Περίπου 150 μετασεισμοί, ποικίλης έντασης έχουν καταγραφεί στη Σάμο μετά τον κεντρικό σεισμό των 6,7 Ρίχτερ της Παρασκευής.
Κατά μέσον όρο, ανά 17 λεπτά γίνεται ένας μετασεισμός μεγέθους 3,4 Ρίχτερ, με τη μεγαλύτερη δόνηση να φτάνει τα 5 R. Αυτή είναι η εικόνα τρόμου και αγωνίας που ζουν οι κάτοικοι της Σάμου τα πρώτα τρία 24ωρα ύστερα από τον κύριο, καταστροφικό σεισμό της Παρασκευής. Οι σεισμολόγοι από την πρώτη στιγμή προειδοποίησαν για ισχυρούς μετασεισμούς, ακόμη και άνω των 6 Ρίχτερ.
Επί τόπου, στο Καρλόβασι της Σάμου και ενώ η γη εξακολουθεί να σείεται κάτω από τα πόδια τους, τα στελέχη του Εργαστηρίου Στατιστικής και Ανάλυσης Δεδομένων (LabSTADA) του Τμήματος Στατιστικής και Αναλογιστικών-Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, παρακολουθούν, καταγράφουν και αναλύουν τη μετασεισμική δραστηριότητα. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με ανακοίνωση του Εργαστηρίου, από 30/10/2020 και ώρα 14:04 μ.μ. όταν και εκδηλώθηκε ο πρώτος μετασεισμός, έως την 1/11/2020 στις 15:28 μ.μ. το πλήθος των μετασεισμικών δονήσεων ανέρχεται στις 147.
Η ελάχιστη τιμή του μεγέθους των δονήσεων είναι 2,4R, ενώ η μέγιστη 5R. Η μέση απόσταση ανάμεσα στους μετασεισμούς είναι 17 λεπτά, ενώ η διάμεση απόσταση είναι 12,5 λεπτά. Κατά μέσον όρο, κάθε μια μετασεισμική δόνηση φτάνει τα 3,4R. Το πρώτο 24ωρο, κατά μέσο όρο ανά 15.5 λεπτά γινόταν ένας μετασεισμός ύψους 3,5R. Το δεύτερο 24ωρο, κατά Μ.Ο. ανά 20 λεπτά γινόταν ένας μετασεισμός ύψους 3,2R.
Ο μεγάλος μετασεισμός, αυτόν που ανέμεναν οι ειδικοί, δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη, παρόλον ότι οι δονήσεις συνεχίζονται. Για παράδειγμα, στις 22:53 της Κυριακής 1 Νοεμβρίου σημειώθηκε σεισμός 3,3 Ρίχτερ, με επίκεντρο 32 χλμ βορειοανατολικά της Σάμου, δηλαδή πολύ κοντά στην μικρασιατική ακτή, αλλά σε εστιακό βάθος υπερδιπλάσιο της κύριας δόνησης, στα 25 χλμ.
Η κυρίως σεισμική δόνηση η οποία εκδηλώθηκε στις 11:51:24″ την Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, μετρήθηκε στα 6,7 Ρίχτερ. Το επίκεντρο, σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ήταν 11,8 χιλιόμετρα βορείως της Σάμου, στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο ελληνικό νησί και το ακρωτήριο της τουρκικής επαρχίας Σεφεριχισάρ. Εως πριν από λίγα χρόνια, τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά για την ενημέρωση του κοινού. Σήμερα όμως και με δεδομένο ότι η χώρα μας είναι η πιο σεισμογενής της Ευρώπης και η 6η παγκοσμίως, οι Έλληνες πολίτες έχουν εκπαιδευτεί στο να απαιτούν επιπλέον δεδομένα.
Ζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «ήταν αυτός ο κυρίως σεισμός ή αναμένεται ακόμη ισχυρότερος; Αν ήταν ο κύριος σεισμός, τι γίνεται με τους μετασεισμούς; Ενεργοποιούνται κι άλλα ρήγματα, εκτός αυτού που έδωσε τον σημερινό σεισμό; Αν ναι, τότε εισερχόμαστε σε μια περίοδο έντονης και συνεχούς σεισμικής δραστηριότητας; Ποιο ήταν το εστιακό βάθος και πώς αυτό επηρέασε το κύμα που έπνιξε το λιμάνι της Σάμου; Γιατί ξαφνικά μιλάμε για ‘τσουνάμι’ στην Ελλάδα;»
Τα ερωτήματα δεν είναι απλώς καίρια, αλλά και ζωτικής σημασίας: Ο σεισμός της Παρασκευής έγινε αισθητός σε ολόκληρη την Ελλάδα. Άρα αυτομάτως κάθε πολίτης της χώρας βιώνει σχεδόν την ίδια αγωνία με τους κατοίκους της Σάμου, εκεί όπου υπήρξε η μεγαλύτερη καταστροφή. Και, δυστυχώς, νεκροί και τραυματίες. Βεβαίως, η εικόνα είναι πολύ πιο τραγική στην απέναντι ακτή, στην Τουρκία. Η επιπολαιότητα των γειτόνων σε ό,τι αφορά στις προδιαγραφές αντισεισμικότητας των κτιρίων σε σύγκριση με ό,τι ισχύει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι ένας παράγοντας ο οποίος τονίζεται σε κάθε παρόμοιο περιστατικό. Όμως, το ότι ο ίδιος σεισμός έπληξε πολύ πιο βαριά την περιοχή της Σμύρνης παρά τη Σάμο, είναι ένα γεγονός που συσχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου γεωλογικού φαινομένου.
Διότι η μετατόπιση των κολοσσιαίων πέτρινων όγκων, οι συγκρούσεις και η αναδιάταξη του ρήγματος κάπου στο βάθος του φλοιού της Γης, κάτω από το βυθό του Αιγαίου, προκάλεσε την έκλυση σεισμικής ενέργειας. Η διεύθυνσή της ήταν προς τη μικρασιατική ακτή, την οποίαν και χτύπησε με τρομακτική σφοδρότητα -αυτή τη φορά. Χωρίς κανείς να είναι σε θέση να προβλέψει τι θα συμβεί την επόμενη, στην ίδια περιοχή.
Ως προς την τυπολογία του, ο σεισμός των 6,7 Ρίχτερ της Παρασκευής 30/10 χαρακτηρίζεται ως «επιφανειακός», καθώς το εστιακό του βάθος ήταν πολύ μικρό -«μόλις» 11,8 χιλιόμετρα. Αν η εστία του σεισμού, δηλαδή το σημείο όπου διαταράχθηκε η ισορροπία του υπεδάφους προκαλώντας τη δόνηση, ήταν πάνω από 60 και έως 300 χλμ., τότε ο σεισμός θα χαρακτηριζόταν ως ενδιάμεσου βάθους.
Το εστιακό βάθος, ή αλλιώς η απόσταση ανάμεσα στην πραγματική εστία και το επίκεντρό του όπως εντοπίζεται στην επιφάνεια της Γης, επηρεάζει καθοριστικά (αλλά όχι αποκλειστικά) την ένταση του σεισμού. Υπεραπλουστεύοντας, όσο μικρότερο είναι το εστιακό βάθος, τόσο πιο έντονη η δόνηση, τόσο μεγαλύτερες οι ζημιές σε κτίρια, κατασκευές κ.λπ. Γι’ αυτό και οι σεισμολόγοι είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι για τους επιφανειακούς σεισμούς, καθώς τα φαινόμενα αυτής της κατηγορίας ακολουθούνται από έντονη μετασεισμική δραστηριότητα.
Με άλλα λόγια, ύστερα από έναν μεγάλο επιφανειακό σεισμό, οι ειδικοί περιμένουν πολλούς και ισχυρούς μετασεισμούς. Εν προκειμένω, για τη Σάμο οι σεισμολόγοι προβλέπουν μια ακολουθία δονήσεων άνω των 6 Ρίχτερ και για ένα διάστημα το οποίο μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες, ενδεχομένως και πάνω από έναν μήνα. Ωστόσο, η ανησυχία για το τι έπεται εντείνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας της απραξίας του Εγκέλαδου: Μολονότι υπήρξαν μετασεισμοί, δεν ήταν της έντασης που αναμένουν οι σεισμολόγοι προκειμένου να θεωρήσουν ότι το φαινόμενο εξελίσσεται κατά το σύνηθες πρότυπο. Βέβαια, στον μεγάλο σεισμό της Κω το 2017, επίσης δεν είχαν καταγραφεί ισχυροί μετασεισμοί, ό,τι και εάν σημαίνει αυτό.
