ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ…Πως ηττηθήκαμε οριστικά στο Σκοπιανό ζήτημα από το 1991

η εικόνα προφίλ σας, Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο Γιώργος Αθανασίου

Το 1991 σαν να μην έφταναν όλες  οι αρνητικές συγκυρίες, που εμπόδιζαν τον Μητσοτάκη να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, προέκυψε την ίδια εκείνη περίοδο η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ύ­στερα από σταθερότητα δεκαετιών, το «πνεύμα της φιάλης» βγήκε στη φόρα και το μακεδονικό ζήτημα νεκρανέστησε παλιούς, ξεχασμένους, ε­θνικισμούς. Ένα σημαντικό πρόβλημα δημιουρ­γούνταν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πρόβλη­μα εξαιρετικής ευαισθησίας για τους Έλληνες και με μεγάλες πολιτικές (και όχι μόνο) προεκτάσεις. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός φαινόταν ήρεμος. Εμπιστευόταν απόλυτα τον υπουργό εξωτερικών, έ­να δικό του «παιδί», τον Αντώνη Σαμαρά. Είχε πί­στη στις ικανότητές του και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ο νεαρός πολιτικός δεν θα τον πρόδιδε ποτέ. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Μητσοτάκης: ό­λοι να στρέφονταν εναντίον του, ο Σαμαράς θα στεκόταν σίγουρα στο πλευρό του…
Το ζήτημα των Σκοπίων
Τα Σκόπια ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβί­α στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, μέρα που έκτοτε ισοδυναμεί γι’ αυτά με εθνική επέτειο. Μέχρι τότε αποτελούσαν ξέ­χωρη δημοκρατία στο πλαί­σιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με την επίσημη ονομασία «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημο­κρατία της Μακεδονίας» και σημαία το πεντάκτινο αστέρι. Κι όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις -στον βωμό των καλών σχέσεων με το Βελιγράδι- σιω­πούσαν προκλητικά επί σειρά δεκαετιών αναφο­ρικά με τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γειτονικό κράτος! Μάλιστα ο τότε πρωθυπουρ­γός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε ομιλία του το 1986 στο 3ο Σώμα Στρατού δήλωσε δημόσια ότι η χρή­ση του ονόματος «Μακεδονία» είναι… εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας!
Παρ’ όλα αυτά η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας βρήκε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη τε­λείως απροετοίμαστες. Προς τα τέλη του 1991 εί­χαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από το Βελιγράδι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Σλο­βενία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η «Μακεδονία». Η μπαρουταποθήκη της Βαλκανικής ή­ταν και πάλι έτοιμη να εκραγεί, παρασύροντας στο διάβα της τα πάντα και ανοίγοντας παλιές βα­θιές πληγές στις μνήμες των λαών της περιοχής. Άλλωστε, πέρα από τις παραπάνω χώρες που α­νεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, έτοι­μα για κάτι τέτοιο φαίνονταν (όπως απεδείχθη αρ­γότερα με την απόσχισή τους) και το Μαυροβού­νιο, αλλά και το Κοσσυφοπέδιο…
Ειδικά για την Ελλάδα η ανακήρυξη των Σκοπίων σε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημο­κρατία της Μακεδονίας» ξύπνησε άσχημες ανα­μνήσεις και τροφοδότησε τον εθνικισμό. Φωνές αλυτρωτικές ακούστηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στα Σκόπια και ένα νέο πρόβλημα προστέθηκε στα τόσα άλλα άλυτα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Βορειοηπειρωτικό κ.ά.). Εκείνη ακρι­βώς την κρίσιμη ώρα φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε λάθος, όταν εμπιστευό­ταν τον Αντώνη Σαμαρά για το τόσο νευραλγικό πόστο του υπουργού εξωτερικών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσάπτουν στον Σαμαρά ότι είχε α­πό τότε στο μυαλό του άλλα σχέδια, ότι θέλησε να παίξει το πολιτικό του μέλλον πάνω στη ράχη της Μακεδονίας…
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 σημειώθηκε το πρώτο «άδειασμα» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαμαρά. Τη μέρα εκείνη, στις Βρυξέλ­λες, συνήλθαν οι υπουργοί εξωτερικών των χωρών-μελών της ΕΟΚ, με κεντρικό θέμα την ανα­γνώριση των νέων κρατών που προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκο­σλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Βασικότερα κριτήρια για την αναγνώρισή τους ήταν τα εξής: ο σεβασμός του «χάρτη» του ΟΗΕ, η αναγνώριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελι­κή πράξη του Ελσίνκι, καθώς βέβαια και ο σεβα­σμός προς τους γείτονες (έλλειψη αλυτρωτικού πνεύματος κτλ.). Αλλά και ο Έλληνας πρωθυ­πουργός δήλωσε ξεκάθαρα πως, για να αναγνω­ρισθεί η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων θα έ­πρεπε να εκπληρώνονται τρεις προϋποθέσεις: να εγγυάται το Σύνταγμα της καινούριας Δημοκρατί­ας ότι δεν τρέφει εδαφικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας, να διευκρινίσει ρητά ότι δεν υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα και, τέλος, να αλλάξει το όνομά της κατά τέτοιον τρόπο, ώ­στε να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική συνέχεια.
Μέχρι την τόσο κρίσιμη -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- ημερομηνία της 16ης Δεκεμβρίου του 1991 ο Αντώνης Σαμαράς ούτε καν είχε ασχολη­θεί με το ζήτημα των Σκοπίων! Έδειχνε μάλιστα σχεδόν αδιάφορος και το είχε υποβαθμίσει σε τό­σο μεγάλο βαθμό, που προκαλούσε εύλογες απορίες πώς άραγε είναι δυνατόν για τρεις ολό­κληρους μήνες (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1991) ο υπεύθυνος υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας να μην έχει σημάνει συναγερμό για τη Μακεδονί­α, δεδομένου ότι τα Σκόπια είχαν ήδη ανακηρύξει επίσημα την ανεξαρτητοποίησή τους(;)! Η απλή απάντηση, όπως φάνηκε κι απ’ τη συνέχεια, είναι ότι την περίοδο εκείνη ο Σαμαράς δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι το ζήτημα της Μακεδονίας ήταν «χρυσάφι» για τον ίδιο και την πολιτική του καριέ­ρα. Μόνο στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 το κατά­λαβε και, εντελώς ξαφνικά, μετατράπηκε σε… «Μακεδονομάχο»!
Απόδειξη για την πλήρη αδιαφορία Σαμαρά σχετι­κά με το ζήτημα των Σκοπίων είναι η έλλειψη κάθε αντίδρασης εκ μέρους του, όταν τα Σκόπια ανα­κηρύχθηκαν ανεξάρτητα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! Επίσης, τον ίδιο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1991, αδιαφόρησε παντελώς για τον διο­ρισμό Έλληνα εκπροσώπου στην αρμόδια επι­τροπή Μπαντιντέρ, κάτι που θεωρήθηκε επιζήμιο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αλλά και δύο μόλις εβδομάδες πριν τη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών, δηλ. στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς υπέγραψε -μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους του- τον περίφημο «Κανονισμό 3567/91» του Συμβουλίου υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ, σύμφωνα με τον οποίο η νε­ότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων αναγνωρίζεται ως… «Μακεδονία» σκέτο! Την ημέρα εκείνη, με την υπογραφή μάλιστα του Έλληνα υπουργού ε­ξωτερικών, πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία «Δη­μοκρατία της Μακεδονίας»…
Αλλά το εξοργιστικό σχετικά με τη στάση του Σαμαρά είναι άλλο: απέφυγε να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη για τον εν λόγω «Κανονισμό» κι έτσι το θέμα πνίγηκε μες στην όλο και πιο δύσκολη διαμορφωμένη κατά­σταση που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση. Κι ό­ταν αργότερα, το καλοκαίρι του 1993, δημοσιο­γράφοι επανέφεραν το θέμα σχετικά με τις τερά­στιες ευθύνες του Σαμαρά για τη γένεση του νεώ­τερου Μακεδονικού ζητήματος, αυτός προσπά­θησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ισχυρι­ζόμενος ότι δεν παρέστη και δεν υπέγραψε το πρωτόκολλο εκείνο! Τα γεγονότα όμως τον διέψευδαν, παρά την απέλπιδα προσπάθεια που έ­κανε για να αποφύγει την «ταφόπλακα» της πολι­τικής του καριέρας…
Και έφτασε έτσι η μοιραία 16η Δεκεμβρίου.

