Γιώργος Στάμκος
Πολλές άβολες αλήθειες και άφθονους σκελετούς από την ντουλάπα έχει ξεθάψει η δημοσιοποίηση των τεσσάρων πρώτων τόμων από τον περίφημο “Φάκελο Κύπρου”, έπειτα από τριάντα χρόνια από την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών από την Ελληνική Βουλή (Φεβρουάριος 1986 – Μάρτιος 1988). “Δεν υπήρχε Φάκελος, αλλά κάναμε εμείς Φάκελο”, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ευάγγελος Κιοσκλής (φάκ. 119, 2.6.1988, σ. 12.). Διότι απλά πολλοί θα ήθελαν όλη αυτή η τραγική ιστορία να θαφτεί στη λήθη και τα όποια εγκλήματα των ενόχων να παραγραφούν.
Μεσολάβησαν από τότε (1988) άλλα τριάντα χρόνια μυστικότητας και ταυτόχρονα έντονης κινητικότητας του Κυπριακού προβλήματος, το οποίο συνίσταται στην παράνομη εισβολή και κατοχή του 36% της μεγαλονήσου από την Τουρκία. Ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο εδώ και 44 χρόνια, δηλητηριάζοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κι αποτελώντας έναν παράγοντα αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο κι ένα ανεπούλωτο τραύμα για τον Κυπριακό Ελληνισμό.
Το Κυπριακό είναι ένα διμερές και ταυτόχρονα διεθνές ζήτημα για την επίλυση του οποίου έχει αφιερωθεί άφθονο διπλωματικό κεφάλαιο ξεκινώντας από τον ΟΗΕ και καταλήγοντας στο τρίγωνο Αθήνα-Λευκωσία-Άγκυρα. Κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “Βατερλώ διαρκείας” της ελληνικής εθνικόφρονης Δεξιάς και της ακροδεξιάς (με κύρια πολιτική της έκφανση τη Χούντα της περιόδου 1967-1974), αλλά και γενικότερα της ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου 1950-1974, τα τραγικά αποτελέσματα του οποίου τα πληρώνει ακόμη ο Ελληνισμός και ειδικά ο Κυπριακός λαός. Οι αποκαλύψεις που προέρχονται από τη δημοσιοποίηση του “Φακέλου Κύπρου” συνηγορούν αμείλικτα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως γνωστόν το 1878 η Τουρκία πούλησε την Κύπρο, κατοικημένη τότε κατά 78% από Ελληνο-ορθόδοξους, στη Μ. Βρετανία, η οποία επιζητούσε για την εξυπηρέτηση των αυτοκρατορικών συμφερόντων της, εννέα χρόνια μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, τη στρατηγική και γεωγραφική θέση της Κύπρου. Τριανταεπτά χρόνια αργότερα το Λονδίνο, επιζητώντας να πετύχει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Π. Πόλεμο, πρόσφερε στις 17.10.1915 την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Η Ελληνική Κυβέρνηση της εποχής εκείνης (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, φιλοβασιλική και λαϊκοδεξιά) προσανατολισμένη επίμονα στη Γερμανοφιλική πορεία των ελληνικών ανακτόρων, αρνήθηκε την προσφορά. Η Ελλάδα, αν και τελικά εισήλθε στον Α’ Π. Πόλεμο στο πλευρό της Ανταντ χάρη στην αποφασιστικότητα του Ελ. Βενιζέλου, δεν ανταμείφθηκε με την υποσχόμενη παραχώρηση της μεγαλονήσου, που παρέμεινε τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, παρότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της ήταν Έλληνες.
Με βάση αυτές τις επόμενες συμφωνίες (Λωζάνη 1923), μεταξύ Άγκυρας και Λονδίνου, ο Κεμάλ Ατατούρκ, κάλεσε τους Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, αλλά ελάχιστοι υπάκουσαν. Επακολούθησε η ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Βρετανικού Στέμματος (1.5.1925). Μετά τον Β’ Π. Πόλεμου, ο αγώνας της ΕΟΚΑ και της πλειοψηφίας του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση από την αγγλική αποικιοκρατία και την ένωση με την Ελλάδα, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Τελικά, με τη Συνθήκη της Ζυρίχης, που υπογράφηκε στις 11.2.1959 από τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη με Ελληνοκύπριο πρόεδρο, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, με καθεστώς εγγυήσεων, ξένη στρατιωτική παρουσία και μόνιμες βρετανικές βάσεις. Κοντολογίς επρόκειτο για μια υποθηκευμένη ανεξαρτησία. Ωστόσο η ίδια συνθήκη προέβλεπε στο Άρθρο 185 πως “η καθολική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ’ οιουδήποτε άλλου Κράτους ή η χωριστική ανεξαρτησία ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ».
