Η Pfizer ανακοίνωσε ότι ανέπτυξε αντιικό χάπι της Covid-19 μειώνει τις νοσηλείες και τους θανάτους σε ασθενείς υψηλού κινδύνου κατά 89%. Πρόκειται για το δεύτερο χάπι κατά της ασθένειας, γεγονός που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για την πορεία της πανδημίας του κορονοϊού.
Το χάπι της Pfizer – PAXLOVID (PF-07321332) – είναι το δεύτερο αντι-ιικό χάπι που βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης μετά τη χθεσινή έγκριση από το αρμόδιο βρετανικό φορέα του χαπιού της επίσης αμερικανικής φαρμακευτικής εταιρείας Merck.
Το χάπι αναστέλλει τη δραστηριότητα του κύριου ενζύμου που χρειάζεται ο ιός για να πολλαπλασιαστεί.
Συγχορηγήθηκε στους ασθενείς με χαμηλή δόση ριτοναβίρης, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως σε συνδυαστικές θεραπείες για τη μόλυνση από τον HIV.
“Το χάπι PF-07321332 χορηγείται συνδυαστικά με φάρμακο για τον HIV διότι το δεύτερο σκεύασμα έχει την ιδιότητα να επιβραδύνει τον μεταβολισμό ή την διάσπαση του πρώτου, βοηθώντας έτσι το χάπι για την Covid-19 να μείνει ενεργό για περισσότερο διάστημα μέσα στον οργανισμό σε συνθήκες υψηλού ιικού φορτίου”, εξηγεί η αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία.
“Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το αντι-ιικό μας χάπι, αν εγκριθεί από τις ρυθμιστικές αρχές, έχει τη δυνατότητα να σώσει ζωές, καθώς μειώνει τη σοβαρότητα της λοίμωξης Covid-19 και περιορίζει τις 9 στις 10 νοσηλείες”, δήλωσε ο CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά σε σχετική ανακοίνωση.
Today is a proud day for @Pfizer. A day when the power of our science and our scientists’ ability to rapidly advance a homegrown asset for the benefit of humankind is on full display.
Here is a quick thread:
— Albert Bourla (@AlbertBourla) November 5, 2021
Ειδικοί υπογραμμίζουν ότι τα χάπια αυτά δεν αντικαθιστούν το εμβόλιο, που είναι μακράν ο ασφαλέστερος και αποτελεσματικότερος τρόπος μείωσης του κινδύνου εισαγωγής σε νοσοκομείο με Covid-19, αλλά μπορούν να κάνουν τη διαφορά αν χορηγηθούν έγκαιρα μετά τη μόλυνση από τον κορωνοϊό, ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα, ή σε περιοχές όπου δεν είναι διαθέσιμα τα εμβόλια.
Η Pfizer μετά τα αποτελέσματα της ενδιάμεσης μελέτης σκοπεύει να καταθέσει αίτημα αδειοδότησης του σκευάσματος στον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) “το ταχύτερο δυνατόν”, όπως ιδία αναφέρει.