ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ… Ετσι έπεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη-Ο ρόλος Σαμαρά στο σκοπιανό

Οι αρνητικές συγκυρίες, που εμπόδιζαν τον Μητσοτάκη να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, προέκυψε την ίδια εκείνη περίοδο η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ύ­στερα από σταθερότητα δεκαετιών, το «πνεύμα της φιάλης» βγήκε στη φόρα και το μακεδονικό ζήτημα νεκρανέστησε παλιούς, ξεχασμένους, ε­θνικισμούς. Ένα σημαντικό πρόβλημα δημιουρ­γούνταν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πρόβλη­μα εξαιρετικής ευαισθησίας για τους Έλληνες και με μεγάλες πολιτικές (και όχι μόνο) προεκτάσεις. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός φαινόταν ήρεμος. Εμπιστευόταν απόλυτα τον υπουργό εξωτερικών, έ­να δικό του «παιδί», τον Αντώνη Σαμαρά. Είχε πί­στη στις ικανότητές του και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ο νεαρός πολιτικός δεν θα τον πρόδιδε ποτέ. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Μητσοτάκης: ό­λοι να στρέφονταν εναντίον του, ο Σαμαράς θα στεκόταν σίγουρα στο πλευρό του…
Το ζήτημα των Σκοπίων
Τα Σκόπια ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβί­α στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, μέρα που έκτοτε ισοδυναμεί γι’ αυτά με εθνική επέτειο. Μέχρι τότε αποτελούσαν ξέ­χωρη δημοκρατία στο πλαί­σιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με την επίσημη ονομασία «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημο­κρατία της Μακεδονίας» και σημαία το πεντάκτινο αστέρι. Κι όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις -στον βωμό των καλών σχέσεων με το Βελιγράδι- σιω­πούσαν προκλητικά επί σειρά δεκαετιών αναφο­ρικά με τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γειτονικό κράτος! Μάλιστα ο τότε πρωθυπουρ­γός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε ομιλία του το 1986 στο 3ο Σώμα Στρατού δήλωσε δημόσια ότι η χρή­ση του ονόματος «Μακεδονία» είναι… εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας!
Παρ’ όλα αυτά η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας βρήκε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη τε­λείως απροετοίμαστες. Προς τα τέλη του 1991 εί­χαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από το Βελιγράδι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Σλο­βενία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η «Μακεδονία». Η μπαρουταποθήκη της Βαλκανικής ή­ταν και πάλι έτοιμη να εκραγεί, παρασύροντας στο διάβα της τα πάντα και ανοίγοντας παλιές βα­θιές πληγές στις μνήμες των λαών της περιοχής. Άλλωστε, πέρα από τις παραπάνω χώρες που α­νεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, έτοι­μα για κάτι τέτοιο φαίνονταν (όπως απεδείχθη αρ­γότερα με την απόσχισή τους) και το Μαυροβού­νιο, αλλά και το Κοσσυφοπέδιο…
Ειδικά για την Ελλάδα η ανακήρυξη των Σκοπίων σε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημο­κρατία της Μακεδονίας» ξύπνησε άσχημες ανα­μνήσεις και τροφοδότησε τον εθνικισμό. Φωνές αλυτρωτικές ακούστηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στα Σκόπια και ένα νέο πρόβλημα προστέθηκε στα τόσα άλλα άλυτα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Βορειοηπειρωτικό κ.ά.). Εκείνη ακρι­βώς την κρίσιμη ώρα φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε λάθος, όταν εμπιστευό­ταν τον Αντώνη Σαμαρά για το τόσο νευραλγικό πόστο του υπουργού εξωτερικών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσάπτουν στον Σαμαρά ότι είχε α­πό τότε στο μυαλό του άλλα σχέδια, ότι θέλησε να παίξει το πολιτικό του μέλλον πάνω στη ράχη της Μακεδονίας…
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 σημειώθηκε το πρώτο «άδειασμα» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαμαρά. Τη μέρα εκείνη, στις Βρυξέλ­λες, συνήλθαν οι υπουργοί εξωτερικών των χωρών-μελών της ΕΟΚ, με κεντρικό θέμα την ανα­γνώριση των νέων κρατών που προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκο­σλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Βασικότερα κριτήρια για την αναγνώρισή τους ήταν τα εξής: ο σεβασμός του «χάρτη» του ΟΗΕ, η αναγνώριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελι­κή πράξη του Ελσίνκι, καθώς βέβαια και ο σεβα­σμός προς τους γείτονες (έλλειψη αλυτρωτικού πνεύματος κτλ.). Αλλά και ο Έλληνας πρωθυ­πουργός δήλωσε ξεκάθαρα πως, για να αναγνω­ρισθεί η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων θα έ­πρεπε να εκπληρώνονται τρεις προϋποθέσεις: να εγγυάται το Σύνταγμα της καινούριας Δημοκρατί­ας ότι δεν τρέφει εδαφικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας, να διευκρινίσει ρητά ότι δεν υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα και, τέλος, να αλλάξει το όνομά της κατά τέτοιον τρόπο, ώ­στε να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική συνέχεια.