Η ίδια συνθήκη προέβλεπε και την εγκατάσταση στην Κύπρο μιας Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) 950 ανδρών και μιας Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ) με αρχική δύναμη 650 ανδρών, η δράση των οποίων υπήρξε καταστροφική για την ενότητα του νησιού.
Ανοχύρωτη Πολιτεία: Η ανάκληση από τη Χούντα της Ελληνικής Μεραρχίας Κύπρου
Μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1963-64 -εξ αιτίας των οποίων η Μ. Βρετανία επέβαλλε ανακωχή και “πέτυχε” τη χάραξη για πρώτη φορά στο κέντρο της Λευκωσίας ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗΣ γραμμής, που έγινε γνωστή με το όνομα “πράσινη γραμμή” (προωθώντας έτσι την ιδέα διχοτόμησης της Κύπρου)- η ελληνική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (Ένωσις Κέντρου) αποφάσισε να ενισχύσει την άμυνα της Κύπρου -καταστρατηγώντας έτσι τη Συνθήκη της Ζυρίχης-, απέναντι στην απροκάλυπτη τουρκική απειλή για εισβολή και διχοτόμηση, με μία Ελληνική Μεραρχία με συνολική δύναμη 10.000 περίπου ανδρών, επιπλέον της ΕΛΔΥΚ. Συνολικά, μετά το 1965 και μέχρι την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας με απόφαση της Χούντας (Δεκέμβρης 1967 – Γενάρης 1968), οι ελληνικές δυνάμεις στην Κύπρο, ήταν 24.700 άνδρες περίπου (Ελληνοκύπριοι εθνοφρουροί 15.000, ΕΛΔΥΚ 1.200, Ελληνική Μεραρχία 8.500), υποστηριζόμενες από βαρέα όπλα, πλοία, υποβρύχια και αεροσκάφη, αποτελώντας έτσι μια ισχυρή δύναμη αποτροπής απέναντι στην απειλή τουρκικής εισβολής καθώς και μιας γενικευμένης ένοπλης εξέγερσης των Τουρκοκυπρίων. Οι τελευταίοι μπορούσαν να συγκεντρώσουν τότε υπό τα όπλα περίπου 11.000 άνδρες σε συνδυασμό με 1.000 περίπου άνδρες της ΤΟΥΡΔΥΚ.
Τελικά, με δικαιολογία την ύπαρξη άμεσου κινδύνου Ελληνοτουρκικής σύρραξης, στις 29.11.1967 αποφασίστηκε από την τότε Χουντική “Κυβέρνηση Κ. Κόλλια” η ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Οι ΗΠΑ, που στήριζαν αρχικά τη Χούντα των Συνταγματαρχών, επωφελούμενες της στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδας κι επισείοντας τον (ανύπαρκτο) κίνδυνο βουλγαρικής εισβολής στα βόρεια σύνορά της (!), έπαιξαν ρόλο στην αναγκαστική αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την Κύπρο το 1967.
Ο απεσταλμένος του προέδρου Νίξον μετέφερε στην ελληνική πλευρά την αξίωση της Τουρκίας για ανάκληση της Μεραρχίας, αλλά και σύστησε φορτικά στην κυβέρνησή της Χούντας την αποδοχή αυτής της Τουρκικής αξίωσης. Επέφερε έτσι μεγάλη αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου και την αποτροπή ενδεχόμενης απόβασης. Οι παραστάσεις του Κύπριου πρεσβευτή στην Αθήνα κ. Κρανιδιώτη στον “υπουργό Εξωτερικών της Χουντικής κυβέρνησης” Π. Πιπινέλη στις 25 και 26.11.67 να αρνηθεί το τουρκικό αίτημα για ανάκληση της Μεραρχίας, αλλά αντίθετα να προχωρήσει σε ενίσχυση της Μεραρχίας και της Κύπρου, δεν εισακούστηκαν διότι, συν τοις άλλοις, η Χούντα θεωρούσε τον πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο -με την αδέσμευτη πολιτική του- μεγαλύτερο εχθρό της ακόμη κι από την Τουρκία.
