Οι παγκόσμιες προκλήσεις γενικά είναι πάντα ασταθείς και απρόβλεπτες. Δεν είναι μόνο η επαναβεβαίωση των κρατικών απειλών, αλλά και ο ρυθμός της αλλαγής των, που συνδέεται με τη μόνιμη και κλιμακούμενη τεχνολογική επανάσταση, σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό των κινδύνων από μη-κρατικούς δρώντες, που επιδεινώνει το αυξανόμενο φάσμα της απειλής.
Η έκθεση «Global Trends 2030, “Alternative Worlds”», του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, προβλέπει μια αυξανόμενη διάχυση της ισχύος σε περιφερειακά ανταγωνιστικά κράτη και μη-κρατικούς φορείς. Η Τουρκία, γειτονική και συμμαχική χώρα της Ελλάδας, ενεργεί ως αναθεωρητικό και ανταγωνιστικό κράτος στην περιφέρειά της, η οποία παραβιάζει συστηματικά τη διεθνή τάξη και τις διεθνείς συνθήκες.
Παράλληλα, το στρατηγικό και επιχειρησιακό περιβάλλον των στρατιωτικών δυνάμεων επηρεάζεται από τα συνεχή εξοπλιστικά προγράμματα των κρατών, την καινοτομία του εκσυγχρονισμού των πλατφόρμων μάχης, τις απειλές στον κυβερνοχώρο, ενώ η ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη είναι οι νέες μελλοντικές προκλήσεις. Το επιχειρησιακό περιβάλλον, το οποίο κινείται προς το 2035, θα χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλή δυναμική και πολυπλοκότητα και η «φύση του πολέμου» διευρύνεται πέρα από τις παραδοσιακές φυσικές περιοχές σύγκρουσης: ξηρά, θάλασσα και αέρα.
Το επιχειρησιακό περιβάλλον θα συνεχίσει πλέον να αλλάζει με τέσσερις θεμελιώδεις και αλληλένδετους τρόπους: οι αντίπαλοι να προκαλούν την παγκόσμια τάξη σε όλους τους τομείς (domains), όπως: ξηρά, θάλασσα, αέρας, διάστημα, κυβερνοχώρος και ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, το δε πεδίο μάχης να γίνεται όλο και πιο θανατηφόρο, η επιχειρησιακή πολυπλοκότητα να αυξάνεται παγκοσμίως και η αποτροπή επιθετικών πράξεων να γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Μέχρι τα τέλη του 2020, οι στρατοί θα έχουν τη δυνατότητα να ενσωματώσουν μεγάλους αριθμούς τηλεχειριζόμενων και ημιαυτόνομων ρομπότ οχημάτων εδάφους, βελτιστοποιημένων για συγκεκριμένα καθήκοντα, όπως: η ανίχνευση, η ασφάλεια, οι μεταφορές στο πεδίο μάχης και η λογιστική υποστήριξη. Επιπλέον, τα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη θα είναι σε συνεχή υπηρεσία εκτελώντας αποστολές αναγνώρισης, παρακολούθησης και επιθετικών προσβολών ακριβείας. Τα ρομποτικά αυτά αυτόνομα συστήματα θα εκτελούν τις «ανιαρές ή πληκτικές, επικίνδυνες ή βρώμικες» στρατιωτικές αποστολές, με την αύξησή τους ή την αντικατάσταση των ανθρώπινων χειριστών και θα συμβάλλουν στην απομάκρυνση του στρατιωτικού προσωπικού από επικίνδυνα ή εχθρικά περιβάλλοντα.
Η υλοποίηση μιας προσέγγισης ανθρώπου/μηχανής, ρομποτικής, αυτόνομων συστημάτων και τεχνητής νοημοσύνης, ενδέχεται να αντιπροσωπεύσει ως το μεγαλύτερο και μοναδικό βήμα αλλαγής και καινοτομίας για τη δομή δυνάμεων της χερσαίας δύναμης, που έχει αναληφθεί ποτέ. Έτσι, μια πολύ ικανή και βιώσιμη χερσαία δύναμη μάχης μπορεί να αποτελείται από 250-300 ανθρώπους στρατιώτες και μερικές χιλιάδες ρομποτικά συστήματα διαφόρων μεγεθών και λειτουργιών περί το 2030-2035. Επιπλέον, η ισορροπία μεταξύ επίθεσης/άμυνας φαίνεται ότι θα ταλαντεύεται έντονα υπέρ της άμυνας.