Μέχρι την τόσο κρίσιμη -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- ημερομηνία της 16ης Δεκεμβρίου του 1991 ο Αντώνης Σαμαράς ούτε καν είχε ασχολη­θεί με το ζήτημα των Σκοπίων! Έδειχνε μάλιστα σχεδόν αδιάφορος και το είχε υποβαθμίσει σε τό­σο μεγάλο βαθμό, που προκαλούσε εύλογες απορίες πώς άραγε είναι δυνατόν για τρεις ολό­κληρους μήνες (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1991) ο υπεύθυνος υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας να μην έχει σημάνει συναγερμό για τη Μακεδονί­α, δεδομένου ότι τα Σκόπια είχαν ήδη ανακηρύξει επίσημα την ανεξαρτητοποίησή τους(;)! Η απλή απάντηση, όπως φάνηκε κι απ’ τη συνέχεια, είναι ότι την περίοδο εκείνη ο Σαμαράς δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι το ζήτημα της Μακεδονίας ήταν «χρυσάφι» για τον ίδιο και την πολιτική του καριέ­ρα. Μόνο στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 το κατά­λαβε και, εντελώς ξαφνικά, μετατράπηκε σε… «Μακεδονομάχο»!
Απόδειξη για την πλήρη αδιαφορία Σαμαρά σχετι­κά με το ζήτημα των Σκοπίων είναι η έλλειψη κάθε αντίδρασης εκ μέρους του, όταν τα Σκόπια ανα­κηρύχθηκαν ανεξάρτητα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! Επίσης, τον ίδιο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1991, αδιαφόρησε παντελώς για τον διο­ρισμό Έλληνα εκπροσώπου στην αρμόδια επι­τροπή Μπαντιντέρ, κάτι που θεωρήθηκε επιζήμιο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αλλά και δύο μόλις εβδομάδες πριν τη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών, δηλ. στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς υπέγραψε -μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους του- τον περίφημο «Κανονισμό 3567/91» του Συμβουλίου υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ, σύμφωνα με τον οποίο η νε­ότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων αναγνωρίζεται ως… «Μακεδονία» σκέτο! Την ημέρα εκείνη, με την υπογραφή μάλιστα του Έλληνα υπουργού ε­ξωτερικών, πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία «Δη­μοκρατία της Μακεδονίας»…
Αλλά το εξοργιστικό σχετικά με τη στάση του Σαμαρά είναι άλλο: απέφυγε να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη για τον εν λόγω «Κανονισμό» κι έτσι το θέμα πνίγηκε μες στην όλο και πιο δύσκολη διαμορφωμένη κατά­σταση που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση. Κι ό­ταν αργότερα, το καλοκαίρι του 1993, δημοσιο­γράφοι επανέφεραν το θέμα σχετικά με τις τερά­στιες ευθύνες του Σαμαρά για τη γένεση του νεώ­τερου Μακεδονικού ζητήματος, αυτός προσπά­θησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ισχυρι­ζόμενος ότι δεν παρέστη και δεν υπέγραψε το πρωτόκολλο εκείνο! Τα γεγονότα όμως τον διέψευδαν, παρά την απέλπιδα προσπάθεια που έ­κανε για να αποφύγει την «ταφόπλακα» της πολι­τικής του καριέρας…