Τσουνάμι στο Αιγαίο;
Όπως επαναλαμβάνουν οι επιστήμονες, κανένας σεισμός δεν είναι ίδιος με οποιονδήποτε άλλον. Παρόλ’ αυτά, χάριν εποπτικού παραδείγματος, υπενθυμίζεται ότι ο σεισμός στην Κω τον Ιούλιο του 2017 ήταν μεγέθους 6,6 Ρίχτερ, με εστιακό βάθος περίπου 7 χλμ., μικρότερο ότι στη Σάμο. Το κύμα βαρύτητας από τη θάλασσα (τσουνάμι) έφτασε σε ύψος 1,5 μ., περίπου όσο και αυτό που ακολούθησε το σεισμό της Παρασκευής. Ειδικά για το φαινόμενο αυτό, το οποίο φαντάζει ξένο προς τα ελληνικά -ή τα μεσογειακά- δεδομένα, ο ακαδημαϊκός και καθηγητής Φυσικών Καταστροφών κ. Κωνσταντίνος Συνολάκης έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως ότι μπορούν κάλλιστα να εμφανιστούν στη χώρα μας.
Ύστερα από το σεισμό στη Σάμο, ο κ. Συνολάκης έκανε λόγο για ομοιότητες του νέου τσουνάμι με εκείνο της Κω και διερωτήθηκε για το εάν η αιτία ήταν υποθαλάσσια κατολίσθηση, προφανώς εξαιτίας του σεισμού. Γενικώς, τα τσουνάμι είναι κύματα τα οποία εμφανίζονται σε ανοικτές θάλασσες, ως αποτέλεσμα είτε υποθαλάσσιων σεισμών (όπως αυτός της Σάμου) είτε κατολισθήσεων -ή και με συνδυασμό αυτών των αιτίων. Το μέγεθος του τσουνάμι εξαρτάται από το βάθος της εκάστοτε θαλάσσιας περιοχής. Έτσι, στα ανοικτά η ταχύτητα των κυμάτων που υψώνονται είναι εξαιρετικά υψηλή (μέχρι και 800 χλμ./ώρα). Στα ρηχά η ταχύτητα των τσουνάμι μειώνεται, αλλά συνήθως αυξάνεται το ύψος τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ κ. Κωνσταντίνος Παπαζάχος «μιλάμε για τοπικά τσουνάμι, όχι τόσο από το σεισμό, όσο από την υποθαλάσσια δραστηριότητα. Δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα πχ του Ειρηνικού, όπου τα κύματα βαρύτητας χτυπούν σε μεγάλη απόσταση και ύστερα από ώρες. Στον ελληνικό χώρο, όταν γίνονται σεισμοί σε πολύ μικρή απόσταση από τις ακτές, τα κύματα εμφανίζονται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως σε λιγότερο από 5 λεπτά». Συνεπώς, τα παράλια της Σάμου δεν απειλούνται με καταστροφή από ένα νέο τσουνάμι, το οποίο θα σηκωθεί ύστερα από έναν ενδεχόμενο ισχυρό μετασεισμό. Όμως, ακόμη και ένα μικρό τσουνάμι μπορεί να αιφνιδιάσει και να παρασύρει ανθρώπους, όσους τείνουν να αγνοούν ή να υποτιμούν τη φονική του δύναμη.
Οι γεωλογικές πλάκες
Παρά την πρόοδο, η σεισμολογία ή γενικότερα οι γεωφυσικές επιστήμες, παραμένουν ατελείς και επί της ουσίας ανήμπορες να διατυπώσουν ασφαλείς προγνώσεις. Εν τέλει η μόνη αδιαφιλονίκητη γνώση είναι ότι οι σεισμοί χτυπούν κατά ομάδες και ποτέ μεμονωμένα. Και, επίσης, ότι η Γη δεν είναι ένας στατικός μονόλιθος. Στα έγκατά της, από τον εξώτερο φλοιό, τη λιθόσφαιρα όπου συμβαίνουν οι σεισμοί, έως το διάπυρο κέντρο του πυρήνα του, ο πλανήτης των ανθρώπων βρίσκεται σε διαρκή εσωτερική αναμόχλευση.