Τα μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα μάχης (UCAVs), οι υπερηχητικοί πύραυλοι, τα όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας (όπλα λέιζερ υψηλής ενέργειας και ηλεκτρομαγνητικά πυροβόλα) και η σημαντική αύξηση της ικανότητας του αισθητήρα θα χρησιμοποιούνται σε συνθήκες άρνησης/απαγόρευσης πρόσβασης στους τομείς: ξηρά, θάλασσα, αέρας και διάστημα και θα αντιπροσωπεύουν μια μετατόπιση προς τα πίσω, δηλαδή προς το επιθετικό πλεονέκτημα, μετά από την πολυετή αμυντική πρόοδο στην τεχνολογία των βαλλιστικών πυραύλων και των οπλικών συστημάτων.
Στρατιωτικοί και θεωρητικοί του πολέμου έχουν γράψει για τις αρχές και τα χαρακτηριστικά του για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια. Παρόλο που οι συγκεκριμένες αρχές πολέμου διαφέρουν με την πάροδο του χρόνου, η αρχή του ελιγμού υπήρξε σταθερή αλλά και μια σημαντική έννοια, η οποία αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τον πόλεμο από τις πρώτες καταγεγραμμένες ιστορικές μάχες.
Η έννοια του ελιγμού περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση δυνάμεων στην περιοχή επιχειρήσεων συνδυάζοντας την κίνηση των στρατευμάτων με τα πυρά για την επίτευξη μιας πλεονεκτικής θέσης σε σχέση με τον εχθρό. Στοιχεία της θεωρίας πολέμου του ελιγμού εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στα γραπτά του Sun Tzu και εφαρμόστηκαν από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. Στη σύγχρονη περίοδο, ειδικότερα, στον πόλεμο του Ιράκ το 1991, παρατηρείται ότι, οι ιρακινές δυνάμεις προσβλήθηκαν γρήγορα, θεαματικά και συνολικά από μια κοινή διακλαδική δύναμη, χρησιμοποιώντας, κυρίως πρώτης γενιάς δικτυο-κεντρικές τεχνολογίες και επιχειρησιακές έννοιες. Στον επόμενο πόλεμο του Ιράκ το 2003, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, χρησιμοποιώντας την πιο σύγχρονη τεχνολογία των οπλικών συστημάτων, εστίασαν τις επιχειρήσεις στην επίτευξη «κυριαρχίας-dominance» σε όλο το φάσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων, μέσω της εφαρμογής νέων επιχειρησιακών εννοιών, όπως: κυρίαρχος ελιγμός, εμπλοκή ακριβείας, πλήρης προστασία των στρατιωτικών δυνάμεων σε όλους τους τομείς και εστιασμένη διοικητική μέριμνα.
Ενώ, την περίοδο εκείνη, η αμερικανική στρατιωτική σκέψη υλοποίησε τις νέες επιχειρησιακές έννοιες στο πεδίο της μάχης, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις/Israel Defence Forces (IDF) εφήρμοσαν μια διαφορετική επιχειρησιακή προσέγγιση, όσον αφορά τον ελιγμό της χερσαίας δύναμης, που ονομάστηκε «απροθυμία ελιγμού – maneuver reluctant».
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου στο Λίβανο, το 2006, παρουσιάστηκε η δυσκολία λήψης απόφασης από τους κυβερνητικούς φορείς αποφάσεων του Ισραήλ για την εκτόξευση επιθετικών ελιγμών από τις χερσαίες δυνάμεις. Επιπλέον, πέντε έως οκτώ έτη αργότερα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας, όπως, οι επιχειρήσεις Operations Cast Lead, Pillar of Defense and Protective Edge, σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν, για να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος, μόνο με τη χρήση πυρών ασφαλείας-standoff fires, (πυρά που εκτοξεύονται από αποστάσεις μεγαλύτερες από το βεληνεκές των εχθρικών όπλων), χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι ισραηλινές δυνάμεις, και φαινόταν τούτο να ήταν η καλύτερη εναλλακτική λύση.
Η γενική τάση, κατά την άποψη του Γενικού Επιτελείου του Ισραήλ, ήταν να επενδύσει μόνο το «ουσιώδες ελάχιστο» από τις χερσαίες δυνάμεις και ξαφνικά φαινόταν αυτό να έχει μια λογική στο εσωτερικό του στρατιωτικού οργανισμού. Μια συζήτηση σχετικά με την απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ του ελιγμού των χερσαίων δυνάμεων και των αεροπορικών επιδρομών, διεξάγονταν εδώ και χρόνια στις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις. Η «απροθυμία του ελιγμού» ήταν μια έννοια αρκετά συνηθισμένη στις συζητήσεις μεταξύ των ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών του ισραηλινού στρατού. Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές, στρατηγικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες εκείνων των δεκαετιών οδήγησαν τις ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ σε μια διαδικασία, ώστε να αποβάλλουν τον ελιγμό της χερσαίας δύναμης από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τις στρατηγικές έννοιες.
