«Νέα στοιχεία έρχονται από το Ισραήλ, όπου διαπιστώθηκε ότι όλα τα νεογέννητα είχαν ισχυρά ποσοστά αντισωμάτων κατά του κορονοϊού, όπως και οι μητέρες τους, οι οποίες είχαν λάβει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν», όπως αναφέρει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος.
Σε ανάρτησή του στο Facebook, o κ. Μόσιαλος επικαλείται στοιχεία από το Ιατρικό Κέντρο Hadassah στην Ιερουσαλήμ, όπου ανέλυσαν το αίμα από τον ομφάλιο λώρο -που είναι το ίδιο με το αίμα του μωρού- 40 νεογέννητων.
Το βασικό εύρημα της μελέτης -πως τα 40 βρέφη γεννήθηκαν με κάποια επίπεδα ανοσίας στον κορονοϊό- θα εξεταστεί περαιτέρω, δηλαδή θα παρακολουθήσουν για πόσο καιρό τα αντισώματα που προκαλούνται από τους εμβολιασμούς στη μητέρα, θα διαρκέσουν στα νεογέννητα. Για την ώρα, τονίζει ο κ.Μόσιαλος, «είναι η μεγαλύτερη μελέτη αυτού του είδους και υπογραμμίζει τη σημασία της ασφάλειας του εμβολιασμού των εγκύων γυναικών, αλλά και τα οφέλη από τον εμβολιασμό της μητέρας στο νεογέννητο».
Αναλυτικά η ανάρτηση Μόσιαλου:
«Στο Ιατρικό Κέντρο Hadassah στην Ιερουσαλήμ ανέλυσαν το αίμα από τον ομφάλιο λώρο -που είναι το ίδιο με το αίμα του μωρού- 40 νεογέννητων. Διαπίστωσαν πως όλα τα νεογέννητα είχαν ισχυρά ποσοστά αντισωμάτων όπως και οι μητέρες τους, που είχαν λάβει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν.
Το βασικό εύρημα της μελέτης -πως τα 40 βρέφη γεννήθηκαν με κάποια επίπεδα ανοσίας στον κορωνοϊό- θα εξεταστεί περαιτέρω. Δηλαδή θα παρακολουθήσουν για πόσο καιρό τα αντισώματα που προκαλούνται από τους εμβολιασμούς στη μητέρα, θα διαρκέσουν στα νεογέννητα. Για την ώρα είναι η μεγαλύτερη μελέτη αυτού του είδους και υπογραμμίζει τη σημασία της ασφάλειας του εμβολιασμού των εγκύων γυναικών, αλλά και τα οφέλη από τον εμβολιασμό της μητέρας στο νεογέννητο. Κάποια από τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ήδη διαθέσιμα στο medRxiv (www.medrxiv.org/content/10.1101/2021.03.11.21253352v1).
Η μελέτη διεξάγεται μεταξύ άλλων, από την ομάδα της καθηγήτριας Dana Wolf, επικεφαλής του τμήματος ιολογίας, σε συνεργασία με το τμήμα μαιευτικής και γυναικολογίας. Είχα αναφερθεί και παλιότερα στις βρετανικές οδηγίες για τον εμβολιασμό των εγκύων υγειονομικών, που εξηγούσαν δεν υπήρχαν αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές σε έγκυες, αλλά τα πιθανά οφέλη για τις έγκυες που εργάζονταν σε περιβάλλοντα υψηλής έκθεσης στον κορωνοϊό ήταν μεγαλύτερα από τον πιθανό κίνδυνο.
Η Wolf σε συνέντευξή της στους Times of Israel, ανέφερε πως αντίστοιχα στο Ισραήλ, αρχικά, οι ρυθμιστικές αρχές δεν πρότειναν τον εμβολιασμό σε έγκυες γυναίκες, καθότι οι κλινικές μελέτες δεν είχαν συμπεριλάβει έγκυες. Τα αποτελέσματα -θεωρούν οι ερευνητές – δικαιώνουν την οδηγία των αμερικανικών κέντρων ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων (CDC), του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, αλλά και των βρετανικών και ισραηλινών υπουργείων υγείας και άλλων, που υποστήριξαν τον εμβολιασμό για την ανοσοποίηση των εγκύων γυναικών.
Επιπλέον, έχουμε αποτελέσματα από μια άλλη μικρή μελέτη από το Νοσοκομείο Ichilov του Τελ Αβίβ, όπου συμμετείχαν 10 εμβολιασμένες θηλάζουσες μητέρες – μέλη του υγειονομικού προσωπικού του νοσοκομείου (πηγή: Times of Israel). Η ανάλυση έδειξε πως σε όλα τα δείγματα του μητρικού γάλακτος ανιχνεύτηκαν αντισώματα έναντι του κορωνοϊού μετά την 1η δόση του εμβολίου, με τα επίπεδα των αντισωμάτων να αυξάνονται μία εβδομάδα μετά τη 2η δόση. Δηλαδή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο σχηματισμός αντισωμάτων στο γάλα και το αίμα μετά τον εμβολιασμό είναι συγχρονισμένος.
Είναι σαφές πως πρόκειται για μια πρώτη μικρή μελέτη. Μας δείχνει όμως τη σημασία του εμβολιασμού των θηλαζουσών όχι μόνο για τη δική τους προστασία, αλλά για τα οφέλη της προστασίας από τον κορωνοϊό στα νεογέννητα. Για την ώρα έχουμε λίγες μελέτες οπού οι μητέρες είχαν εκτεθεί στον κορωνοϊό, που να δίνουν πληροφορίες σχετικά με το πόσο καιρό τα μωρά θα διατηρήσουν τα αντισώματά τους ή την προστασία που μπορούν να παρέχουν τα αντισώματα. Όμως ο προσδιορισμός των συσχετισμών της μητρικής και της νεογνικής ανοσίας είναι ένας τομέας υψηλής προτεραιότητας για τους ερευνητές και τα αυξανόμενα ευρήματά παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την μητρικής προέλευσης, πιθανώς προστατευτική νεογνική ανοσία».