Τότε ο Αντώνης Σαμαράς, χωρίς και πάλι να ενημερώ­σει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό, υπέγραψε την τελική πράξη που οδήγησε στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας. Διότι η απόφαση εκείνης της ημέρας γέννησε ανέμους και σκόρπισε θύελ­λες, αφού αμέσως μετά ξεκίνησαν οι τρομερές ε­χθροπραξίες στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλα­βίας και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε πάνω από τρία χρόνια, έως και το 1995, και σαν αποτέλεσμα είχε τουλάχιστον 200.000 νε­κρούς, πολλαπλάσιους τραυματίες και ξεσπιτωμένους, αλλά και απομάκρυνε ακόμα περισσότε­ρο τα Βαλκάνια από την υπόλοιπη Ευρώπη…
Ειδικά δε για την Ελλάδα, την αποφράδα εκείνη ημέρα γιγαντώθηκε εκ του μηδενός το ζήτημα των Σκοπίων. Οι σπόροι μας ατιμωτικής ήττας και μιας εθνικής ταπείνωσης για την ευρωπαϊκή Ελ­λάδα από ένα θνησιγενές κρατίδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς καμία εθνική συνοχή, με τεράστια οι­κονομικά προβλήματα και απίστευτη ανεργία, ρί­χτηκαν εκείνη την ημέρα και με την υπογραφή του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, του Αντώνη Σαμαρά… Ο οποίος ούτε καν ζήτησε την απάλειψη της λέξης «Μακεδονία» από το όνομα των Σκοπίων, χάνοντας έτσι η Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να κλείσει προς όφελός της ένα πρόβλη­μα, που αργότερα μεταβλήθηκε σε γάγγραινα για τα συμφέροντα του ελληνισμού [Γιατί δεν διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοι­πους υπουργούς εξωτερικών της ΕΟΚ ο Αντώνης Σαμαράς την τόσο κρίσιμη 16η Δεκεμβρίου 1991; Δεν μας το αποκάλυψε ποτέ…].
Κι όμως έκτοτε ο Σαμαράς άρχισε να εμφανίζεται σαν αδιάλλακτος πατριώτης και «Σκοπιανοφάγος»! Ποιος, αυτός που μέχρι τότε καλλιεργούσε ένα υπερπροοδευτικό, σχεδόν διεθνιστικό, πρό­σωπο και αποκαλούσε μάλιστα την μουσουλμανι­κή μειονότητα της Δυτικής Θράκης «τουρκική»! Αυτός που άφησε να ανοίξουν ανεξέλεγκτα τα ελ­ληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς να εξασφαλίσει κα­μία εγγύηση για τα εθνικά δικαιώματα της ελληνι­κής μειονότητας της Αλβανίας, έγινε ξαφνικά μα­χητικός εθνικιστής και δεν δεχόταν καμία δια­πραγμάτευση για το «ιερό όνομα της Μακεδονί­ας»…
Η γενικότερη στάση του Αντώνη Σαμαρά στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 υπήρξε απαράδεκτη και προσβλητική προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, τον Κωνσταντίνο Μητσο­τάκη. Έγινε κατόπιν γνωστό ότι στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων εκείνης της μέρας ο Σα­μαράς όχι μόνο δεν συνομίλησε με τον πρωθυ­πουργό του, αλλά… κρυβόταν επιμελώς, φοβού­μενος προφανώς μήπως συμβεί κάτι απρόοπτο που θα του χαλούσε τα σχέδια που προφανώς εί­χε στο μυαλό του. Αργότερα θέλησε να δικαιολο­γηθεί για την πρωτοφανή στάση του, να μην έχει δηλαδή άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της χώρας για μείζον εθνικό θέμα, με διάφορα αστεία επιχειρήματα. Είπε π.χ. ότι δεν χρειαζόταν να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, διότι οι οδηγίες που είχε λάβει από εκείνον ήταν συγκεκριμένες και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξουν (τότε γιατί άραγε γίνονταν α πολύωρες διαπραγματεύσεις;)!… Επί­σης, είπε ότι ούτως ή άλλως οι θέσεις του δικαιώ­θηκαν, άρα όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοί­ρα (κι όμως το ζήτημα των Σκοπίων ακριβώς τότε διογκώθηκε και χάθηκε το όνομα της Μακεδονίας για τον ελληνισμό…).
Ο Σαμαράς έχτισε έκτοτε την εικόνα του δήθεν α­συμβίβαστου πατριώτη για το όνομα της Μακεδονίας, στηριζόμενος ακριβώς πάνω στη συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου και τον περίφημο «τρίτο ό­ρο», που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα ελληνικά δίκαια σχετικά με το πρόβλημα που αναδύθηκε [Τελικά, μετά από λίγο καιρό, φάνηκε η «γύ­μνια» του Σαμαρά, αφού όλοι απολύτως οι Ευρω­παίοι εταίροι της Ελλάδας αποδείχτηκε ότι ερμή­νευαν διαφορετικά από την ελληνική πλευρά τον «τρίτο όρο» της συμφωνίας. Ήταν λοιπόν θέμα ερμηνείας, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο ί­διος ο Σαμαράς και δεν επρόκειτο για μεγάλη δι­πλωματική του νίκη, όταν θέλησε να την παρου­σιάσει ως τέτοια στην προσπάθειά του να οικο­δομήσει το προφίλ του επερχόμενου ηγέτη…]. Ο όρος αυτός ανέφερε ότι καμία από τις νέες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ο­νομασία, η οποία να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις [Οι άλλοι δύο όροι ήταν: να μην έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι κάποιας γειτονικής χώρας και να μην πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδι­στικές δραστηριότητες].