Τον Μάιο του 2014, ο στρατηγός Guy Tzur, διοικητής των ισραηλινών χερσαίων δυνάμεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επόμενοι πόλεμοι και οι προκλήσεις που θα θέτει ο εχθρός εναντίον του κράτους του Ισραήλ και για να επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός των επιχειρήσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, έπρεπε οι ισραηλινές δυνάμεις να είναι σε θέση να παρέχουν μια πληρέστερη απάντηση, με βάση όλα τα «εργαλεία» που είχαν στη διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του ελιγμού των χερσαίων δυνάμεων. Έτσι, έλαβε την απόφαση για μια ευρεία διαδικασία στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού και αποφάσεων, με τίτλο «Land Ahead».
Η έννοια «Land Ahead» σχεδιάστηκε για να παράγει πραγματικά τον ελιγμό συνδυασμένων δυνάμεων, στους οποίους οι τομείς επεξεργασμένων στρατιωτικών πληροφοριών, αέρος, πληροφορικών συστημάτων, επικοινωνιών και τεχνολογιών, μαζί με την παρουσία χερσαίων δυνάμεων στο εχθρικό έδαφος και την κατάλληλη υλικοτεχνική υποστήριξη, να δημιουργούν συνέργιες, καθιστώντας πολύ δύσκολο για τον εχθρό να προσαρμοστεί στην ταχύτητα των επιχειρήσεών τους. Επίσης, βελτίωσε την ικανότητα των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, ώστε να εκτελούν ελιγμούς σε βάθος, όπως υπαγορεύονταν πλέον από τη νέα τους στρατιωτική στρατηγική, χρησιμοποιώντας προηγμένες δικτυο-κεντρικές δυνατότητες.
Το σημερινό στρατιωτικό δόγμα του «κυρίαρχου ελιγμού-dominant maneuver» χρησιμοποιεί αποφασιστικά την ταχύτητα, το συντριπτικό επιχειρησιακό ρυθμό και εφαρμόζεται σε όλο το φάσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, η «ακρίβεια εμπλοκής-precision engagement» των στρατιωτικών δυνάμεων επιτυγχάνεται με τη διασύνδεση αισθητήρων. Ο κυρίαρχος ελιγμός είναι η πολυδιάστατη εφαρμογή των πληροφοριών και των δυνατοτήτων ευκινησίας για την ανάπτυξη και εμπλοκή ευρέως διασκορπισμένων διακλαδικών, χερσαίων, εναέριων, θαλάσσιων και διαστημικών δυνάμεων για την επίτευξη των ανατιθέμενων επιχειρησιακών αποστολών.
Από την άλλη πλευρά, η πολυχωρική μάχη – multi-domain battle, μια πρόσφατη επιχειρησιακή έννοια, με στρατηγικές, επιχειρησιακές και τακτικές επιπτώσεις, αφορά στην εξέλιξη των συνδυασμένων όπλων για τον 21ο αιώνα και περιγράφει πώς οι χερσαίες δυνάμεις, ως μέρος της διακλαδικής δύναμης, θα επιχειρούν, θα μάχονται και θα εκστρατεύουν επιτυχώς σε όλους τους τομείς: ξηρά, θάλασσα, αέρας, διάστημα, κυβερνοχώρος και ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, εναντίον αντιπάλων κατά την περίοδο 2025-2040. Όμως, η πολυχωρική μάχη δεν είναι καινούρια. Ενώ ως επιχειρησιακή έννοια, πράγματι αποτελεί μια νέα ειδική ορολογία, πάντα υπήρχε στην πολεμική σύγκρουση. Οι αρχαίοι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το πανίσχυρο ναυτικό τους για να ελιχθεί η χερσαία δύναμη και να επιτύχουν ένα αρχικό πλεονέκτημα έναντι των Σπαρτιατών στην ξηρά, κατά την επιδρομή στη Σφακτηρία (425 π.Χ.) και στη συνέχεια κατά την εκστρατεία στη Σικελία, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (415-413 π.Χ.).