Και έφτασε έτσι η μοιραία 16η Δεκεμβρίου. Τότε ο Αντώνης Σαμαράς, χωρίς και πάλι να ενημερώ­σει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό, υπέγραψε την τελική πράξη που οδήγησε στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας. Διότι η απόφαση εκείνης της ημέρας γέννησε ανέμους και σκόρπισε θύελ­λες, αφού αμέσως μετά ξεκίνησαν οι τρομερές ε­χθροπραξίες στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλα­βίας και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε πάνω από τρία χρόνια, έως και το 1995, και σαν αποτέλεσμα είχε τουλάχιστον 200.000 νε­κρούς, πολλαπλάσιους τραυματίες και ξεσπιτωμένους, αλλά και απομάκρυνε ακόμα περισσότε­ρο τα Βαλκάνια από την υπόλοιπη Ευρώπη…
Ειδικά δε για την Ελλάδα, την αποφράδα εκείνη ημέρα γιγαντώθηκε εκ του μηδενός το ζήτημα των Σκοπίων. Οι σπόροι μας ατιμωτικής ήττας και μιας εθνικής ταπείνωσης για την ευρωπαϊκή Ελ­λάδα από ένα θνησιγενές κρατίδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς καμία εθνική συνοχή, με τεράστια οι­κονομικά προβλήματα και απίστευτη ανεργία, ρί­χτηκαν εκείνη την ημέρα και με την υπογραφή του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, του Αντώνη Σαμαρά… Ο οποίος ούτε καν ζήτησε την απάλειψη της λέξης «Μακεδονία» από το όνομα των Σκοπίων, χάνοντας έτσι η Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να κλείσει προς όφελός της ένα πρόβλη­μα, που αργότερα μεταβλήθηκε σε γάγγραινα για τα συμφέροντα του ελληνισμού [Γιατί δεν διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοι­πους υπουργούς εξωτερικών της ΕΟΚ ο Αντώνης Σαμαράς την τόσο κρίσιμη 16η Δεκεμβρίου 1991; Δεν μας το αποκάλυψε ποτέ…].
Κι όμως έκτοτε ο Σαμαράς άρχισε να εμφανίζεται σαν αδιάλλακτος πατριώτης και «Σκοπιανοφάγος»! Ποιος, αυτός που μέχρι τότε καλλιεργούσε ένα υπερπροοδευτικό, σχεδόν διεθνιστικό, πρό­σωπο και αποκαλούσε μάλιστα την μουσουλμανι­κή μειονότητα της Δυτικής Θράκης «τουρκική»! Αυτός που άφησε να ανοίξουν ανεξέλεγκτα τα ελ­ληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς να εξασφαλίσει κα­μία εγγύηση για τα εθνικά δικαιώματα της ελληνι­κής μειονότητας της Αλβανίας, έγινε ξαφνικά μα­χητικός εθνικιστής και δεν δεχόταν καμία δια­πραγμάτευση για το «ιερό όνομα της Μακεδονί­ας»…
Η γενικότερη στάση του Αντώνη Σαμαρά στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 υπήρξε απαράδεκτη και προσβλητική προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, τον Κωνσταντίνο Μητσο­τάκη. Έγινε κατόπιν γνωστό ότι στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων εκείνης της μέρας ο Σα­μαράς όχι μόνο δεν συνομίλησε με τον πρωθυ­πουργό του, αλλά… κρυβόταν επιμελώς, φοβού­μενος προφανώς μήπως συμβεί κάτι απρόοπτο που θα του χαλούσε τα σχέδια που προφανώς εί­χε στο μυαλό του. Αργότερα θέλησε να δικαιολο­γηθεί για την πρωτοφανή στάση του, να μην έχει δηλαδή άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της χώρας για μείζον εθνικό θέμα, με διάφορα αστεία επιχειρήματα. Είπε π.χ. ότι δεν χρειαζόταν να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, διότι οι οδηγίες που είχε λάβει από εκείνον ήταν συγκεκριμένες και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξουν (τότε γιατί άραγε γίνονταν α πολύωρες διαπραγματεύσεις;)!… Επί­σης, είπε ότι ούτως ή άλλως οι θέσεις του δικαιώ­θηκαν, άρα όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοί­ρα (κι όμως το ζήτημα των Σκοπίων ακριβώς τότε διογκώθηκε και χάθηκε το όνομα της Μακεδονίας για τον ελληνισμό…).
