O Σπύρος Λίτσας είναι Καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Με την ευκαιρία της διεθνούς κυκλοφορίας του νέου του βιβλίου U.S. Foreign Policy in the Eastern Mediterranean: Power Politics and Ideology Under the Sun’ από τον αμερικανό-ελβετικό εκδοτικό οίκο Springer το enikos.gr συζητά μαζί του για την Ανατολική Μεσόγειο, το διεθνές σύστημα και το νέο του βιβλίο.
Είστε από αυτούς που στο δημόσιο διάλογο σχετικά με το αν συμφέρει ή όχι τα ελληνικά συμφέροντα η προσφυγή στη Χάγη, έχετε τοποθετηθεί με αρθρογραφία απέναντι σε αυτή την προοπτική.
Ακούω με μεγάλη προσοχή τα επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν ότι η Χάγη μπορεί να δώσει λύση στο χρόνιο αδιέξοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η θέση αυτή λανθάνει θεωρώντας το Δικαστήριο της Χάγης ως φορέα εφαρμογής αρχών του Διεθνούς Δικαίου, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας υβριδικός πολιτικό-νομικός οργανισμός που εφαρμόζει την αρχή της Ευθυδικίας με στόχο την πολιτική διαχείριση ζητημάτων όπως για παράδειγμα οι έλληνο-τουρκικές σχέσεις. Η αρχή της Ευθιδικίας με απλά λόγια σημαίνει ότι ο υπέρτατος στόχος της όλης διαδικασίας είναι να μη καταρρεύσει το υφιστάμενο status quo και γι’ αυτό οι προσεγγίσεις δεν βασίζονται per se στα κανονιστικά χαρακτηριστικά μιας διεθνοδικαιϊκής προσέγγισης αλλά στις πολυεπίπεδες διαστάσεις μιας διεθνοπολιτικής προσέγγισης με ότι κι αν αυτό σημειώνει ως προς τα επιχειρήματα της πλευράς που ζητά να πάμε στη Χάγη για να επιλυθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές μέσω Διεθνούς Δικαίου. Είναι προφανές ότι στο σημείο αυτό υφίσταται μια σημαντική αντίφαση μεταξύ της επιθυμίας και της πραγματικότητας που οπότε αυτή η διάσταση επικράτησε επλήγησαν και τα εθνικά μας συμφέροντα αλλά και η ειρήνη και η ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου.
Επίσης, η συγκεκριμένη θέση υπέρ της καταφυγής στη Χάγη αστοχεί στο ότι λαμβάνει ως θέσφατο την καλή διάθεση της άλλης πλευράς, όταν ακόμη και οι πλέον θερμοί θιασώτες της θέσης αυτής παραδέχονται δημοσίως ότι η Τουρκία πιστεύει όχι στο δίκαιο αλλά στην ωμή ισχύ. Άρα εδώ βρισκόμαστε εμπρός στο αδιέξοδο του wishful thinking, δηλαδή ελπίζουμε ότι η Τουρκία θα αλλάξει δίχως να είμαστε σε θέση να στηρίξουμε σε απτά δεδομένα την πεποίθηση αυτή. Είναι όμως αυτό αρκετό για να επενδύσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα αλλά και την ειρήνη στην περιοχή;
Εάν καταφύγουμε στη Χάγη για να ζητήσουμε τη διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου για θέματα που διαμορφώνουν τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας μας και που είναι αποτελέσματα θυσιών των Ελλήνων και εύστοχων διπλωματικών και πολιτικών κινήσεων του παρελθόντος και η Τουρκία δεν εφαρμόσει τα πορίσματα του Δικαστηρίου, ή τα εφαρμόσει ala cart, τότε μπαίνουμε σε πορεία ύστατης φάσης κατευνασμού που οδηγεί στην πολεμική σύγκρουση.
Επειδή τα γραπτά μένουν και ο κάθε ένας που φέρει δημόσιο λόγο έχει την ευθύνη αυτών που λέει, φοβάμαι ότι η καταφυγή στη Χάγη αποτελεί ένα τεράστιο λάθος ίδιου μεγέθους με αυτό της Διάσκεψης του Μονάχου του 1938. Δεν συγκρίνω την τουρκική πλευρά με αυτή της ναζιστικής Γερμανίας, προς Θεού.