Το τελικό συμπέρασμα (του πορίσματος της Ελληνικής Βουλής για τον “Φάκελο Κύπρου”) πάνω στο θέμα αυτό είναι ότι “η ανάκληση της Μεραρχίας μας από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας που αποφασίσθηκε από τη Χουντική ‘κυβέρνηση Κόλλια’ και στη συνέχεια εκτελέσθηκε από τη στρατιωτική ηγεσία της εποχής το Δεκέμβρη ’67 – Γενάρη ’68, ενσαρκώνει πράξη εθνικής ντροπής, ενώ παράλληλα συνθέτει και σοβαρότατη αξιόποινη πράξη”. Θα ακολουθούσαν και πολλές άλλες.
Η στοχοποίηση του Μακαρίου
Τα τραγικά γεγονότα του Ιούλη του 1974 (Πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου και τουρκική εισβολή -Αττίλας Ι) δεν έπεσαν “ως κεραυνός εν αιθρία”, ούτε αποτέλεσαν τον πρώτο κρίκο στη μεγάλη αλυσίδα των όσων συνθέτουν την Κυπριακή τραγωδία, την οποία ερεύνησε τότε (Φεβρ. 1986 – Μάρτ. 1988) σε βάθος η Ελληνική Βουλή στον “Φάκελο Κύπρου”.
Η Χούντα είχε στοχοποιήσει για πολλούς λόγους τον Μακάριο, στον οποίο μάλιστα και έστειλε έντονη και απειλητική υπόδειξη (Γενάρης 1972) να αποχωρήσει από την Προεδρία της Δημοκρατίας και από την ενεργό πολιτική. Την περίοδο εκείνη ο Μακάριος -πρωτεργάτης του Κινήματος των Αδεσμεύτων μαζί με τον Γιουγκοσλάβο Τίτο- είχε κάνει εισαγωγή Τσεχοσλοβάκικων όπλων προκαλώντας “την οργή και μήνι της Χούντας”, τον οποίο κατηγορούσαν πως δεν ήταν επαρκώς αντικομουνιστής και υπέθαλπτε αντιχουντικούς σε Ελλάδα και Κύπρο. Οι συνεχείς συνωμοσίες, οι επανειλημμένες απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και γενικά όλες οι απαράδεκτες και εγκληματικές εναντίον του ενέργειες φανερώνουν ότι ο Μακάριος βρισκόταν μόνιμα στο στόχαστρο των ηγετών της Ελληνικής Χούντας
Την ίδια περίοδο και με τις ευλογίες της Χούντας των Συνταγματαρχών ο Στρατηγός Γρίβας “κατήρτισε την εγκληματικήν οργάνωσιν της ΕΟΚΑ Β΄, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξεν πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα”. Αυτή η ακροδεξιά οργάνωση, υποστηριζόμενη κι από Έλληνες αξιωματικούς, που οδήγησε τον Κυπριακό Ελληνισμό σε εμφύλιο σπαραγμό, τύγχανε της εγκρίσεως της Χουντικής κυβέρνησης της Αθήνας. “Η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών”, έγραψε στην επιστολή του (2.7.1974) ο πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριου, λίγες μέρες πριν το μοιραίο πραξικόπημα εναντίον του.
Στην ίδια επιστολή, η οποίας επιδόθηκε στον Χουντικό “πρόεδρο” Φαίδωνα Γκιζίκη, από τον Κύπριο πρεσβευτή κ. Κρανιδιώτη στις 3.7.1974, ο Μακάριος επισημαίνει: “Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν. Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας (…) Η από Ελλήνων αξιωματικών στελεχωμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως. Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού. Πιθανώς να παρατηρηθή ότι ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου”. Έτσι, για να αποδυναμώσει την απαράδεκτη παρέμβαση της Χούντας στα εσωτερικά της Κύπρου, ο Μακάριος αποδυνάμωσε άθελά του και την αποτρεπτική δύναμη της Εθνικής Φρουράς έναντι της τουρκικής εισβολής.
