Το «Κ» επισκέφτηκε τη Μεγάλη Πρέσπα για να ανακαλύψει τι συμβαίνει με το φαινόμενο της υποχώρησης των υδάτων.
Ο ήλιος έχει μόλις σηκωθεί. Η Μεγάλη Πρέσπα φωτίζεται μεγαλόπρεπη ανάμεσα στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Το μόνο που ταράζει την απόλυτη ηρεμία είναι τα βιαστικά βήματα ενός ψαρά στην προβλήτα. Ο Σταύρος Δημανόπουλος δεν πολυκοιτάζει γύρω του. Έχει αφήσει τα παραγάδια του για τρεις ημέρες στο νερό και τώρα βιάζεται να τα μαζέψει. Πηδάει στον «Άγιο Νικόλαο», την αγαπημένη του βάρκα, και ξανοίγεται στη λίμνη. Πρώτα κουπί. Μετά μηχανή. Ξέρει κάθε πέτρα και κάθε σημάδι σαν την παλάμη του. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο παραλίμνιο χωριό των Ψαράδων, έχει ζυμώσει όλο του το είναι με τα νερά της λίμνης. Όταν τον ρωτάω ποια η σχέση του μαζί της, στην αρχή σαστίζει. «Η σχέση μου; Είναι η ζωή μου! Έχουμε βάλει όνειρα πάνω. Την οικογένειά μας, όλα…»
Πρόεδρος της κοινότητας των Ψαράδων πια, ο κ. Δημανόπουλος είχε δει πριν από δύο χρόνια το μικρό χωριό του να γίνεται το επίκεντρο όλου του κόσμου όταν οι κάμερες των μεγαλύτερων ΜΜΕ απαθανάτιζαν τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας να υπογράφουν τη Συνθήκη των Πρεσπών. Τον ίδιο, που είδε τον τόπο του να καταστρέφεται από την πολιτική και τη διχόνοια, αυτά δεν τον εντυπωσιάζουν. Ξέρει καλά πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν στη λίμνη και η μεγάλη του αγωνία είναι πως αυτή τα τελευταία χρόνια «χάνεται». «Φεύγει η λίμνη και, αν πάμε έτσι δύο, τρία χρόνια, θα λέμε: “Είχαμε κάποτε μια λίμνη εδώ”», μου λέει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει.
Το ’68 πηδούσαμε από τις αυλές στη λίμνη
«Φεύγω». Αυτό το ρήμα χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των Ψαράδων όταν μιλούν για τα νερά της λίμνης, για το στολίδι τους,‒όπως λένε, που ολοένα πέφτει, φαινόμενο που ξεκίνησε πριν από τριάντα χρόνια. Από τη δεκαετία του 1990, η στάθμη της Μεγάλης Πρέσπας άρχισε να μειώνεται, χάνοντας χρόνο με τον χρόνο νερό, με αποτέλεσμα σήμερα πια να έχει χάσει συνολικά οκτώ μέτρα.
Ο αριθμός δεν ακούγεται εντυπωσιακός, το αποτέλεσμα όμως που έχει στην ίδια τη λίμνη και στη ζωή των ανθρώπων της είναι. Ο πρόεδρος θυμάται παλιά, όταν οι κάτοικοι έδεναν τις βάρκες τους από τα σπίτια. «Θυμάμαι παιδί εγώ, το ’68, όταν ήμουν δέκα χρονών, τα πρώτα σπίτια στο χωριό ήταν μέσα στη λίμνη. Από τα ντουβάρια από τις αυλές πηδούσαμε και κάναμε μπάνιο», μου εξηγεί, δείχνοντάς μου τα 200 μέτρα που χωρίζουν πλέον τα πρώτα σπίτια από την όχθη. Για έναν επισκέπτη που χάνεται το μάτι του στην ομορφιά και στη φύση της λίμνης, δεν είναι εύκολο να το παρατηρήσει. Με μια προσεκτική ματιά, όμως, τα σημάδια της απομάκρυνσης της λίμνης αποκαλύπτονται ένα ένα: η σειρά των πασσάλων που μετακινούνταν κάθε χρόνο όλο και πιο μέσα για να δένουν οι ψαράδες τις βάρκες, το παλιό μέτρο που υπολόγιζε τη στάθμη της λίμνης και που πλέον χάσκει ολόκληρο έξω από το νερό, οι πεζογέφυρες που μπήκαν σφήνα για να ενώνουν τη στεριά με τα νερά που απομακρύνθηκαν λίγο ακόμα και φέτος.
