Αφορμή για το τελευταίο ήταν από τη μία οι υπόγειες διεργασίες για μια ελληνο-αλβανική συμφωνία και από την άλλη η όξυνση του αλβανικού εθνικισμού που εκδηλώθηκε με αυθαιρεσίες εναντίον των βορειοηπειρωτών. Η αλβανική επιθετικότητα κορυφώθηκε ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, με τη δολοφονία του ομογενούς Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες.
Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνισμός της περιοχής αυτής έως πρόσφατα, είχε λησμονηθεί σχεδόν εντελώς από τη μητρόπολη. Κι αυτό δεν οφειλόταν μόνον στην παρατεταμένη οικονομική κρίση, που μας κατάντησε «ομφαλοσκόπους». Το κακό είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν, καθώς ως κοινωνία εκδηλώσαμε συμπτώματα απώλειας της ιστορικής μας μνήμης αλλά και αδιαφορίας για τον μείζονα ελληνισμό. Πιο εύκολα έβλεπε κανείς διαδήλωση για τη Νικαράγουα, παρά για τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρειο Ήπειρο. Παραδόξως, η αριστερά κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να στιγματίσει ως ακροδεξιούς όσους αγωνιούσαν για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, καθώς βρίσκονταν υπό το φιλικό τους κομμουνιστικό καθεστώς Χότζα.
Το βορειοηπειρωτικό, λοιπόν, περιθωριοποιήθηκε και ξεχάστηκε. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι προσπάθειες λίγων πολιτικών που όλα αυτά τα χρόνια «τσιγκλούσαμε», στο μέτρο του δυνατού, την ελληνική πολιτεία για να πιέσει την αλβανική πλευρά και να δώσει επιτέλους την άδεια για να ταφούν οι χιλιάδες στρατιώτες μας που έδωσαν τη ζωή τους στο έπος του 40-41. Και είναι ευχής έργο που βρήκαν ανάπαυση τα οστά κάποιων απ’ αυτούς, 77 χρόνια μετά, έστω και χωρίς την παρουσία συγγενών τους.
Ωστόσο, στην Αλβανία είναι προφανές ότι εδώ και καιρό ηχούν τα τύμπανα ενός ακραίου εθνικισμού, που στοχεύει στη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το κρύβουν οι γείτονές μας. Στον πρόσφατο ανασχηματισμό που έκανε ο «σοσιαλιστής» Έντι Ράμα πρότεινε για υπουργούς του και δύο Κοσοβάρους -τον έναν μάλιστα για υπουργό Εξωτερικών, χωρίς να τα καταφέρει λόγω αντίδρασης του προέδρου Ιλίρ Μέτα.
Δυστυχώς, το αλβανικό σχέδιο φαίνεται ότι προβλέπει άσχημες εξελίξεις και για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Ο στόχος είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ο εκτοπισμός των ομογενών από τις προγονικές τους εστίες. Ήδη από το 2014, με τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, προωθήθηκαν αυθαίρετες συνενώσεις δήμων, ώστε να χαθούν οι ελληνικές πλειοψηφίες. Το 2015, με κυβερνητική απόφαση, που θυμίζει εποχές Χότζα, κατεδαφίζεται ο Ναός του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Δρυμάδες. Τελευταίο κτύπημα, μετά τα γεγονότα στους Βουλιαράτες, ήταν η κυβερνητική απόφαση του Νοεμβρίου, με την οποία περίπου 14 χιλιάδες στρέμματα σε όλη την ακτογραμμή του Ιονίου, από τη Χειμάρρα μέχρι τα Εξαμήλια, ελληνικής κατά βάση ιδιοκτησίας, απαλλοτριώνονται παρανόμως, δήθεν για αξιοποίηση.
Πρόκειται για αναμφίβολη κλοπή, που δεν συνάδει με κράτος δικαίου, το οποίο, υποτίθεται, ότι επιδιώκει να εισέλθει στην ΕΕ. Οι παραπάνω αποφάσεις συνοδεύονται από μια σκληρή ανθελληνική ρητορική τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από πολιτικούς της αντιπολίτευσης, όπως ο Μπερίσα, που δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση σε χώρα που επιδιώκει φιλικές σχέσεις με τους γείτονές της. Ελπιδοφόρο στοιχείο η συντονισμένη, απέναντι στις αλβανικές προκλήσεις, αντίδραση από τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και ιδιαιτέρως της Χειμάρρας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός για να επιβιώσει στις εστίες του χρειάζεται τη βοήθεια του εθνικού κέντρου. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την στάση που έχει τηρήσει η παρούσα κυβέρνηση και σ’ αυτό το ζήτημα. Οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με την Αλβανία, που έμειναν στη μέση, λόγω των αντιδράσεων στο «μακεδονικό», αν ήταν όπως αυτές με τα Σκόπια, είναι λογικό να τροφοδοτούσαν ακόμη περισσότερο την αλβανική θρασύτητα. Στο ίδιο συνετέλεσε, δυστυχώς, και η στάση του ελληνικού υπουργείου Προστασίας του Πολίτη με τη δολοφονία Κατσίφα, για την οποία, παρά τις ερωτήσεις μας, σαφείς απαντήσεις δεν λάβαμε.
Τα Τίρανα πρέπει να κατανοήσουν ότι θα έχουν κόστος για τη συμπεριφορά τους. Η Ευρώπη δεν είναι μια «ζούγκλα» χωρίς κανόνες. Η Ελλάδα οφείλει να αναδείξει με μεγαλύτερη ένταση τις αλβανικές αυθαιρεσίες, σε όλα τα ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν η αλβανική οικονομία να επιβιώνει, εκτός από τα κέρδη της εκτεταμένης εγκληματικότητας -όπως καταγγέλλεται διεθνώς-. από τα εμβάσματα των μεταναστών στην Ελλάδα και να δεχόμαστε τέτοιου είδους επιθέσεις. Για τον λόγο αυτό, τώρα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη κυβέρνηση, που με σοβαρότητα και αίσθημα ευθύνης θα υπερασπιστεί τα εθνικά της δίκαια, χωρίς επιζήμιες συμφωνίες που μας οδηγούν σε εθνικές υποχωρήσεις.