Ο Σαμαράς έχτισε έκτοτε την εικόνα του δήθεν α­συμβίβαστου πατριώτη για το όνομα της Μακεδονίας, στηριζόμενος ακριβώς πάνω στη συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου και τον περίφημο «τρίτο ό­ρο», που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα ελληνικά δίκαια σχετικά με το πρόβλημα που αναδύθηκε [Τελικά, μετά από λίγο καιρό, φάνηκε η «γύ­μνια» του Σαμαρά, αφού όλοι απολύτως οι Ευρω­παίοι εταίροι της Ελλάδας αποδείχτηκε ότι ερμή­νευαν διαφορετικά από την ελληνική πλευρά τον «τρίτο όρο» της συμφωνίας. Ήταν λοιπόν θέμα ερμηνείας, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο ί­διος ο Σαμαράς και δεν επρόκειτο για μεγάλη δι­πλωματική του νίκη, όταν θέλησε να την παρου­σιάσει ως τέτοια στην προσπάθειά του να οικο­δομήσει το προφίλ του επερχόμενου ηγέτη…]. Ο όρος αυτός ανέφερε ότι καμία από τις νέες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ο­νομασία, η οποία να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις [Οι άλλοι δύο όροι ήταν: να μην έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι κάποιας γειτονικής χώρας και να μην πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδι­στικές δραστηριότητες].
Αντιφατική λοιπόν ήταν η στάση του Σαμαρά στην ιστορική συνεδρίαση των Βρυξελλών, στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Από τη μια υπέγραψε το κεί­μενο που αναφερόταν σε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από την άλλη έβαλε τάχα τον όρο καμία ονομασία να μην υπονοεί αλυτρωτικές διαθέσεις. Μα το ένα αναιρεί το άλλο! Διότι πώς να πειστούν μετά οι Ευρωπαίοι για τα ελληνι­κά δίκαια, όταν ο ίδιος ο Σαμαράς με την υπογρα­φή του αναγνώρισε τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Άρα ο «τρίτος όρος» πήγαινε στον κάλαθο των α­χρήστων, αφού δεν αφορούσε με κανέναν τρόπο την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήδη είχε υπογράψει ο Σαμαράς! Πρόκειται για έ­να πολύ σκοτεινό σημείο της πολιτικής διαδρο­μής του Μεσσήνιου πολιτικού, που ο ίδιος δεν θέ­λησε ποτέ του να διαλευκάνει…
Ό,τι δεν είχαν ως τότε καταφέρει να κάνουν η α­ντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το παραγωγικό σαμποτάζ στην οικονομία, η διεθνής εκστρατεία δυσφήμησης της χώρας και η τρομοκρατία εναντίον της οικο­γένειας Μητσοτάκη, το κατάφερε ο βασικός του συνεργάτης μέσω του «Μακεδονικού». Με αποτέ­λεσμα την πτώση αργότερα της κυβέρνησης Μη­τσοτάκη και τη μετατροπή της χώρας σε «δού­ρειο ίππο» μέσα στη Δύση σκοτεινών υπερδυνά­μεων…
Έτσι λοιπόν, ο Σαμαράς στην ενημέρωση του πρωθυπουργού που ακολούθησε παρουσίασε την άσχημη τροπή των πραγμάτων σαν μια «με­γάλη ελληνική νίκη», που οφειλόταν στην πιστή υ­ποτίθεται εφαρμογή των οδηγιών που του είχε δώσει ο Μητσοτάκης. Ο τότε πρωθυπουργός αρ­χικά απέφυγε να επιπλήξει δημόσια τον υπουργό του, μην θέλοντας επιπροσθέτως να πιστέψει ότι ένας τόσο στενός του συνεργάτης τον εξέθεσε. Αλλά και ο, ανοιχτός σε κάθε ερμηνεία, «τρίτος ό­ρος» λειτούργησε το πρώτο διάστημα καθησυχα­στικά για τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Γρήγορα πάντως ο πρωθυπουργός και πρόε­δρος της ΝΔ κατάλαβε το διπλό παιχνίδι του Σα­μαρά. Ήταν όμως δύσκολο να πάρει ριζικές απο­φάσεις, δηλ. να τον απομακρύνει απ’ την κυβέρ­νηση, αφού η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρί­σιμη. Ήταν οι μέρες της διεξαγωγής του πρωτο­φανούς σε όγκο συλλαλητηρίου της Θεσσαλονί­κης και το σύνθημα του πλήθους έπνιξε κάθε φω­νή λογικής: «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική»! Ο Σαμαράς απρόσμενα μεταβλήθηκε σε αγαπημένο των μαζών, στον μελλοντικό ηγέτη που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μια σύγχρονη «Μεγάλη Ι­δέα»! Οι δυνάμεις που κρύβονταν πίσω απ’ τον Σαμαρά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση: ο Έλληνας υπουργός των εξωτερικών, ηθελημέ­να ή μη, έβαλε σε «τροχιά» το μεγάλο γεωπολιτι­κό τους σχέδιο…