Μόλις άρχισε να πέφτει η στάθμη της λίμνης, ερευνητές από πολλές χώρες έσπευσαν να αναζητήσουν τις αιτίες. Τα συμπεράσματα, θολά. Αυτό που λίγοι γνωρίζουν είναι πως τα νερά της Μεγάλης Πρέσπας καταλήγουν μέσω υπόγειων στοών στη λίμνη της Οχρίδας. Αυτό δυσκολεύει το έργο των επιστημόνων, που δεν μπορούν να αποκλείσουν πως μια αλλαγή στις στοές μπορεί να προκαλεί τη μείωση της στάθμης. Αυτό όμως που έχουν καταφέρει να αποδείξουν είναι πως η κλιματική αλλαγή έχει βάλει οπωσδήποτε το χέρι της. Συναντώ τη Μυρσίνη Μαλακού, διευθύντρια της Εταιρείας Προστασίας Πρεσπών, η οποία μελετάει πάνω από τριάντα χρόνια την περιοχή. «Οι υπόγειες καταβόθρες που οδηγούν τα νερά της Μεγάλης Πρέσπας στην Οχρίδα είναι μη ελέγξιμες. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Η κλιματική κρίση όμως δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Είναι κάτι που όλοι έχουμε κάνει στον πλανήτη. Μπορεί η μικρή κοινωνία της Πρέσπας να έχει συμβάλει λίγο σε αυτό, αλλά δεν έχει καμία σημασία πια».
Χωρίς να είναι περιβαλλοντολόγοι, οι κάτοικοι των Ψαράδων αντιλαμβάνονται πολύ καλά τη σύνδεση της λίμνης με την κλιματική αλλαγή. Αν τους ρωτήσεις, σ’ το λένε με μια φράση, ρουφώντας παράλληλα τον ελληνικό τους στην ταβέρνα: «Αφού δεν χιονίζει πια, πώς θα γεμίσει η λίμνη; Χιόνι θέλει αυτό». Ο κ. Δημανόπουλος περιγράφει πως οι χειμώνες πια είναι πολύ πιο ήπιοι στην περιοχή, όπου άλλοτε από την κακοκαιρία χωριά ολόκληρα έμεναν αποκλεισμένα τουλάχιστον δύο εβδομάδες. «Εκείνα τα χιόνια έμπαιναν όλα στη λίμνη. Τώρα δεν έχουμε ούτε χιονάνθρωπο να κάνουμε». Η αλλαγή είναι τόσο εντυπωσιακή, που φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που ο δήμος Πρεσπών δεν έκανε σύμβαση για αποχιονισμό, αντιμετωπίζοντας τα λίγα χιόνια που είχε με τα δικά του μηχανήματα.