Αντιφατική λοιπόν ήταν η στάση του Σαμαρά στην ιστορική συνεδρίαση των Βρυξελλών, στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Από τη μια υπέγραψε το κεί­μενο που αναφερόταν σε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από την άλλη έβαλε τάχα τον όρο καμία ονομασία να μην υπονοεί αλυτρωτικές διαθέσεις. Μα το ένα αναιρεί το άλλο! Διότι πώς να πειστούν μετά οι Ευρωπαίοι για τα ελληνι­κά δίκαια, όταν ο ίδιος ο Σαμαράς με την υπογρα­φή του αναγνώρισε τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Άρα ο «τρίτος όρος» πήγαινε στον κάλαθο των α­χρήστων, αφού δεν αφορούσε με κανέναν τρόπο την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήδη είχε υπογράψει ο Σαμαράς! Πρόκειται για έ­να πολύ σκοτεινό σημείο της πολιτικής διαδρο­μής του Μεσσήνιου πολιτικού, που ο ίδιος δεν θέ­λησε ποτέ του να διαλευκάνει…
Ό,τι δεν είχαν ως τότε καταφέρει να κάνουν η α­ντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το παραγωγικό σαμποτάζ στην οικονομία, η διεθνής εκστρατεία δυσφήμησης της χώρας και η τρομοκρατία εναντίον της οικο­γένειας Μητσοτάκη, το κατάφερε ο βασικός του συνεργάτης μέσω του «Μακεδονικού». Με αποτέ­λεσμα την πτώση αργότερα της κυβέρνησης Μη­τσοτάκη και τη μετατροπή της χώρας σε «δού­ρειο ίππο» μέσα στη Δύση σκοτεινών υπερδυνά­μεων…
Έτσι λοιπόν, ο Σαμαράς στην ενημέρωση του πρωθυπουργού που ακολούθησε παρουσίασε την άσχημη τροπή των πραγμάτων σαν μια «με­γάλη ελληνική νίκη», που οφειλόταν στην πιστή υ­ποτίθεται εφαρμογή των οδηγιών που του είχε δώσει ο Μητσοτάκης. Ο τότε πρωθυπουργός αρ­χικά απέφυγε να επιπλήξει δημόσια τον υπουργό του, μην θέλοντας επιπροσθέτως να πιστέψει ότι ένας τόσο στενός του συνεργάτης τον εξέθεσε. Αλλά και ο, ανοιχτός σε κάθε ερμηνεία, «τρίτος ό­ρος» λειτούργησε το πρώτο διάστημα καθησυχα­στικά για τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Γρήγορα πάντως ο πρωθυπουργός και πρόε­δρος της ΝΔ κατάλαβε το διπλό παιχνίδι του Σα­μαρά. Ήταν όμως δύσκολο να πάρει ριζικές απο­φάσεις, δηλ. να τον απομακρύνει απ’ την κυβέρ­νηση, αφού η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρί­σιμη. Ήταν οι μέρες της διεξαγωγής του πρωτο­φανούς σε όγκο συλλαλητηρίου της Θεσσαλονί­κης και το σύνθημα του πλήθους έπνιξε κάθε φω­νή λογικής: «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική»! Ο Σαμαράς απρόσμενα μεταβλήθηκε σε αγαπημένο των μαζών, στον μελλοντικό ηγέτη που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μια σύγχρονη «Μεγάλη Ι­δέα»! Οι δυνάμεις που κρύβονταν πίσω απ’ τον Σαμαρά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση: ο Έλληνας υπουργός των εξωτερικών, ηθελημέ­να ή μη, έβαλε σε «τροχιά» το μεγάλο γεωπολιτι­κό τους σχέδιο…
Η Ελλάδα είχε πέσει λοιπόν στην παγίδα. Με όχημα το «Μακεδονικό» έγινε κι αυτή μέρος του βαλ­κανικού προβλήματος, αντί να αποτελέσει την ή­ρεμη εκείνη δύναμη, ως η μόνη τότε χώρα-μέλος της ΕΟΚ και του NATO στην περιοχή, που θα πρωταγωνιστούσε στην -πολιτική, οικονομική και κοινωνική- αναδιαμόρφωση του βαλκανικού τοπίου. Η τακτική δηλ. του Αντώνη Σαμαρά να «παί­ξει» το χαρτί του ζητήματος των Σκοπίων οδήγησε την Ελλάδα σε μια φοβερή γεωπολιτική ανι­σορροπία… Χρόνια αργότερα, γενική ήταν η διαπίστωση ότι αν τότε η Ελλάδα δεν είχε ακολουθή­σει τη συναισθηματικά φορτισμένη πολιτική των «Μακεδονομάχων» {κυρίως του Σαμαρά, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που κι αυτό όψιμα είχε μπει στο «παιχνίδι» [Μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπαν­δρέου αδιαφορούσαν πλήρως για το λεγόμενο «Μακεδονικό» και, φυσικά, απέρριπταν το παλιό δόγμα της ελληνικής Δεξιάς περί «κινδύνου από τον Βορρά». Εκείνους δε που ασχολούνταν με τα εθνικά θέματα της Ελλάδας που σχετίζονταν με τις βόρειες χώρες τον αποκαλούσαν χωρίς δεύ­τερη σκέψη «αντιδραστικό» και «φασίστα». Μέ­χρι το 1991-92 για το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του τα μόνα εθνικά θέματα προς συζήτηση ήταν εκεί­να που είχαν σχέση με την Τουρκία (Κύπρος, Αι­γαίο και Θράκη)]}, θα έπαιζε τον πλέον σημαντικό και ρυθμιστικό ρόλο στα Βαλκάνια: θα είχε καταστεί μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη, που θα την σέβονταν όλοι στο ολισθηρό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων…
Εξαιτίας όμως της πολιτικής των πατριδοκάπη­λων η Ελλάδα παρουσιάστηκε από τα ξένα ΜΜΕ ως μια χώρα σχεδόν τριτοκοσμική και ξενοφοβι­κή, με άκρως επεκτατικές βλέψεις, που επιθυμού­σε τη διάλυση και την απορρόφηση του κράτους των Σκοπίων. Άλλωστε ο τότε ηγέτης των Σέρ­βων, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό να μοιράσουν οι δυο χώρες το κρατίδιο και να αποκτήσουν έτσι κοινά σύ­νορα! [Φυσικά ο Μητσοτάκης απέρριψε ασυζητητί την προβοκατόρικη πρόταση, η οποία φιλοδοξούσε να χύσει λάδι στη φωτιά και να ρίξει την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή σε φοβερές περιπέτειες… Αντίθετα, την πρόταση Μιλόσεβιτς υποστήριξε έμμεσα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέ­ας Παπανδρέου]
Εν τω μεταξύ, ο έμπειρος Μητσοτάκης, ένας πο­λιτικός που πέρασε δια πυρός και σιδήρου (όσο κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας πολιτικός), είχε πλέον καταλάβει πού οδηγούσε η πολιτική Σαμαρά. Αισθανόταν πικραμένος από τη συμπερι­φορά του υπουργού που εμπιστεύθηκε και τόσο στήριξε κατά το παρελθόν [Όντως, στις έντονες κριτικές που του είχαν α­σκηθεί την περίοδο 1989-90, όταν δηλ. πρόβαλλε τον Σαμαρά ως φιλόδοξο νέο πολιτικό και ισχυ­ρό υπουργό των εξωτερικών, από διάφορες πλευρές (π.χ. από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), ο Μητσοτάκης τον κάλυψε πλήρως. Πίστευε τότε ότι στο πρόσωπο του Σαμαρά είχε βρει έναν πι­στό συνεργάτη, που θα προωθούσε την πολιτική του στις τόσο δύσκολες συνθήκες που είχαν δια­μορφωθεί…]. Η ρήξη ανάμεσα σε «πατέρα» και «γιο» θα ήταν τραγική, μα αναπό­φευκτη…
Η ρήξη
Την περίοδο εκείνη ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αντιμετώπιζε πλέον την εχθρική συμπεριφορά, όχι μόνο της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά και διάφορων εσωκομματικών πτερύγων, που είχαν διαμορφω­θεί από καιρό και που ετοίμαζαν το τελικό χτύπη­μα κατά του αρχηγού τους. Δύο βασικά αντιμητσοτακικοί πόλοι είχαν σχηματιστεί στο εσωτερι­κό της ΝΔ: Ο ένας είχε ηγέτη τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον περίφημο «Μπουλντόζα» των δημοτικών εκλογών του 1986, επικεφαλής του ρεύματος της «λαϊκής Δεξιάς», και ο άλλος τον Αντώνη Σαμα­ρά, που -αξιοποιώντας στο έπακρο το ζήτημα των Σκοπίων- τέθηκε επικεφαλής των «αβερωφικών» της Νέας Δημοκρατίας, μιας συντηρητικής τάσης εθνικοφρόνων.
Αμφότεροι, Έβερτ και Σαμαράς, άρχισαν πια να στρέφονται ανοιχτά κατά του Μητσοτάκη, προ­σπαθώντας να πάρει ο καθένας για λογαριασμό του το προβάδισμα στην «κούρσα δρόμου» που οδηγούσε στην ηγεσία της ΝΔ και, πιθανότατα, στην πρωθυπουργία. Φάνηκαν έτσι και οι δυο αυ­τοί πολιτικοί μάλλον ανεύθυνοι όχι μόνο απέναντι στον πρόεδρο του κόμματος στο οποίο ανήκαν, αλλά και απέναντι στο 47% του λαού, που είχε δώσει συντριπτική νίκη-εντολή στον Μητσοτάκη, για να αλλάξει την Ελλάδα προς το καλύτερο.