“Αυτοσυγκράτηση” διότι “υπήρχε κάλυψις” από τις ΗΠΑ!
Σύμφωνα με το πόρισμα του “Φακέλου Κύπρου” το μοιραίο για την Κύπρο πραξικόπημα της 15.7. 1974 αποφασίστηκε από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, “Πρόεδρο της Δημοκρατίας”, τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο “Πρωθυπουργό”, τον Δημήτριο Ιωαννίδη, Αρχηγό της Χούντας και τον Γρηγόριο Μπονάνο, “Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων”, δηλαδή από την κορυφή των Χουντικών. Ως ουσιαστικός αρχηγός της πραξικοπηματικής κατάστασης, αναγνωρίστηκε ο Ιωαννίδης, ο οποίος “δήλωσε, ωμά και καθαρά, ότι αποδέχεται και αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα αυτό στην Κύπρο (της 15ης.7.1974), το οποίο απεκάλεσε στρατιωτική ενέργεια”! Στην σύσκεψη των Χουντικών για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου καθορίστηκαν από τον Μπονάνο και οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κατά την έναρξη της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και κατά την πορεία τους. “Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν”, ήταν η δηλωτική της έναρξης του πραξικοπήματος φράση. “Αλέξανδρος πάει καλά”, ήταν η φράση που σήμαινε καλή εξέλιξη του πραξικοπήματος. “Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως”, ήταν η φράση που σήμαινε κακή πορεία του πραξικοπήματος…
Παρά τους ενδοιασμούς του Γεωργίτση ως προς τις συνέπειες του πραξικοπήματος και ειδικότερα τους φόβους του για στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας, ο Ιωαννίδης και ο Μπονάνος, αντέτειναν πως δεν πρόκειται να επέμβει κανένας διότι “υπήρχε κάλυψη”, υπονοώντας πως η “κάλυψη” αυτή είχε παρασχεθεί από την Αμερική. Ενώ “από τα μέσα Μαΐου 1974 μέχρι και της 15 Ιουλίου βλέπαμε μια ασυνήθιστη δραστηριότητα των Τούρκων” (Σταθόπουλος, σελ. 53), οι Χουντικοί δεν φαινόταν να δίνουν και πολύ σημασία σε όλα αυτά, θεωρώντας πως είχαν επαρκείς διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ για τη μη επέμβαση της Τουρκίας. Έτσι επέμεναν πως απλώς “οι Τούρκοι εκτελούν Ναυτική άσκηση κατόπιν αδείας του ΝΑΤΟ” και ότι “ο Σίσκο διαβεβαίωσεν την Ελλάδα περί μη επίθεσης Τουρκίας” και, ως εκ τούτου, πρέπει “να επιδείξωμεν ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ”!
Το Χουντικό πραξικόπημα κατά του προεδρικού μεγάρου της Κύπρου και του Μακαρίου εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15.7.1974 και ώρα 8.15΄ πρωινή. Ο Ιωαννίδης,που έθεσε τον Κομπόκη επικεφαλής της επιχείρησης κατάληψης του προεδρικού μεγάρου, του είπε: “Θα ήθελα να μου εξασφαλίσετε τη ζωή του Μακαρίου και τη διαφυγή του από την Κύπρο (…) Εάν σκοτωθεί ο Μακάριος, κατά την ενέργεια αυτή, οι μισοί Κύπριοι θα πρέπει να ξεχάσουμε σχεδόν διά παντός ότι είναι Έλληνες. Θα μας μισήσουν κυριολεκτικά. Λατρεύουν τον Μακάριο και θα μας θεωρούν δολοφόνους”.
Το πραξικόπημα τελικά επικράτησε με αποτέλεσμα να θρηνήσουμε πάρα πολλά θύματα. Κατά τον Γεωργίτση υπήρχαν 32 νεκροί από την Εθνοφρουρά και 22 νεκροί από το Επικουρικό Σώμα, κατά δε τον αντιστράτηγο Μπίτο τα θύματα, νεκροί και τραυματίες, υπερέβαιναν τους 300 και κατ’ άλλους τα θύματα ήταν πολύ περισσότερα μια και σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και τα θύματα της θηριωδίας των “άτακτων” της ΕΟΚΑ Β΄και εκείνων που εξόφλησαν προσωπικούς λογαριασμούς, κάτι συνηθισμένο σε εμφυλιοπολεμική σύρραξη.
