α’ γύρου παρά το γεγονός ότι εκείνος επικράτησε με 9 μονάδες διαφορά από τον δεύτερο.
Β) Το σύνολο σχεδόν των ερευνών παρουσίαζε ως προπορευόμενο έναν υποψήφιο, ο οποίος κατετάγη τρίτος με απόσταση 11 μονάδων από τον πρώτο.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται περί αποτυχίας. Αν κάποιος αρνείται να την αναγνωρίσει, ουσιαστικά υποτιμά την αξία ενός επιστημονικού εργαλείου που έχει τη δυνατότητα να καταγράφει με ακρίβεια τις στάσεις και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από τις διαπιστώσεις προκύπτουν όμως και ερωτήματα. Τι πήγε λάθος; Το πιο πιθανό σφάλμα σχετίζεται με την εγκυρότητα (validity) των ερευνών. Αυτό που υποτίθεται ότι μετρούσαν δεν ήταν το ίδιο με εκείνο που πραγματικά κατέγραψαν. Η αντικειμενική δυσκολία εντοπισμού -σε τυχαία δειγματοληψία- ικανού αριθμού ψηφοφόρων/φίλων του ΚΙΝΑΛ έκανε τις έρευνες να βασιστούν υπέρμετρα στον γενικό πληθυσμό. Έτσι υποτιμήθηκε η απήχηση του υποψήφιου ο οποίος ήταν πιθανώς λιγότερο αναγνωρίσιμος στους άλλους κομματικούς χώρους, αλλά αποδείχθηκε σαφώς πιο αρεστός στο πραγματικό εκλογικό σώμα της εσωκομματικής αναμέτρησης.
Εδώ προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα. Τα σφάλματα οφείλονται σε προβληματικό σχεδιασμό και έλλειψη πόρων ή υπήρξε απόπειρα να αποτυπωθούν με στρεβλό τρόπο οι συσχετισμοί με στόχο τον επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς; Την απάντηση καλείται να δώσει ο ίδιος ο κλάδος. Σε άλλες χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία) όταν διαπιστώνονται σημαντικές ερευνητικές αστοχίες ανοίγουν ζωηροί κύκλοι συζητήσεων, κυρίως από τις ίδιες τις εταιρείες, ώστε να εντοπισθούν τα λάθη, να βελτιωθούν οι τεχνικές και να προστατευθεί η αξιοπιστία του προϊόντος που είναι οι ίδιες οι μετρήσεις.
Μια τέτοια συζήτηση είναι απαραίτητο να ανοίξει σήμερα και στην Ελλάδα. Αν δεν γίνει θα ενισχύσει τη γενική εντύπωση ότι το «τελικό προϊόν» ορισμένων δεν είναι αυτές καθαυτές οι μετρήσεις.