Ιδιαίτερα η ρήξη του πρωθυπουργού με τον Σα­μαρά είχε τραγικές διαστάσεις. [Άλλωστε κανείς ουσιαστικά δεν ξαφνιάστη­κε από τη δυναμική εσωκομματική αντιπολί­τευση του Έβερτ. Ο Έβερτ, ακραιφνής καραμανλικός, πάντοτε έβλεπε ανταγωνιστικά την πρόοδο του φιλελεύθερου πολιτικού και ποτέ δεν είχε υποστηρίξει έμπρακτα τις προσπάθειές του να επαναφέρει τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Αντιθέτως υπήρξε σε όλα αντί­θετος με τον Μητσοτάκη: κρατικιστής και εχθρός της ελεύθερης αγοράς, συντηρητικός και οπαδός της παλιάς «άκαμπτης» Δεξιάς…] Ξεκίνησε ήδη α­πό τον Δεκέμβριο του 1991 και ολοκληρώθηκε με δραματικό τρόπο στα μέσα της επόμενης άνοι­ξης.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικά αγεφύρω­το ρήγμα, που δεν θα έκλεινε ποτέ. Η σύγκρουση ανάμεσά τους οδήγησε στη διάσπαση της παρά­ταξης και στην ενδεκαετή κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε. Η σύγκρουση εξάλλου ευνο­ούσε τα μέγιστα τον Μιλτιάδη Έβερτ, που έβλε­πε τους δυο αντιπάλους του να αλληλοεξουδετερώνονται και ο ίδιος να οδηγείται εκ των πραγμά­των στην καρέκλα του προέδρου της Νέας Δη­μοκρατίας…
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και στον απόηχο του γιγα­ντιαίου παμμακεδονικού συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύ­σκεψη των πολιτικοί αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας, με τη συμμετοχή και του υπουργού εξωτερικών, στις 18 Φεβρουαρίου 1992. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης βρέθηκε έ­τσι μαζί με τους Ανδρέα Παπανδρέου και τις δύο γυναίκες που έσπασαν το ανδρικό κατεστημένο και ήταν επικεφαλής των κομμάτων της Αριστε­ράς (Αλέκα Παπαρήγα του ΚΚΕ και Μαρία Δαμα­νάκη του ΣΥΝ) στο τραπέζι των διαβουλεύσεων υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καραμανλή, για να συζητηθεί η δυνατότητα χάραξης ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και, ειδικότερα, να βρε­θούν τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος που ανέκυψε με τα Σκόπια. Οι πολιτικοί αρχηγοί δήλωσαν ότι δεν διαφώνησαν καθόλου στον χει­ρισμό του «Μακεδονικού», αλλά προέκυψαν εν­στάσεις από τις διαφορετικές θέσεις τους πάνω στα ελληνοτουρκικά θέματα.
Φαινομενικά λοιπόν η σύσκεψη εξελίχθηκε πάρα πολύ καλά τόσο για τα ελληνικά εθνικά συμφέρο­ντα όσο και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Άλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς δεν τόλμησε να εκ­φράσει ανοιχτά τις όποιες διαφωνίες του και έδειχνε να επανέρχεται σε ηπιότερες θέσεις. Δυστυ­χώς όμως για τον τότε πρωθυπουργό το χτύπημα ήρθε από αλλού: Την ίδια ημέρα την παραίτησή του υπέβαλε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ένας εκ των σκλη­ρών ενδοκυβερνητικών αντιπάλων του Μητσοτά­κη. Χάθηκε έτσι επικοινωνιακά το πλεονέκτημα που απέκτησε η κυβέρνηση σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία για την ίδια [Μόλις έναν μήνα πριν είχε αθωωθεί, λόγω αμφιβολιών, από το ειδικό δικαστήριο ο πρόε­δρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ φάνηκε να κερδίζει τα μέγιστα απ’ αυτήν την απόφαση, την οποία φυσικά εκμεταλλεύθηκε πλήρως ε­πικοινωνιακά και σε βάρος της κυβέρνησης.], ακριβώς εξαιτίας της ξαφνικής κίνησης Κανελλόπουλου. Δύσκολα κανείς μπορεί να πειστεί ότι δεν ήταν εκ των προτέ­ρων σχεδιασμένη αυτή η ενέργεια, ακριβώς γα να ακυρώσει μα ενδεχόμενη επιτυχία του Μητσο­τάκη στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών…
Ο Μάρτιος του 1992 είναι ένας φαινομενικά ήρε­μος μήνας, όσον αφορά τουλάχιστον το ζήτημα των Σκοπίων. Στην πραγματικότητα όμως το «κα­ζάνι έβραζε». Άλλωστε ο μήνας αυτός έκλεισε με τον θάνατο ενός σύγχρονου συμβόλου της Μα­κεδονίας, του κορυφαίου αρχαιολόγου Μανόλη Ανδρόνικου. Εκείνο το χρονικό διάστημα σε συνέντευξή του ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί αντιφατική πολιτική στο μείζον εθνικό θέμα: Από τη μία η α­νένδοτη στάση του Αντώνη Σαμαρά (δεν πρέπει τα Σκόπια να αναγνωριστούν αν στην ονομασία τους περιέχεται ο όρος «Μακεδονία») και από την άλλη η «υποχωρητική» στάση του πρωθυ­πουργού Μητσοτάκη (τo όνομα δεν έχει και τόση σημασία). Είναι εμφανές ότι η δήλωση αυτή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βοή­θησε εκείνη την ώρα αφάνταστα τον Σαμαρά, που τον παρουσίαζε στα μάτια της απληροφόρη­της ελληνικής κοινής γνώμης σαν «ασυμβίβαστο αγωνιστή», που τον πολεμάει ο «κακός» πρωθυ­πουργός του!
Εν τω μεταξύ, στις 5 Απριλίου 1992, διεξήχθησαν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών αναπληρωματικές εκλογές γα την κάλυψη της θέσης του καταδικασθέντος βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημή­τρη Τσοβόλα. Το μόνο από τα μεγάλα κόμματα που συμμετείχε ήταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και έλα­βε σημαντικά ποσοστά, παίρνοντας πάνω από 100.000 ψήφους περισσότερες απ’ ότι στις εκλο­γές του 1990. Η επιτυχία αυτή του ΠΑΣΟΚ, που κατέλαβε εκ νέου την έδρα, θεωρήθηκε απ’ ό­λους ως μία προειδοποίηση πολλών πολιτών προς την κυβέρνηση, η οποία έμοιαζε άτολμη στα βήματά της και κάθε άλλο παρά εφάρμοζε την πολιτική της. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι ήταν αδύνατον με τις συνθήκες που τότε διαμορφώθη­καν ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης να εφάρμοζε ένα μικρό έστω μέρος του προγράμματός του…
Φτάσαμε έτσι στη μοιραία δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημο­κρατίας Καραμανλή, με συμμετοχή και πάλι του Αντώνη Σαμαρά. Ήταν στις 13 Απριλίου 1992, η μέρα κατά την οποία και επισημοποιήθηκε η οριστική ρήξη στη σχέση Μητσοτάκη-Σαμαρά, μια ρήξη που -αν και υπέβοσκε από καιρό- ήρθε α­πότομα στην επιφάνεια. Ο Σαμαράς παρέμεινε στην αρχή της σύσκεψης και κατόπιν αποχώρησε. Ήταν η τελευταία φορά που θα καθόταν πλάι στον Κώστα Μητσοτάκη… Μετά το τέλος της σύ­σκεψης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να αποπέμψει τον υπουργό των εξωτε­ρικών και να αναλάβει προσωρινά ο ίδιος το υ­πουργείο. Ο Σαμαράς αντέδρασε έντονα στην αποπομπή του, αφήνοντας διάφορα υπονοούμενα για την από εκεί και πέρα στάση του.
Αλλά και με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις η συναίνεση ήταν εξαιρετικά εύθραυστη. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ και ΚΚΕ επέκριναν τους χειρισμούς της κυ­βέρνησης. Μάλιστα τη φορά αυτή το ΚΚΕ διαφο­ροποιήθηκε απ’ όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυ­νάμεις, λέγοντας πως δεν συμφωνεί με τη θέση πως η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων στην περίπτωση μόνο που τηρηθούν και οι τρεις όροι της ΕΟΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1991 [Το ΚΚΕ αποσυνέδεσε με δυο λόγια το ζήτη­μα των Σκοπίων από τους σαφείς όρους που είχε θέσει η ΕΟΚ γα αναγνώριση της νεότευ­κτης Δημοκρατίας.]. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα το ΚΚΕ θα αντιμετωπίζει με τη δική του ιδιαίτερη προσέγγι­ση το ζήτημα των Σκοπίων, ξεφεύγοντας απ’ τη «μέγγενη» των εθνικιστικών εντυπώσεων.