Εστιάζοντας στην περιοχή του πρόσφατου σεισμού, οι ειδικοί διστάζουν να προβλέψουν το τι θα επακολουθήσει, αν η δόνηση θα προκαλέσει ντόμινο, αν θα ενεργοποιηθούν παρακείμενα ρήγματα κ.λπ. Όπως λέει ο κ. Παπαζάχος «η συγκεκριμένη περιοχή είναι γνωστή, έχει μεγάλα ρήγματα, τα οποία έχουν δώσει σεισμούς και στο πρόσφατο παρελθόν. Η Σάμος περιβάλλεται από δύο μεγάλες εξωγενείς ζώνες, μία βόρεια και μία στο ανατολικό κομμάτι του νησιού, προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Δεν ξέρουμε γι’ αυτά τα ρήγματα αν είναι περισσότερο ή λιγότερο ώριμα να δώσουν κάποιο σεισμό. Στην παρούσα φάση μάς απασχολεί η ακολουθία του κύριου σεισμού και οι προεκτάσεις του ίδιου του ρήγματος. Ένα διπλανό του κομμάτι μπορεί να σπάσει αύριο, μεθαύριο ή σε λίγες ημέρες, να δώσει έναν ισχυρό μετασεισμό και να προκαλέσει εξίσου μεγάλες βλάβες στις ήδη καταπονημένες κατασκευές».
Το επίκεντρο του σεισμού ο οποίος έπληξε τη Σάμο δεν είναι άγνωστο στους σεισμολόγους, παρόλον ότι είναι η πρώτη φορά που εκδηλώνεται εκεί μια τόσο ισχυρή δόνηση. Φυσικά, η ευρύτερη περιοχή -και ιδιαίτερα από την πλευρά της Τουρκίας- είναι εξαιρετικά σεισμογενής, οπότε τα 6,7 Ρίχτερ δεν προκάλεσαν έκπληξη στους επιστήμονες. Εντύπωση όμως προκάλεσε ευρύτερα το γεγονός ότι ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη την Ελλάδα, κάτι που εξηγείται από τις διεργασίες οι οποίες δεν σταματούν να εξελίσσονται στη λιθόσφαιρα ή αλλιώς στο ανώτερο γεωλογικό στρώμα του πλανήτη.
Για να κατανοήσει κάποιος τα γενεσιουργά αίτια των σεισμών, θα πρέπει να φανταστεί ολόκληρη τη Γη σαν ένα σφαιρικό παζλ, με αχανή κομμάτια τα οποία εφάπτονται μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν σε διαρκή κίνηση. Τα κομμάτια αυτά ονομάζονται «πλάκες» και μοιάζουν να πλέουν, με απειροελάχιστη ταχύτητα, πάνω στα κατώτερα, λιγότερο στέρεα στρώματα του πλανήτη.
Ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται ακριβώς στο σύνορο ανάμεσα στη βόρεια, Ευρασιατική πλάκα και την Αφρικανική. Οι πλάκες αυτές βρίσκονται σε μια ευαίσθητη, δυναμική ισορροπία, ενώ παράλληλα η χώρα μας επηρεάζεται από μικρότερους γεωλογικούς σχηματισμούς (μικρότερες «πλάκες»), οι οποίοι συμπιέζονται, συγκρούονται και σύρονται ο ένας πάνω στον άλλον. Ενίοτε ραγίζουν ή σπάζουν σε μικρότερα τμήματα, ρηγματώνονται και αναδιατάσσονται σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας, η οποία και αυτή θα αποδειχθεί πρόσκαιρη και θα ανατραπεί από νέα τεκτονικά γεγονότα.
Ασχέτως εάν αυτά θα εκδηλωθούν σε μερικά χρόνια, δεκαετίες ή χιλιετίες, οι σεισμοί θα υπάρχουν όσο υπάρχει κίνηση στο εσωτερικό της Γης. Η Ελλάδα δονήθηκε από το σεισμό στη Σάμο επειδή κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο υπέδαφος η γεωλογική υπο-πλάκα του Αιγαίου έχει «καβαλήσει» την πλάκα της Αφρικής, πιέζοντάς την προς τα βάθη του μανδύα της Γης. Υπολογίζεται ότι το γεωλογικό υπόστρωμα του Αιγαίου Πελάγους εφιππεύει την αφρικανική πλάκα με ταχύτητα περίπου 3,5 εκατοστών ανά έτος. Η ασύλληπτη ενέργεια που παράγεται από τις μετατοπίσεις αυτών των γιγαντιαίων πέτρινων σχηματισμών, μεταδίδεται αμέσως και συνταράσσει την Ελλάδα εξ ολοκλήρου. Οπως ακριβώς γίνεται με τους σεισμούς επί εκατομμύρια χρόνια.