Λιγοστεύει το ψάρι
Το θέμα της υποχώρησης της λίμνης δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικό. Οι επιπτώσεις της αλλαγής της στάθμης στο οικοσύστημα και στην τοπική κοινωνία είναι πολλές και σημαντικές. Μία εξ αυτών είναι η μείωση του πληθυσμού των ψαριών, για κάποια από τα οποία εξετάζεται ακόμα και η πιθανότητα να απειλούνται με εξαφάνιση. Το άκουσμα της είδησης απέχει πολύ από τη συνειδητοποίησή της. Αυτή για μένα έγινε πάνω στη βάρκα του κ. Δημανόπουλου, ο οποίος, έπειτα από τέσσερις ώρες που μάζευε ευλαβικά ένα ένα τα παραγάδια του, έβγαλε μόλις δύο γριβάδια και μία πεταλούδα. «Αν φύγει η λίμνη ακόμα λίγο και χαθεί και το ψάρι, θα αναγκαστούμε να φύγουμε. Αν δεν μπορούμε εμείς να την κοπανήσουμε, θα φύγουν τα παιδιά μας. Χωρίς μεροκάματο, ποιος κάθεται;»
Τα άδεια παγκάκια στην πλαζ της Κούλας
Η λίμνη που υποχωρεί και αφήνει πίσω της λάσπη και καλαμιές «χτύπησε» και τον τουρισμό και ειδικά αυτόν της Βόρειας Μακεδονίας, που είχε επενδύσει αρκετά στις παραλίες της. Ο δήμαρχος των Πρεσπών, Παναγιώτης Πασχαλίδης, υποστηρίζει πως στην ελληνική πλευρά, εξαιρώντας την περίοδο του κορωνοϊού, τα προηγούμενα τρία χρόνια ο τουρισμός αυξανόταν, καθώς όλο και περισσότεροι Έλληνες και ξένοι έρχονταν να θαυμάσουν το οικοσύστημα των Πρεσπών, τη φυσική ομορφιά, τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής και τη γαστρονομία της. Αγκάθι στο κομμάτι αυτό είναι η πλαζ στην Κούλα, όπου κάποτε, όπως διηγούνται οι κάτοικοι, μπορούσες να πιεις τον καφέ σου βουτώντας τα πόδια σου στη λίμνη. «Έφυγα από την Καστοριά και ήρθα στη Μύκονο», λέει χαμογελώντας η Αφροδίτη Ρέππα, που μαζί με τον άντρα της καλλιεργούν φασόλια στην Πύλη. «Όταν παντρεύτηκα εγώ εδώ, το 1977, γινόταν πατείς με πατώ σε. Ντουζιέρες, ναυτικοί αγώνες, και τι δεν είχε. Μύκονος! Όλη η βορειοδυτική Ελλάδα εδώ ήταν», περιγράφει η ίδια. Όταν άρχισε να απομακρύνεται η λίμνη από τα κτίρια και το άλλοτε κρυστάλλινο νερό να γίνεται θολό, ο κόσμος λιγόστεψε, το μέρος παρήκμασε και πριν από μερικά χρόνια έκλεισε. Από την τότε αίγλη, δεν έχει απομείνει παρά ένα παρατημένο κτίριο με σπασμένες πόρτες, εγκαταλελειμμένες ντουζιέρες και άδεια παγκάκια.
«Όταν βλέπεις μια λίμνη σαν θάλασσα και μετά από κάμποσα χρόνια τη βλέπεις να σε αφήνει και να σε εγκαταλείπει, λες: “Δεν μπορεί να γίνει κάτι”;» αναρωτιέται η κυρία Αφροδίτη, που μαραζώνει βλέποντας το τοπίο να αλλάζει. Βεβαίως, τόσο η ίδια όσο και οι άλλοι ντόπιοι γνωρίζουν πως δεν είναι η πρώτη φορά που η στάθμη της Μεγάλης Πρέσπας πέφτει. Ανά τους αιώνες η λίμνη έχει δει κι άλλες φορές τα νερά της να υποχωρούν. Μάλιστα, η υποχώρηση των νερών στη Βόρεια Μακεδονία αποκάλυψε μέχρι και εκκλησία. «Τον 10ο αιώνα, στην εποχή της μεγάλης ξηρασίας, είχαμε επίσης πολύ χαμηλές στάθμες, σημειώνει η κ. Μαλακού, προσθέτοντας όμως πως αυτό που «συμβαίνει τώρα δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο». Οι κάτοικοι στους Ψαράδες, αν και ανήσυχοι, πάντως παραμένουν ψύχραιμοι και κάποιοι ίσως και αισιόδοξοι. Άλλωστε η παράδοση, όπως λένε μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι τελειώνοντας τον πρωινό καφέ, επιτάσσει τα νερά της λίμνης να χάνονται κάθε σαράντα χρόνια και έπειτα να ξαναέρχονται. «Μα πλέον έχουμε φτάσει ήδη στα τριάντα χρόνια!» παρατηρώ. «Τα ημερομήνια δείξαν πολύ χιόνι φέτος, κορίτσι. Θα ξαναγεμίσει η λίμνη. Θα το δεις!»■