Η Ελλάδα είχε πέσει λοιπόν στην παγίδα. Με όχημα το «Μακεδονικό» έγινε κι αυτή μέρος του βαλ­κανικού προβλήματος, αντί να αποτελέσει την ή­ρεμη εκείνη δύναμη, ως η μόνη τότε χώρα-μέλος της ΕΟΚ και του NATO στην περιοχή, που θα πρωταγωνιστούσε στην -πολιτική, οικονομική και κοινωνική- αναδιαμόρφωση του βαλκανικού τοπίου. Η τακτική δηλ. του Αντώνη Σαμαρά να «παί­ξει» το χαρτί του ζητήματος των Σκοπίων οδήγησε την Ελλάδα σε μια φοβερή γεωπολιτική ανι­σορροπία… Χρόνια αργότερα, γενική ήταν η διαπίστωση ότι αν τότε η Ελλάδα δεν είχε ακολουθή­σει τη συναισθηματικά φορτισμένη πολιτική των «Μακεδονομάχων» {κυρίως του Σαμαρά, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που κι αυτό όψιμα είχε μπει στο «παιχνίδι» [Μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπαν­δρέου αδιαφορούσαν πλήρως για το λεγόμενο «Μακεδονικό» και, φυσικά, απέρριπταν το παλιό δόγμα της ελληνικής Δεξιάς περί «κινδύνου από τον Βορρά». Εκείνους δε που ασχολούνταν με τα εθνικά θέματα της Ελλάδας που σχετίζονταν με τις βόρειες χώρες τον αποκαλούσαν χωρίς δεύ­τερη σκέψη «αντιδραστικό» και «φασίστα». Μέ­χρι το 1991-92 για το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του τα μόνα εθνικά θέματα προς συζήτηση ήταν εκεί­να που είχαν σχέση με την Τουρκία (Κύπρος, Αι­γαίο και Θράκη)]}, θα έπαιζε τον πλέον σημαντικό και ρυθμιστικό ρόλο στα Βαλκάνια: θα είχε καταστεί μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη, που θα την σέβονταν όλοι στο ολισθηρό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων…
Εξαιτίας όμως της πολιτικής των πατριδοκάπη­λων η Ελλάδα παρουσιάστηκε από τα ξένα ΜΜΕ ως μια χώρα σχεδόν τριτοκοσμική και ξενοφοβι­κή, με άκρως επεκτατικές βλέψεις, που επιθυμού­σε τη διάλυση και την απορρόφηση του κράτους των Σκοπίων. Άλλωστε ο τότε ηγέτης των Σέρ­βων, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό να μοιράσουν οι δυο χώρες το κρατίδιο και να αποκτήσουν έτσι κοινά σύ­νορα! [Φυσικά ο Μητσοτάκης απέρριψε ασυζητητί την προβοκατόρικη πρόταση, η οποία φιλοδοξούσε να χύσει λάδι στη φωτιά και να ρίξει την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή σε φοβερές περιπέτειες… Αντίθετα, την πρόταση Μιλόσεβιτς υποστήριξε έμμεσα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέ­ας Παπανδρέου]
Εν τω μεταξύ, ο έμπειρος Μητσοτάκης, ένας πο­λιτικός που πέρασε δια πυρός και σιδήρου (όσο κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας πολιτικός), είχε πλέον καταλάβει πού οδηγούσε η πολιτική Σαμαρά. Αισθανόταν πικραμένος από τη συμπερι­φορά του υπουργού που εμπιστεύθηκε και τόσο στήριξε κατά το παρελθόν [Όντως, στις έντονες κριτικές που του είχαν α­σκηθεί την περίοδο 1989-90, όταν δηλ. πρόβαλλε τον Σαμαρά ως φιλόδοξο νέο πολιτικό και ισχυ­ρό υπουργό των εξωτερικών, από διάφορες πλευρές (π.χ. από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), ο Μητσοτάκης τον κάλυψε πλήρως. Πίστευε τότε ότι στο πρόσωπο του Σαμαρά είχε βρει έναν πι­στό συνεργάτη, που θα προωθούσε την πολιτική του στις τόσο δύσκολες συνθήκες που είχαν δια­μορφωθεί…]. Η ρήξη ανάμεσα σε «πατέρα» και «γιο» θα ήταν τραγική, μα αναπό­φευκτη…

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.