Του Σωτήρη Σέρμπου,
Τις περισσότερες φορές, η μεγαλύτερη πρόκληση (που οδηγεί και στα μεγαλύτερα λάθη) είναι η προσπάθεια σύλληψης και προσδιορισμού του μέλλοντος με τη ματιά και την οπτική του παρόντος. Άραγε, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων, τι έχει να διδαχθεί η Ελλάδα ως προς τη διαχείριση κρίσεων και το κυριότερο την εθνική της στρατηγική έναντι της Τουρκίας; Επιπλέον, τι άλλαξε στις δύο χώρες τα χρόνια που προηγήθηκαν;
Πρώτον, στις διεθνείς σχέσεις, ο παράγοντας χρόνος αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο. Λαμβάνοντας υπόψη την Τουρκία του 2020, η Ελλάδα απέτυχε να προβλέψει πως ο γείτονας μας θα αποτελούσε μια αναδυόμενη χώρα με γεωπολιτικές φιλοδοξίες περιφερειακής υπερδύναμης που θα ασκεί διαπεριφερειακή επιρροή. Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, απέτυχε εκ νέου να προβλέψει πως ο χρόνος θα κυλήσει εναντίον της, επιδεινώνοντας τη διαπραγματευτική της θέση και περιορίζοντας τις στρατηγικές της επιλογές. Τηρουμένων των αναλογιών, “η χρυσή πενταετία” των ευρωτουρκικών σχέσεων (2002-2007) δεν αξιοποιήθηκε. Έτσι ώστε να αναζητηθούν ωφέλιμοι συμβιβασμοί με θετικό γεωπολιτικό πρόσημο για την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα. Το εθνικό συμφέρον θυσιάστηκε στο βωμό των παθογενειών του κομματικού συστήματος. Προκρίθηκαν οι βολικές φαντασιώσεις απέναντι στις άβολες αλήθειες.
Δεύτερον, την περίοδο που η Ελλάδα χρεοκοπούσε, η Τουρκία έθετε σε εφαρμογή το γεωπολιτικό της όραμα. Συγχρονισμένη με τις εξελίξεις και κυρίως με την αλλαγή στρατηγικής εκ μέρους των Η.Π.Α. Παραμερίζοντας την ευρωπαϊκή της προοπτική, απελευθερώθηκε από το στενό κοστούμι των Βρυξελλών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πως αντιλαμβάνεται το διεθνές δίκαιο και ευρύτερα τις νόρμες της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Την ώρα που η Ελλάδα κατρακυλούσε τις σκάλες της κοινοτικής ιεραρχίας, η Τουρκία συμμετείχε ενεργά σε πολυμερείς διεργασίες που σκιαγραφούν το μέλλον σ’ επίπεδο παγκόσμιας διακυβέρνησης (βλ. G-20). Εν τέλει, πέρα από το γείτονα αποτύχαμε να διαβάσουμε και το μέλλον της χώρας μας.
Τρίτη και τελευταία παρατήρηση. Στα Ίμια, κυβέρνηση και στρατός στην Άγκυρα είχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη διαχείριση της κρίσης. Σήμερα, έχει προκύψει μια μεγάλη αλλαγή στη δομή εξουσίας. Για το στράτευμα, ο πρόεδρος Ερντογάν αναγνωρίζεται ως εθνικός ηγέτης και όχι ως κάποιος που υποσκάπτει την εθνική ενότητα.
Συμπερασματικά, η πρόκληση για τη χώρα μας είναι να αποδείξει πως δεν κρίνεται μόνο από το ιστορικό της παρελθόν αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το παρόν για να χτίσει το μέλλον της. Μόνοι δεν είμαστε αλλά θα απαιτηθεί συνεργατικός ρεαλισμός και γεωπολιτική φαντασία. Προσαρμοσμένα στα δεδομένα που διαμορφώνει ο νέος κόσμος που αναδύεται. Η περίπτωση της Τουρκίας μας βοηθά να κοιτάξουμε μπροστά και όχι πίσω. Σπρώχνοντας προς αυτή την κατεύθυνση εταίρους και συμμάχους. Οι κανόνες της καθεστηκυίας παγκόσμιας τάξης σβήνονται και ξαναγράφονται. Ας είμαστε παρόντες και συνδιαμορφωτές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Χρόνος υπάρχει ακόμα.