Την επόμενη μέρα της σύσκεψης, στην παραλα­βή του υπουργείου εξωτερικών, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε αυτή τη φορά να δηλώσει ότι η συ­γκυρία των πραγμάτων ήταν που οδήγησε σε αλ­λαγή της ηγεσίας του υπουργείου. Μέχρι τότε κάλυπτε πλήρως τον Σαμαρά, έστω και για να μην προκαλέσει μία ακόμα πληγή στο σώμα της τόσο ταλαιπωρημένης κυβέρνησής του. Αλλά κι ο Σαμαράς στην παράδοση του υπουργείου δή­λωσε με νόημα ότι «ο καθένας γράφει την ιστορί­α του»… Κι ύστερα έφυγε απελευθερωμένος από το «βάρος» της συμμετοχής του σε μια κυβέρνη­ση, στην οποία ηγούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα πια ε­χθρός του. Έτσι ξεκινούσε για τον τόπο ένα απί­στευτο πολιτικό θρίλερ, με μπόλικο παρασκήνιο, ίντριγκες και προδοσίες…
Μια τρίτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας πραγματοποιήθη­κε στις 14 Ιουνίου 1992. Στην τελευταία σύσκεψη εκείνης της περιόδου ο πρωθυπουργός Μητσο­τάκης συμμετείχε και με την ιδιότητα του υπουργού εξωτερικών. Το ΚΚΕ επιβεβαίωσε τη ριζική αλλαγή πορείας του, αφού ήταν το μόνο που δεν προσυπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών, λόγω γενικότερων διαφω­νιών (όπως δήλωσε η γραμματέας του, Αλέκα Παπαρήγα). Αλλά και οι υπόλοιποι αρχηγοί της α­ντιπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μα­ρία Δαμανάκη, εξέφρασαν και πάλι τις διαφωνίες τους με ορισμένες επιλογές της κυβέρνησης και μάλιστα αντιτάχθηκαν σε πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας σε κάποια από τις ειρηνευτικές στρατιω­τικές αποστολές στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η στάση του προέδρου της δημοκρατίας, Κων­σταντίνου Καραμανλή, υπήρξε γα πολλούς αινιγ­ματική τον καιρό εκείνο. Ο αυστηρά συντονιστικός ρόλος του στις τρεις συσκέψεις των πολιτι­κών αρχηγών δεν του επέτρεψε να εκφράσει τις σκέψεις του πάνω σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά η γενική εντύπωση ήταν ότι κινούνταν ανάμεσα στις θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά: Δεν έφευ­γε δηλ. από το κλίμα του λαϊκισμού και της πατριδοκαπηλίας που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα εκείνη τη χρονική περίοδο. Άλλωστε τα δάκρυά του στο αεροδρόμιο, όταν και τόνισε βουρκωμέ­νος ότι υπάρχει μόνο μία Μακεδονία κι αυτή είναι ελληνική, υπήρξαν τρανή απόδειξη των αντιλήψεών του πάνω στο «Μακεδονικό» θέμα. Οι εθνικι­στικές όμως φωνές κάλυπταν κάθε άλλη άποψη εκείνο τον καιρό, τόσο που ο πρωθυπουργός Μη­τσοτάκης αναγκάστηκε να δηλώσει με κάποια δό­ση πικρίας ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυ­μάται το όνομα της Μακεδονίας»! [Πράγματι, πέρασαν πολύ λιγότερα από δέ­κα χρόνια, όταν το πρώην φανατικά «πατριωτι­κό» ΠΑΣΟΚ, μετά από ένα δεκαοκτάμηνο ε­μπάργκο στα Σκόπια (που προκάλεσε την ορ­γή Ευρωπαίων και Αμερικανών), πραγματο­ποίησε θεαματική στροφή 180 μοιρών στο θέ­μα και αναγκάστηκε να υπογράψει την περί­φημη «Ενδιάμεση Συμφωνία» της Νέας Υόρ­κης, που έδινε πολλά στους Σκοπιανούς, παίρνοντας μόνο κάποιες -ούτως ή άλλως αναπό­φευκτες για τα Σκόπια- μικροϋποχωρήσεις. Πάντως αυτή η μεταβατική συμφωνία, διάρ­κειας επτά ετών, έληξε ήδη το 2002, χωρίς εν τω μεταξύ να βρεθεί καμία μόνιμη λύση.]
Ήταν πια φανερό ότι στο εσωτερικό της Ελλά­δας, και σε σχέση πάντα με το «Μακεδονικό», εί­χαν διαμορφωθεί δύο άκρως αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές: Η πολιτική της εθνοκαπηλείας και του ουσιαστικού (και όχι μόνο λεκτικού) αντιδυτικισμού, που περιελάμβανε τόσο το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά όσο και δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροδεξιάς (Σαμαράς, Έβερτ, αλλά και ο πρό­εδρος της δημοκρατίας Καραμανλής) και η πολι­τική της σύγχρονης, φιλελεύθερης και ευρωπαϊκής, αντιμετώπισης των πραγμάτων, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον της χώρας, με μοναδικό ουσιαστικά εκφραστή τον Μητσοτάκη και τον προσκείμενο σ’ αυτόν πολιτικό κύκλο. Πραγματι­κά, ήταν τεράστιο το βάρος για τον τότε πρωθυπουργό, που είχε αναλάβει τον δυσβάσταχτο φόρτο να οδηγήσει την Ελλάδα στα δύσβατα μο­νοπάτια μιας ολότελα νέας εποχής. Η πολιτική μοναξιά σ’ όλο της το μεγαλείο…
Από εκεί και πέρα ο πόλεμος κατά της κυβέρνη­σης κλιμακώθηκε. Το ΠΑΣΟΚ, όπως συνήθιζε, ξέ­χασε γρήγορα τα περί εθνικής συναίνεσης και, εκμεταλλευόμενο το λαϊκό αίσθημα, εξαπέλυσε πλήρη επίθεση κατά του Μητσοτάκη. Έτσι, την ημέρα κατά την οποία ξεκινούσε η αποφασιστικής σημασίας σύνοδος των ηγετών των κρατών-μελών της ΕΟΚ, στη Λισαβόνα, στις 26 Ιουνίου 1992, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη απ’ τη Θεσσαλονίκη σε εμπρηστικές δηλώσεις με αιχμή το «Μακεδονικό», ένα θέμα που μέχρι πριν λί­γους μήνες χαρακτήριζε δημόσια ως… ανύπαρ­κτο! Η σιωπηρή στάση τόσο του Σαμαρά όσο και των υπόλοιπων αντιμητσοτακικών της ΝΔ ερμη­νεύτηκε ως πρώτης τάξης συμμαχία ανάμεσα σ’ αυτούς και το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να ξεμπερ­δέψουν με τον «ενοχλητικό» Μητσοτάκη [Πραγματικά, δεν υπήρχε τότε κανένα αρρα­γές μέτωπο στην ελληνική πολιτική σκηνή σχε­τικά με τα μεγάλα εθνικά μας ζητήματα. Ή μάλλον υπήρχε ένα: Αυτό κατά του Μητσοτά­κη, εναντίον του οποίου είχαν συσπειρωθεί ά­παντες… Ιδού ένας από τους βασικούς λό­γους της αποτυχίας της ελληνικής διπλωματί­ας στο ζήτημα των Σκοπίων.].
Στη Λισαβόνα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον έναντι της Ελλάδας, ο Μητσοτάκης πέτυχε τελικά να επιβάλει στην κοινή απόφαση των ηγετών των χωρών-μελών της ΕΟΚ τη ρητή αναφορά ότι το νέο κράτος θα αναγνωριστεί μόνο σε περί­πτωση που δεν θα περιλαμβάνεται στην ονομασί­α του η λέξη «Μακεδονία». Ήταν χωρίς αμφιβολί­α μια μεγάλη προσωπική νίκη του τότε πρωθυ­πουργού.
Κι όμως η μεγάλη αυτή επιτυχία έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτη και πέρασε στα… ψιλά στο εσω­τερικό της Ελλάδας! Έμειναν μόνο οι κορώνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάθε μέρα επιτίθονταν σφόδρα κατά του πρωθυπουργού, καταλογίζοντάς του άδικα πράγματα και κατα­στάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα… Τότε ήταν που ο Ανδρέας Παπαν­δρέου έριξε το σύνθημα ότι ο Μητσοτάκης «πρέ­πει να φύγει», χαρακτηρίζοντας την ελληνική επι­τυχία στη Λισαβόνα ως «άθλιο χειρισμό»!