“Βάλε μια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουμε πρόεδρο!”
Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος και την ανακοίνωση από το ΡΙΚ “ο Μακάριος είναι νεκρός” (η ανακοίνωση του θανάτου του Μακαρίου είχε αποφασιστεί στη σύσκεψη της 2 Ιουλίου 1974 στο ΑΕΔ με σκοπό να ελαχιστοποιηθεί η αντίδραση των Μακαριακών) και την μετά λίγες ώρες μετάδοση από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου του διαγγέλματος του Μακαρίου, με το οποίο γνωστοποιούσε στους Κύπριους ότι είναι ζωντανός και κατάγγελνε τους πραξικοπηματίες ότι με την ενέργειά τους εξυπηρετούν τη διχοτόμηση της Κύπρου, σε συνδυασμό και με την άρνηση ή μη ανεύρεση των “προέδρων” που είχαν υποδειχθεί από τη Χούντα των Αθηνών, οι πραξικοπηματίες αντιμετώπισαν τα προβλήματα.
Ο Κομπόκης, ο οποίος στην ουσία είχε αναλάβει την αρχηγία του πραξικοπήματος, είδε μετά το μεσημέρι είδε σε κάποιο γραφείο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς να περιφέρεται ο Σαμψών, πιεζόμενος από την ανάγκη να ορκίσουν ένα “πρόεδρο”, χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με την Αθήνα, όπως καταθέτει, του είπε: “Πήγαινε βάλε μια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουμε πρόεδρο”. Αυτό και έγινε. Μετά την ορκωμοσία του ο Σαμψών διάβασε το διάγγελμα που είχε ετοιμάσει η Χούντα των Αθηνών και σχημάτισε την “κυβέρνησή” του. Όταν το πληροφορήθηκε ο Ιωαννίδης φέρεται να είπε με αγανάκτηση: “500.000 Έλληνες υπάρχουν στην Κύπρο, αυτόν βρήκατε να κάνετε πρόεδρο”.
Ο Μακάριος, αντιλαμβανόμενος ότι η παραμονή του στην Κύπρο εγκυμονεί κινδύνους για την προσωπική του ασφάλεια και ότι δεν έχει δυνατότητες αντίστασης, κατέφυγε στο Φιλανδικό απόσπασμα του ΟΗΕ που έδρευε στην Πάφο κι από εκεί με ελικόπτερο μεταφέρθηκε στην Αγγλική βάση του Ακρωτηρίου όπου του παραχωρήθηκε αεροπλάνο, το οποίο και τον μετέφερε στη Μάλτα.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής “οι ΗΠΑ συμμετείχαν ενεργά στη λήψη της απόφασης για ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, διαβεβαιώνοντας τον Ιωαννίδη ότι δεν θα επενέβαινε η Τουρκία και ότι γι’ αυτές θα ήταν επιθυμητή η απομάκρυνση του Μακαρίου από την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί ήταν επικίνδυνος για την ασφάλεια της Δύσης, αφού ο ίδιος ο Κίσιντζερ τον είχε αποκαλέσει ‘Κάστρο της Μεσογείου’”.
Η ευθύνη των ΗΠΑ
Για τους Χουντικούς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν επικίνδυνος και εθνικά απαράδεκτος. Βέβαια οι “πάτρωνες” του Ιωαννίδη, οι ΗΠΑ, όπως αυτό τελικά αποδείχθηκε από τα γεγονότα που επακολούθησαν, δεν στόχευαν μόνο στην αντικατάσταση του Μακαρίου στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά παράλληλα επεδίωκαν και την παραχώρηση είτε με συμφωνία της Χούντας των Αθηνών (πρόταση SISCO για παραχώρηση κάποιας διεξόδου στη θάλασσα, στην Τουρκία) είτε με στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας κάποιου τμήματος του νησιού, ώστε να εξασφαλιστούν από μία πιθανή ουδετεροποίηση της Κύπρου και να μπορούν να διατηρούν τον έλεγχο σ’ όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η παραπάνω άποψη για τα απώτερα σχέδια των ΗΠΑ για συγκυριαρχία ή διχοτόμηση της Κύπρου, ενισχύεται και από το διάγγελμα της 15.7.1974 του Μακαρίου με το οποίο κατάγγειλε ρητά τη Χούντα των Αθηνών, ότι με την ενέργειά της εναντίον του διευκόλυνε τα σχέδια διχοτόμησης του νησιού. Ωστόσο δε στοιχειοθετείται από το αποδεικτικό υλικό ότι η Κυβέρνηση των ΗΠΑ επεδίωκε τη διχοτόμηση της Κύπρου και ότι αποδεχόταν τον προφανώς επαπειλούμενο κίνδυνο έκρηξης πολέμου μεταξύ δύο μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας (Ελλάδας Τουρκίας).