Έτσι λοιπόν, ο πόλεμος σήμερα χαρακτηρίζεται από έναν επίμονο ανταγωνισμό «πλήρους φάσματος», ενώ η ελευθερία των στρατιωτικών δυνάμεων να επιχειρούν στον χρόνο και στον χώρο της επιλογής των, αντιμετωπίζει την όλο και περισσότερο αύξηση των ολοκληρωμένων συστημάτων μάχης εδάφους, θαλάσσης, αέρος και διαστήματος, που επιχειρούν, μερικές φορές, από απόσταση χιλιάδων χιλιόμετρων.
Οι μελλοντικοί αντίπαλοι και εχθροί θα επιτίθενται στη στρατιωτική δύναμη, όχι μόνο στον τομέα της ξηράς, αλλά σε όλους τους άλλους τομείς. Τέτοιες εχθρικές δυνάμεις θα χρησιμοποιούν νέες ή τρέχουσες ώριμες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των ρομποτικών και των αυτόνομων συστημάτων ή των μη επανδρωμένων αεροπορικών συστημάτων. Οι εχθρικές δυνάμεις θα έχουν την ικανότητα να πολεμούν σε περιβάλλοντα δυσμενή για τις δυνάμεις μας ή τις συμμαχικές δυνάμεις, όπως τα πυκνά αστικά περιβάλλοντα, τα υπόγεια περιβάλλοντα ή στον τομέα του κυβερνοχώρου.
Ως εκ τούτου, για τον 21ο αιώνα θα είναι οι έννοιες περί της «πολυχωρικής μάχης» και του «κυρίαρχου πολυχωρικού ελιγμού» ως κεντρική επιχειρησιακή αρχή.
Ο κυρίαρχος πολυχωρικός ελιγμός επιδιώκει να αναιρέσει τη στρατηγική του αντιπάλου και να καταστρέψει τις αδυναμίες του, μέσω αποφασιστικών επιχειρήσεων σε όλους τους τομείς από τη διακλαδική δύναμη μάχης ή τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ επιχειρούν σε περιοχή μείζονος βάθους με ελιγμό και πυρά.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει έλλειψη στρατηγικού βάθους, έχει έναν εκτεταμένο ορεινό ηπειρωτικό όγκο, μία σχετικά στενή θαλάσσια λωρίδα, που τη διαχωρίζει από μια άλλη πολύ διεσπαρμένη νησιωτική εδαφική περιοχή και μία γραμμική αμυντική διάταξη των ενόπλων της δυνάμεων. Το σημαντικό αυτό εσωτερικό γεωγραφικό μειονέκτημα, παράλληλα, με τον εκτεταμένο γεωγραφικά αμυντικό χώρο μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου, καλούνται το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και οι Κλάδοι (Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία) να το αντιμετωπίσουν με το σχεδιασμό και την υλοποίηση κατάλληλης υψηλής και στρατιωτικής στρατηγικής.
Η ελληνική χερσαία δύναμη πρέπει να είναι ικανή να δημιουργήσει «παράθυρα ανωτερότητας», όχι μόνο στον τομέα της ξηράς, αλλά και σε άλλους τομείς. Η ανάπτυξη οπλικών συστημάτων αντι-πρόσβασης (anti-access) και απαγόρευσης περιοχής (area-denial)/ (A2/AD) από τη χερσαία δύναμη, σημαίνει ότι η διακλαδική δύναμη μπορεί να μάχεται, να ελίσσεται και να νικά τους αντιπάλους. Χρησιμοποιώντας μια σειρά χερσαίων πυρών μεταξύ των τομέων και εκτέλεσης βαθέων ελιγμών, η εκτέλεση πολυχωρικής μάχης θα επιτρέψει στον διοικητή της διακλαδικής δύναμης να κυριαρχήσει σε στοχευόμενους τομείς. Με τον τρόπο αυτό, θα εξουδετερώσει τις ικανότητες των αντιπάλων σε περιοχές απαγόρευσης και αντι-πρόσβασης, που χαρακτηρίζεται και το επιχειρησιακό περιβάλλον Ελλάδας – Κύπρου.