Αντικειμενικά η αναμφισβήτητη αυτή επιτυχία του Μητσοτάκη (που ξοδεύτηκε αναίτια τον επό­μενο χρόνο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) έ­δειχνε αρκετά πράγματα. Έδειχνε καταρχάς ότι απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσωπικά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής μπορούσε να έχει επιτυχίες, που ούτε καν ο­νειρευόταν ο προκάτοχός του στο υπουργείο. Έ­δειχνε ακόμα ότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε ακο­λουθήσει μία χωρίς σοβαρό σχεδιασμό γραμμή, ποντάροντας «ατυχώς» σε λάθος συμμαχίες που οδήγησαν το όλο ζήτημα σε αδιέξοδο [Για τα λάθη τότε του Σαμαρά «βάρυνε» η έλ­λειψη πείρας, αλλά και η αδικαιολόγητη ευθυ­νοφοβία που συνοδευόταν από ψευτολεονταρισμούς.]. Μάλι­στα «ζήτησε και τα ρέστα», κραυγάζοντας ότι τά­χα θυσίασε την καρέκλα του για χάρη της Μακε­δονίας!
Τις ίδιες εκείνες φοβερά δύσκολες ώρες ο Αντώνης Σαμαράς είχε υποπέσει σε μία παράξενη σιωπή. Δεν σχολίασε καθόλου την απόφαση της Λισαβόνας, αν και μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ο αρμόδιος επί του θέματος υπουργός. Η σιωπή του Σαμαρά την περίοδο εκείνη μπορεί να ερμη­νευτεί μόνο υπό το πρίσμα των όσων ακολούθησαν. Πολύ απλά, ο φιλόδοξος πολιτικός ανέμενε το τέλος του καλοκαιριού, για να συνεχίσει την ε­πίθεση κατά του ανθρώπου που τον ανέδειξε. Έ­νας νέος κύκλος άνοιγε: Ο Μητσοτάκης έπρεπε να φύγει από την κυβέρνηση…
Στην τελική ευθεία για την πτώση…
Τον Αύγουστο του 1992 έγινε μικρής έκτασης ανα­σχηματισμός της κυβέρ­νησης. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης προσπάθησε να δώσει την ώθηση για έ­να νέο ξεκίνημα, μετά από δύο μάλλον άκαρπα χρόνια και υπό το βάρος των νέων συνθηκών που επικρατούσαν στην παράταξη: δηλ. την ουσιαστική ανταρσία ενα­ντίον του, που προκαλούσε διαρκώς η εσωκομματική αντιπολίτευση. Το υπουργείο εξω­τερικών παραχωρήθηκε σε έναν πολύπειρο και μετριοπαθή πολιτικό, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανέλαβε να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», ειδικά στο πρό­βλημα με τα Σκόπια [Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως ε­κείνη ειδικά την περίοδο κανένας απολύτως δεν επιθυμούσε να αναλάβει τον θώκο του υπουρ­γείου εξωτερικών, το οποίο -λόγω της εμπλοκής των Σκοπίων- θεωρούνταν ούτε λίγο ούτε πολύ «καυτή πατάτα» στα χέρια του οποιουδή­ποτε πολιτικού…].
Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, εκείνες τις ημέρες του περιορισμένου ανασχηματι­σμού το ζήτημα των Σκοπίων έλαβε δραματική τροπή. Εντελώς αιφνιδιαστικά η Ρωσία αναγνώρισε το νεαρό κρατίδιο ως «Δημοκρατί­α της Μακεδονίας» (με το συνταγματικό του δηλ. όνομα), κάτι που αποτελούσε αναπάντε­χη επιτυχία της σκοπιανής διπλωματίας και δυσχέραινε κατά πολύ τα πράγματα για την Ελλάδα. Επίσης, τις ίδιες ημέρες το κοινοβούλιο των Σκοπίων πήρε την απόφαση να καθιερωθεί σαν εθνικό σύμβολο της Δημο­κρατίας αυτής το περίφημο δεκαεξάκτινο α­στέρι, ο «Ήλιος της Βεργίνας», κάτι που η ελ­ληνική πλευρά θεώρησε ως καπηλεία του ε­θνικού της συμβόλου.
Η κατάσταση λοιπόν, παρά τη μεγάλη επιτυ­χία της Λισαβόνας, έγινε ακόμα πιο περίπλο­κη. Πάνω που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν έτοιμη να «ανασάνει» μετά από πολύ καιρό, νέα χτυπήματα προστέθηκαν στις ήδη υπάρ­χουσες ανοιχτές πληγές. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, δήλωσε ότι η κυβέρνη­ση Μητσοτάκη οδηγεί τον τόπο στην εθνική καταστροφή, ενώ και ο πρόεδρος της Δημο­κρατίας, Καραμανλής, είπε ότι αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική και τη διεθνή ζωή δεν εξηγούνται λογικά [Ήταν η δεύτερη φορά που ο «εθνάρχης» Κα­ραμανλής χρησιμοποιούσε όρους ψυχιατρικής, προκειμένου να ερμηνεύσει τα πολιτικά πράγ­ματα. Την πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1989, με τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ να κυριαρχούν στην επικαιρότητα, είχε προβεί στην τραγική δήλωση: «Η χώρα μετατράπηκε σε ένα απέρα­ντο τρελοκομείο»!…]… Αλλά ο Σαμαράς, ο άν­θρωπος που βρισκόταν στο επίκεντρο του προβλήματος, εξακολουθούσε να κρατά από­λυτη σιγή.
Τότε ήταν που η κυβέρνηση, δια στόματος του νέου υπουργού εξωτερικών, Παπακωνσταντίνου, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να βοηθήσει το νέο κρά­τος που σχηματίστηκε στα βόρεια σύνορά της, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα κλέ­βει τα ελληνικά ιστορικά σύμβολα και θα απα­λείψει το όνομα «Μακεδονία» από την επίση­μη ονομασία της. Φάνηκε λοιπόν ότι η ελληνι­κή κυβέρνηση, χωρίς να υποχωρεί στις βασι­κές αρχές της, ήταν πρόθυμη να δεχτεί έναν περήφανο και εξυπηρετικό προς τα ελληνικά συμφέροντα συμβιβασμό. Άλλωστε πρόε­δρος των Σκοπίων τα χρόνια εκείνα ήταν ένας «μαθουσάλας» πολιτικός από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ο Κίρο Γκλιγκόροφ, που είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία, μετά βέβαια από σκληρές διαπραγματεύσεις. Κι όμως η ευκαιρία εκείνη χάθηκε για την Ελλάδα. Κι έ­τσι όλος ο πλανήτης αποκαλεί πια τα Σκόπια ως «Μακεδονία»… Δεν ευθυνόταν όμως ο Μη­τσοτάκης για τη μοναδική ευκαιρία που χάθη­κε, να λυθεί δηλ. το εθνικό θέμα με τρόπο ικα­νοποιητικό για όλους.