Αλλά υποστηρίζω ότι εξαιτίας του δεδηλωμένου τουρκικού αναθεωρητισμού η οποιαδήποτε εξέλιξη μετά τη Χάγη θα αποστερεί από την ελληνική διπλωματία τη δυνατότητα της ευελιξίας αφού το μόνο επιχείρημα που θα μπορεί να σταθεί πλέον θα είναι το Pacta Sunt Servanda απέναντι σε μια δύναμη που πιστεύει και εφαρμόζει τη θουκυδίδεια αρχή του Διαλόγου των Μηλίων.
Τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως και η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή, αλλά και η ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας περνούν μέσα από την οικοδόμηση της έξυπνης αποτροπής της Τουρκίας από την Ελλάδα και όχι του δικαιϊκού κατευνασμού που προσφέρει η Χάγη.
Αλίμονο αν κάποιος πιστεύει ότι η επιζητούμενη και ωφέλιμη διαπραγμάτευση με την Άγκυρα περνά αναγαστικά μόνο μέσω της Χάγης. Αυτού του είδους τα επιχείρηματα έχουν την ίδια υπεραπλούστευση με τα επιχειρήματα του άλλου άκρου που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία.
Μέτρο, νηφαλιότητα και γνώση χρειάζεται η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και όχι εμμονές.
O Σπύρος Λίτσας είναι Καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Ποια τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ανατολική Μεσόγειος;
Το ότι είναι το κεντρικό μονοπάτι των πυκνών προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την προηγμένη Ευρώπη, ότι η Αραβική Άνοιξη δεν έχει σταματήσει να διαπερνά την περιοχή αυξάνοντας τη γεωστρατηγική ρευστότητα, το ότι πλέον η περιοχή μετατρέπεται σε κεντρική ζώνη στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας μετά το σημαντικό σφάλμα των ΗΠΑ να δώσει σημαντικό χώρο στη Μόσχα στη Συρία ή σήμερα στη Λιβύη, αλλά και το ότι η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της ως Μεγάλη Δύναμη και ως εκ τούτου η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί την αυλή της για να εφαρμόσει τους αναθεωρητικούς της σχεδιασμούς.
Όλα αυτά τα δεδομένα αυξάνουν τις προκλήσεις. Τα δυο στρατηγικά τρίγωνα όμως, Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ από τη μια και Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος από την άλλη, η ενίσχυση των στρατηγικών και οικονομικών συνεργατικών προοπτικών μεταξύ Ελλάδας – Σαουδικής Αραβίας – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η διάθεση των ΗΠΑ να επιστρέψει στην περιοχή και να επενδύσει ξανά δημιουργικά σε στρατηγικό αλλά και τεχνολογικό επίπεδο ενισχύοντας τις προοπτικές σταθερότητας αλλά και τις τοπικές οικονομίες είναι μεταβλητές που δημιουργούν ένα αντίρροπο μέτωπο σταθερότητας απέναντι στα προαναφερόμενα ζητήματα ρευστότητας.
Έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την περιοχή μας εξαιτίας των ενεργειακών προοπτικών, ταυτόχρονα όμως η Ανατολική Μεσόγειος συνεχίζει και αποτελεί μια κομβική ζώνη επικοινωνίας μεταξύ του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Κόσμου. Κι αυτή η ώσμωση δημιουργεί πολλαπλά χαμηλά βαρομετρικά.
Πέρα του τίτλου του νέου σας βιβλίου, U.S. Foreign Policy in the Eastern Mediterranean: Power Politics and Ideology Under the Sun, τι ακριβώς πραγματεύεται;
Παρουσιάζεται ενδελεχώς η Αμερικανική εξωτερική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο από το 1801 έως σήμερα. Ταυτόχρονα, αναλύονται οι τέσσερεις βασικές σχολές σκέψης της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (Χαμιλτονιανισμός, Ουιλσονιανισμός, Τζεφρεσονιανισμός, Τζακσονιανισμός) ενώ προσθέτω άλλη μια στον επιστημονικό διάλογο, αυτή του Ομπαμιανισμού.