Όσον αφορά την άμυνα της Ελλάδας, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις –και πράγματι όλα τα στοιχεία της άμυνας της χώρας– πρέπει να παραμείνουν ικανές και έτοιμες για διεξαγωγή πολέμου υψηλής ή χαμηλής έντασης. Παράλληλα όμως, πρέπει να βελτιώσουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες, που πιθανόν να χρειαστούν και να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον όχι μόνο για να αποτρέψουν και να αντιμετωπίσουν νικηφόρα την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, αλλά και να είναι συναφείς με τους Συμμάχους και να φέρουν το είδος των στρατιωτικών δυνατοτήτων, που χρειάζονται.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σε περίπτωση σύγκρουσης χαμηλής ή υψηλής έντασης στο επιχειρησιακό περιβάλλον Ελλάδας-Κύπρου πρέπει να διεξάγουν αρχικά, αμυντικές επιχειρήσεις, τονίζεται ότι η Ελλάδα είναι κράτος status quo, που στοχεύουν στην απορρόφηση της εχθρικής στρατιωτικής ισχύος, ενώ στη συνέχεια πρέπει να ανακτούν την επιθετική πρωτοβουλία και την αντιεπιθετική ικανότητα στο συντομότερο δυνατό χρόνο, αναγκάζοντας τον αντίπαλο σε αμυντική στάση, θέτοντας τις προϋποθέσεις για «κυριαρχία» στο πολυχωρικό πεδίο μάχης. Οι τρεις αυτές εναλλακτικές πηγές δόγματος άμυνα/επίθεση/αποτροπή πρέπει να μοιράζονται μια κοινή φιλοσοφία: την κινητικότητα (maneuver-mobility) και την προβολή δύναμης/ισχύος πυρός αντί μιας σύγκρουσης φθοράς.
Πρόσφατα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, μιλώντας στα μέλη του Κοινοβουλίου της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας, τόνισε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να αναδιοργανώσουν τη δομή των δυνάμεών τους επικεντρώνοντας στην τεχνολογική υπεροχή και τη χρήση σύγχρονων συστημάτων πληροφοριών, συστημάτων διοίκησης και ελέγχου, καθώς και για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
Συνεπώς, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις απαιτείται να έχουν υψηλή ταχύτητα δράσης, κινητικότητα, ευκινησία, φονικότατα, ακρίβεια προσβολής, υπεροχή πληροφοριών, ολοκληρωμένη προστασία των στρατιωτικών δυνάμεων και επικεντρωμένη διοικητική μέριμνα (εφοδιασμός), για τη διεξαγωγή πολυχωρικής μάχης και κυρίαρχου πολυχωρικού ελιγμού σε βάθος, υποστηριζόμενες από δίκτυο-κεντρικές επιχειρήσεις στο επιχειρησιακό περιβάλλον της Ελλάδας – Κύπρου – ανατολικής Μεσογείου, καθώς επίσης σε κοινές επιχειρήσεις με Συμμάχους.
Γενικά, οι στρατιωτικές δυνάμεις στο μέλλον θα πολεμήσουν σε πιο θανατηφόρα πεδία μάχης, σε υποβαθμισμένες συνθήκες, καθώς οι προσαρμογές των εχθρών και η προμήθεια προηγμένων τεχνολογιών θα επιτρέψουν την επιτυχή διακοπή και την άρνηση των πλεονεκτημάτων μας. Πρέπει να είναι σε θέση να προβάλουν αποτελεσματικά την ισχύ, λειτουργώντας σε όλους τους τομείς, με την πολυχωρική μάχη και τον κυρίαρχο πολυχωρικό ελιγμό. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αναπτύξουν δημιουργικές προσεγγίσεις, προκειμένου να επιτύχουν νικηφόρα επιχειρησιακά αποτελέσματα σε μελλοντική ένοπλη σύγκρουση και σε ένα πολυχωρικό επιχειρησιακό περιβάλλον.
Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε, ότι ο πόλεμος είναι, μετά από όλα, ανθρώπινη προσπάθεια. Ενώ οι έννοιες, «πολυχωρική μάχη» και «κυρίαρχος πολυχωρικός ελιγμός», σε πολλά πεδία, μπορεί να απαιτούν νέες τεχνολογίες, η πιο εκπληκτική συνέργεια θα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί να αναπτύξουν αφενός τη στρατιωτική τους οργάνωση και εκπαίδευση, και αφετέρου να χρησιμοποιήσουν το στρατιωτικό δόγμα και την τεχνολογία για να νικήσουν σε μελλοντικές συγκρούσεις.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σε σταυροδρόμι. Το μελλοντικό επιχειρησιακό περιβάλλον, η μετεξέλιξη της «πολυχωρικής μάχης» και του «κυρίαρχου πολυχωρικού ελιγμού» ως νέες επιχειρησιακές έννοιες στη στρατιωτική εκπαίδευση και την τακτική απαιτούν την κατανόηση, τη δημιουργικότητα και την ανατροφοδότηση.