Κι αυτό διότι η εσωκομ­ματική αντιπολίτευση απειλούσε με πτώση την κυβέρνηση, στην περίπτωση που προέ­βαινε σε αμοιβαίο συμβιβασμό με τα Σκόπια…
Την εποχή λοιπόν εκείνη η ηγεσία του γειτονι­κού κρατιδίου έδειξε διάθεση για διάλογο, προκειμένου να τελειώσει οριστικά η σοβαρή αυτή εκκρεμότητα, που εμπόδιζε τις καλές σχέσεις των δύο λαών. Ακούστηκαν διάφορες πιθανές ονομασίες για τη μικρή χώρα, όλες βέβαια σύνθετες και με το όνομα «Μακεδονί­α» στο συνθετικό τους, όπως: «Σλαβομακεδονία», «Βόρεια Μακεδονία», «Άνω Μακεδονία», «Μακεδονία των Σκοπίων», ακόμα και «Νέα Μακεδονία». Οι ηγέτες των δύο χωρών, πιε­σμένοι ασφυκτικά από πληθώρα θεμάτων που ζητούσαν άμεση λύση, αποφάσισαν να «βά­λουν νερό στο κρασί τους». Μητσοτάκης και Γκλιγκόροφ ήταν έτοιμοι για το μεγάλο βήμα. Και τότε χτύπησε ο Σαμαράς. Βέβαια αδιάλ­λακτοι υπήρχαν και στα Σκόπια, όμως αυτοί δεν είχαν το πολιτικό εκτόπισμα ενός πρώην υπουργού εξωτερικών, ούτε και η εκεί κυβέρ­νηση κρεμόταν κυριολεκτικά πάνω σε μια κλωστή, όπως συνέβαινε με την ελληνική [Οι σκοπιανοί εθνικιστές, νεαροί στην ηλικία και άγουροι πολιτικά, δεν λαμβάνονταν και τόσο σοβαρά υπ’ όψιν από μια «γριά αλεπού» της πο­λιτικής, όπως όλοι αποκαλούσαν τον Κίρο Γκλι­γκόροφ. Ακόμα και το άλλοτε ακραία εθνικιστι­κό και ανθελληνικό ΒΜΡΟ των Σκοπίων, υπό τον Λιούμπτσο Γκεοργκίεφσκι, δεν θα αντιδρούσε τότε σε ενδεχόμενο συμβιβασμό Αθηνών-Σκοπίων. Αυτό άλλωστε έδειξε και η μετέπειτα με­τριοπαθής του πορεία στη διακυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ., όταν και μετατράπηκε σε σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα, λησμονώντας τους όρκους του πως το επόμενο συνέδριο του θα το έκανε στη… Θεσσαλονίκη, με φόντο τον Λευκό Πύργο!]. Α­ντίθετα ο Σαμαράς μπορούσε ανά πάσα στιγμή να απειλεί τον Μητσοτάκη με πτώση της κυβέρνησης. Μετά λοιπόν από ανεξήγητη σιωπή μηνών ο Σαμαράς επανήλθε στο προ­σκήνιο, δηλώνοντας στα μέσα Οκτωβρίου του 1992 ότι θεωρεί τη διπλή ονομασία κλοπή του ελληνικότατου ονόματος της Μακεδονίας από τους Σκοπιανούς! Κάλεσε μάλιστα την κυ­βέρνηση να πει ένα ηχηρό «όχι» προς κάθε κατεύθυνση…
Επρόκειτο βέβαια για πολιτικό εκβιασμό προς τον Μητσοτάκη. Ουσιαστικά του έστελ­νε τελεσίγραφο ότι αν προχωρούσε σε ο­ποιουδήποτε είδους συνεννόηση με τα Σκό­πια, θα έριχνε την κυβέρνηση! Αλλά ο Σαμα­ράς δεν «ερμήνευσε» καλά τα πράγματα. Δεν έλαβε καθόλου κατά νου ότι η συγκυρία της στιγμής (με τον διαλλακτικό Γκλιγκόροφ στην ηγεσία των Σκοπίων) επέτρεπε έναν σχετικά ανώδυνο συμβιβασμό, που θα έβαζε οριστικό τέλος στους οποιουσδήποτε αστείους μεγαλοϊδεατισμούς από πλευράς των Σκοπίων. Ε­πίσης, η στιγμή ήταν κατάλληλη και για την οικονομική και εμπορική διείσδυση της Ελλά­δας στο νέο κρατίδιο, που βέβαια θα δεχόταν κάθε είδους βοήθεια από τον ισχυρότερο γεί­τονα, προκειμένου να επιβιώσει [Τελικά η διείσδυση αυτή έγινε μετά από χρό­νια και με λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τα ελ­ληνικά γεωοικονομικά συμφέροντα.]. Αλλά ο Σα­μαράς αγνόησε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ήδη την εποχή εκείνη τα Σκόπια τα είχαν αναγνωρίσει σαν «Μακεδονία» ορισμένες ι­σχυρές χώρες, άρα ήταν απλά θέμα χρόνου να το πράξουν και άλλες κι έτσι να χαθεί, ντε φάκτο, το «παιχνίδι» για την Ελλάδα… [Και πραγματικά, τα επόμενα χρόνια -κι αφού φυσικά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε- ακολού­θησε καταιγισμός αναγνωρίσεων των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μάλιστα όχι μόνο από μικρά ή μεσαία κράτη, αλλά κι από υπερδυνάμεις (Κίνα, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ). Ο Σα­μαράς δεν είχε καταλάβει τότε το αυτονόητο: Πως όταν δεν βρίσκεις μια ικανοποιητική λύση την ώρα που πρέπει, μετά χάνεις «και τα αυγά και τα πασχάλια»…]
Φυσικά ο Σαμαράς βρήκε ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παπανδρέου. Δήλωσε τότε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ότι η απόφαση της Λισαβόνας ελήφθη επειδή ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δείξει διάθεση υπαναχώ­ρησης και συμβιβασμού! Δηλ. ο Παπανδρέου όχι μόνο δεν παραδεχόταν καμία επιτυχία του θανάσιμου πολιτικού του αντιπάλου, αλλά με τη δήλωση αυτή έδειχνε βασικά δύο πράγμα­τα: Ότι όντως η απόφαση της Λισαβόνας ήταν θρίαμβος του Μητσοτάκη και ότι τον ίδιο το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η φθορά της κυβέρνησης…
Λίγες ημέρες μετά έφθασε η ώρα της τελικής σύγκρουσης. Είχε συγκληθεί, στις 21 Οκτωβρίου 1992, η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέ­ας Δημοκρατίας, με βασικό θέμα την πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Σκοπίων. Η σύ­γκληση εξελίχθηκε σε σφοδρότατη σύρραξη ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον νεαρό αμφισβητία του. Ο Μητσοτάκης είχε αποφα­σίσει εκείνη την ημέρα να ξεκαθαρίσει μια και καλή το τοπίο, αφού έβλεπε πια καθαρά ότι οι αντίπαλοί του μέσα στο κόμμα δεν τον άφη­ναν να κυβερνήσει. Προκάλεσε λοιπόν τον Σαμαρά, λέγοντας ότι τον ίδιο τον ενδιαφέ­ρουν μόνο τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα κι όχι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής αποκλει­στικά και μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Κατηγόρησε επίσης τους υπονομευτές του ό­τι του δίνουν συνεχώς πισώπλατα χτυπήματα και κατόπιν έριξε τη μεγάλη «βόμβα»: Αν δεν τον άφηναν να ασκήσει την πολιτική του, ήταν έτοιμος να προσφύγει στον λαό για εκλογές! Ο Σαμαράς δεν περίμενε την άμεση αυτή το­ποθέτηση του πρωθυπουργού. Πίστευε ότι υ­πό τις δυσμενείς για την κυβέρνησή του συν­θήκες ο Μητσοτάκης θα καθίστατο «όμηρός» του, αφού θα φοβόταν να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Έτσι, θα μπορούσε ο Σαμαράς να συνεχίζει να παίζει το «παιχνίδι» του. Δια­ψεύστηκε όμως παταγωδώς! Μετά την ξεκά­θαρη τοποθέτηση του πρωθυπουργού, δεν του έμεναν πια περιθώρια. Προσπάθησε μάλι­στα να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται αυτός για την άσχημη τροπή που πήρε η υπόθεση των Σκοπίων, αλλά ο Μητσοτάκης, που δεν είχε δήθεν καμία πολιτική πρόταση απέναντι στη νεαρή Δημοκρατία. Όταν όμως ο Μητσοτά­κης έδειξε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Σαμαρά κάτω απ’ όλες τις ασύμφορες για την Ελλάδα συμφωνίες της ΕΟΚ, τότε ο πρώην υπουργός εξωτερικών περιέπεσε σε πανικό. Η μόνη οδός διαφυγής του ήταν και πάλι οι «πα­τριωτικές» κορώνες, χωρίς όμως καμία απο­λύτως ουσία…
Ήταν ένας θρίαμβος του Μητσοτάκη. Όλη η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ (πλην μερι­κών φίλων του Σαμαρά) στήριξε την κυβέρνη­ση στην πολιτική της απέναντι στα Σκόπια. Α­κόμα και άνθρωποι που «έπνεαν τα μένεα» κα­τά του πρωθυπουργού, όπως ο Μιλτιάδης Έβερτ [Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μόλις την προ­ηγούμενη ημέρα ο Έβερτ είχε δηλώσει σε τηλε­οπτικό σταθμό ότι είναι ενάντιος σε κάθε σύνθε­τη ή διπλή ονομασία κι ότι, σε περίπτωση που η κοινοβουλευτική ομάδα στήριζε την υιοθέτηση παρόμοιας θέσης, ο ίδιος θα υπέβαλλε αμέσως την παραίτησή του από βουλευτής. Πλην όμως την επομένη, άλλαξε γνώμη και… παρέμεινε τε­λικά στη βουλή!], αναγκάστηκαν να αποφύγουν εκείνη την ώρα τη σύγκρουση, βλέποντας τρομαγ­μένοι ότι ο Μητσοτάκης δεν μπλόφαρε: ήταν έτοιμος ακόμα και να παραιτηθεί από το αξίωμά του, να καταγγείλει δημόσια τους υπονο­μευτές του και να πάει σε πρόωρες κάλπες! Τον Σαμαρά στήριξε τη δύσκολη αυτή στιγμή, ποιος άλλος; Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο ο­ποίος δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός και η κυ­βέρνησή του δεν μπορούν πια να παραμεί­νουν στην εξουσία… Άλλωστε όλοι οι αντίπα­λοι του Μητσοτάκη μέσα στη Νέα Δημοκρατί­α ένιωσαν απόλυτα αιφνιδιασμένοι από την κί­νηση του πρωθυπουργού, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του.