Ήδη λαμβάνω θετικά μηνύματα από Αμερικανούς συναδέλφους που βλέπουν στη σχολή σκέψης του Ομπαμιανισμού να θεωρητικοποιείται η γραμμή του φιλελεύθερου παρεμβατισμού σημαντικών πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος όπως του JFK, του Bill Clinton και βέβαια του Barack Obama.
Ο θεωρητικός κορμός του βιβλίου αναλύει την πρώτη διεθνή πολεμική επιχείρηση των ΗΠΑ το 1801 στις ακτές της Λιβύης με τον πρώτο Βερβερικό Πόλεμο, την εισαγωγή του Δόγματος Τρούμαν, την Κρίση του Σουέζ, το βιασμό της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας από τους Χουντικούς και το αν οι ΗΠΑ είχαν κάποιο ρόλο σε αυτό, την κρίση των Ιμίων, την Αραβική Άνοιξη, την Ελληνική κρίση του 2015 και το ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ σε αυτό τον πυκνό χρόνο από εξελίξεις και γεγονότα όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την ίδια την Ε.Ε. και τον ανταγωνισμό σήμερα που υφίσταται στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας, ΗΠΑ – Κίνας, καθώς και το ρόλο της Τουρκίας ως προς την ενίσχυση ή την αποδυνάμωση της Αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.
Είναι ένα βιβλίο που μέσω των ΗΠΑ και του διαχρονικού της ρόλου της στην περιοχή εξετάζεται η ιστορία, το παρόν και οι μελλοντικές προοπτικές της Ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα εξηγεί τις βασικές μεθοδολογίες και το σκεπτικό λήψης αποφάσεων που διαπερνά την Αμερικανική εξωτερική πολιτική σε επίπεδο συλλογικής συνειδητότητας αλλά και πολιτικής βούλησης.
Ποιο το μέλλον της περιοχής μας;
Εξαιρετικά πολύπλοκη ερώτηση που χρειάζεται πολυεπίπεδη απάντηση. Η σταθερότητα στην περιοχή περνά μέσα από τα κομβικά κράτη που είναι η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι σχέσεις εμβάθυνσης με τις ΗΠΑ. Δηλαδή, είναι σημαντικό η Ουάσιγκτον να κατανοήσει ότι οι Αμερικανικές επενδύσεις είναι απαραίτητες ως προς το να ενισχυθεί η περιοχή και οι οικονομίες των κρατών εκεί. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό στο να ενισχυθεί η Μεσογειοατλαντική προοπτική με στόχο την καλύτερη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό τα κράτη της περιοχής να ακολουθήσουν το αναπτυξιακό μοντέλο του Ισραήλ αλλά και αυτό της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που υποσημειώνουν και ενισχύσουν την προοπτική του «έξυπνου κράτους».
Θέλω η Ελλάδα και η Κύπρος να ακολουθήσει το παράδειγμα των κρατών αυτών που καινοτομούν, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ενίσχυση των προοπτικών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και κάνουν χρήση συμβατικών αλλά και εναλλακτικών πηγών ενέργειας με αποτέλεσμα η καινοτομία να μετατρέπεται σε πανεπιστημιακή έρευνα αιχμής και σε δυναμικές υγιείς οικονομίες.
Ταυτόχρονα αυτά τα κράτη δίνουν τεράστια σημασία στις δομές εσωτερικής ασφάλειας με αποτέλεσμα να ενισχύεται έτι περαιτέρω η «Έξυπνη Ισχύς» τους. Η προοπτική για την Ελλάδα είναι αυτή. Πρέπει να οικοδομήσουμε ένα «έξυπνο κράτος» και ως προς αυτή την κατεύθυνση δεν πρέπει να υπάρχει ούτε δισταγμός ούτε αστοχίες.
Στο βιβλίο μου υποστηρίζω ότι ένα από τα βασικά μυστικά επιτυχίας των ΗΠΑ στην εξωτερικής της πολιτική είναι ότι η Αμερική λειτουργεί μέσω του δόγματος της διαρκούς κινητικότητας αλλά και αυτό του πρωτοπόρου. Είναι καιρός και εμείς να βγούμε στα «ανοικτά» της Ανατολικής Μεσογείου όχι κρατώντας πάντα φοβικά το «σωσίβιο» του μικρού κράτους αλλά προβάλλοντας το χαρακτήρα και τη λειτουργία του έξυπνου κράτους.