Πιθανόν η Χούντα των Αθηνών να είχε σαν απώτερη βλέψη-όνειρο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, αν οι ΗΠΑ δεν έδιναν το πράσινο φως, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το σύνθημα “ένωση” το συντηρούσαν οι επικεφαλής της Χούντας απλά και μόνο για να ζυμώνουν τους κατώτερους αξιωματικούς, ώστε να στηρίζουν τις οποιεσδήποτε επιλογές τους, τις οποίες μόνο εκείνοι που ήταν πολύ κοντά τους γνώριζαν.
Το γεγονός πάντως είναι πως η Τουρκία ήταν στρατιωτικά έτοιμη να επέμβει στην Κύπρο και καραδοκούσε περιμένοντας μόνο την αφορμή που της την έδωσε η Χούντα των Αθηνών με την ανατροπή του Μακαρίου, η οποία έγινε με την προτροπή και τις ευλογίες των ΗΠΑ, καθώς και με την ανοχή της Αγγλίας, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης.
Ωστόσο οι Χουντικοί Ιωαννίδης, Μπονάνος, Γαλατσάνος, καθώς και οι Γκιζίκης και Ανδρουτσόπουλος, θεωρούσαν πως πρώτος εχθρός ήταν ο Μακάριος και έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί ή έστω να ανατραπεί. Έτσι όμως, “αποφασίζοντας και διατάσσοντας”, ενεργούσαν σε πλήρη και σαφή γνώση ότι έδιναν στους Τούρκους την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους και να δημιουργήσουν πολεμική σύρραξη με τη σύμμαχη χώρα, καθώς και κατάσταση επικείμενου πολέμου με την Ελλάδα.
Απόφαση “Απόβαση”
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την μέρα του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου (15.7.1974) μέχρι της εισβολής των Τούρκων στη Μεγαλόνησο (20.7.1974), άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες παρατηρούνται με τα κινήσεις στρατευμάτων με αεροσκάφη, που κατευθύνονται προς τη Βουλγαρία μέσω πολλών χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Πληροφορίες παραπλανητικές για να στρέψει η Αθήνα τις ανησυχίες της μακριά από την επικείμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Το πεδίο ήταν πλέον ανοικτό για την τουρκική επέμβαση. Η διαταγή για την εκκίνηση των πλοίων του Τουρκικού στόλου από τις τουρκικές ακτές δόθηκε από τον Αρχηγό του τουρκικού Στρατού, που βρισκόταν στα Άδανα, στις 5 η ώρα το απόγευμα της 19.7.1974. Η απόβαση των Τούρκων στη μεγαλόνησο ξεκινούσε. Κι όμως ο ο αρχηγός του ΓΕΕΦ ταξίαρχος Γεωργίτσης (σελ. 85 της κατάθεσής τουΦ1), χαρακτήριζε την ενέργεια των Τούρκων όχι ως απόβαση, ΑΛΛΑ ΩΣ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ, με άλλα λόγια ως “άσκηση ενός νόμιμου δικαιώματος” της Τουρκίας! Ο ΑΤΤΙΛΑΣ Ι είχε πλέον ξεκινήσει, καθώς όπως έγραψε πριν από 2.400 χρόνια ο Θουκιδίδης: “Στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν”, (Α 142).
Στη συνέχεια: Από τον ΑΤΤΙΛΑ Ι στον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ. Ο “Φάκελος Κύπρου” αποκαλύπτει το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης εθνικής τραγωδίας.