Κανένας λοιπόν δεν βγή­κε εκείνη την ώρα να τα βάλει με τον Μητσο­τάκη και να στηρίξει τον Σαμαρά. Ειδικά ο Έβερτ φάνηκε μάλιστα να ευνοείται από την τροπή που έπαιρναν πια τα πράγματα.
Την επόμενη μέρα ο Αντώνης Σαμαράς επι­χείρησε την «ηρωική έξοδο»: παραιτήθηκε α­πό βουλευτής, δηλώνοντας πως προέβη σ’ αυτή την κίνηση για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στο κόμμα και για να μην χάσει αυ­τό μια πολύτιμη έδρα και διασπαστεί έτσι η ενότητά του! Δεν πέρασε πολύς καιρός και, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Έβερτ, ο βουλευτής Βασίλης Μιχαλολιάκος, κάλεσε τον Σαμαρά στη δημιουργία κοινής σύμπρα­ξης των δύο κορυφαίων πολιτικών κατά του… Μητσοτάκη! Δηλ. δεν μπορούσε πλέον να μεί­νει κρυφή η πέραν των ορίων αντιπάθεια των εσωκομματικών αντιπάλων του πρωθυπουρ­γού προς τον άνθρωπο, που έφερε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία με το θεαματικό 47%…
Το 1993 μπήκε, αλλά το θέμα των Σκοπίων φαινόταν ότι είχε πια «βαλτώσει» για τα καλά. Λίγες ήταν οι φωνές εκείνες που προειδο­ποιούσαν ότι η Ελλάδα είχε μόλις χάσει μια εξαιρετική ευκαιρία να επιλύσει άπαξ δια πα­ντός το ακανθώδες αυτό εθνικό ζήτημα. Σκέφτηκε λοιπόν η κυβέρνηση να κάνει την ύστα­τη προσπάθεια για να βρεθεί μια κάποια λύ­ση, έτσι ώστε να μην κληρονομηθεί το «αγκά­θι» αυτό και στις επόμενες γενιές. Χρειαζόταν απαραίτητα μια εθνική συνεννόηση, γι’ αυτό και προτάθηκε η εκ νέου σύσκεψη των πολιτι­κών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρα­τίας. Όμως το ΠΑΣΟΚ ούτε καν συζητούσε έ­να τέτοιο ενδεχόμενο. Αρνήθηκε να συμμετά­σχει σε μια τέταρτη κατά σειρά σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών κι έτσι αυτή ματαιώθηκε άδοξα…
Τότε ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Μιτε­ράν, μια προσωπικότητα διεθνούς κύρους και αποδεδειγμένος φιλέλληνας, πρότεινε να πα­ραπεμφθεί το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων σε διεθνή διαιτησία. Η κυβέρνηση είδε πολύ θετικά την προοπτική αυτή, που και δί­καιη έμοιαζε και διέξοδο στο πρόβλημα έδινε, και απευθύνθηκε στην ηγεσία των Σκοπίων να προχωρήσουν από κοινού σ’ αυτό το βήμα. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ όμως κατάλαβε ότι στην Ελ­λάδα δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο για το θέμα αυτό κι ότι η κυβέρνηση, με την ισχνή πλειο­ψηφία της στη βουλή, δεν θα άντεχε για πο­λύ. Αρνήθηκε λοιπόν κατηγορηματικά την πρόταση για διεθνή διαιτησία και μαζί του συμφώνησαν όλοι οι Έλληνες «υπερπατριώτες»! Για παράδειγμα ο Ανδρέας Παπανδρέ­ου απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα την εν λόγω ιδέα, βασίζοντας την άποψή του σε επι­φανειακά επιχειρήματα [Για παράδειγμα το βασικό του επιχείρημα ή­ταν ότι το να δεχτεί η Ελλάδα τη διαιτησία, σή­μαινε ότι θα έπρεπε έπειτα να δεχτεί και την α­πόφαση του δικαστηρίου που θα έκρινε την υ­πόθεση (αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν θα γινόταν η διαιτησία;)! Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θέλησε έ­να τόσο σημαντικό εθνικό θέμα να παραμένει α­νοιχτό, απλά και μόνο για να μπορεί να το καπηλεύεται…]…
Στις 15 Μαρτίου 1993 ο Σαμαράς επανήλθε, στέλνοντας ένα «τελεσίγραφο» στον πρωθυπουργό, γεμάτο με βαρειά υπονοούμενα. Έ­κανε λόγο για ενότητα που δεν γίνεται όμως πράξη, για το ποιος πραγματικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της παράταξης, αλλά και για ορθόδοξες θέσεις, που υποτίθεται ότι πρέ­σβευε ο ίδιος. Η προκλητική επιστολή που απέστειλε στον Μητσοτάκη τελείωνε με την υ­παινικτική φράση-απειλή: «Θα απαντηθεί από την ίδια την παράταξη, ποιος εκ των δύο -ε­σείς ή εγώ- είμαστε υπέρ ή κατά της Νέας Δημοκρατίας»!… Κάποιοι τότε σημείωσαν ότι για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά απεστάλη πολιτικό μήνυμα, διατυπωμένο με τόσο θράσος και αλαζονεία.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Μητσοτάκης δέχτη­κε άλλο ένα, εντελώς απρόσμενο, χτύπημα με αφορμή το «Μακεδονικό». Στις 27 Μαρτίου 1993 άρχισε συζήτηση στη βουλή με κεντρικό θέμα την ενημέρωση της εθνικής αντιπροσωπείας από τον πρωθυπουργό για τις εξελίξεις στο ζήτημα των Σκοπίων. Το ΠΑΣΟΚ κατέθε­σε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνη­σης, που τελικά απορρίφθηκε στις 29 Μαρτί­ου. Το πρωί όμως της ίδιας ημέρας παραιτή­θηκε ξαφνικά από το βουλευτικό αξίωμα ο βουλευτής της ΝΔ και πρώην πρωθυπουρ­γός, Γεώργιος Ράλλης. Ο παλιός συντηρητι­κός πολιτικός στράφηκε ευθέως κατά της κυ­βέρνησης Μητσοτάκη, κατηγορώντας την για ατυχείς χειρισμούς στην υπόθεση των Σκοπί­ων, ενώ παράλληλα κατηγορούσε και το ΠΑ­ΣΟΚ για την αδιαλλαξία που επιδείκνυε. Έτσι, εξαιτίας της ενέργειας του Ράλλη, ακυρώθη­κε η επιτυχία του Μητσοτάκη να απορριφθεί η πρόταση δυσπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης…
Τον άλλο μήνα η κυβέρνηση δέχτηκε ένα α­κόμα μεγάλο πλήγμα, που έμελλε να είναι καθοριστικό για το μέλλον της. Ένας πρώην υ­πάλληλος του ΟΤΕ, ο Χρήστος Μαυρίκης, με στοιχεία που έδωσε στην εφημερίδα «Ελευ­θεροτυπία», ισχυρίστηκε ότι διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό του Μητσοτάκη, παρακολουθώντας κάθε πολιτικό του αντίπαλο. Ο Τύπος για ολόκληρες εβδομάδες ασχο­λούνταν με το εν λόγω ζήτημα, που αργότερα πάντως κατέρρευσε και ξεχάστηκε γρήγο­ρα… Έκανε όμως τεράστια ζημιά στην κυβέρ­νηση και ειδικά στην οικογένεια Μητσοτάκη, μιας και ο «αρχικοριός» (όπως έμεινε γνω­στός στα ρεπορτάζ της εποχής ο πρωταγωνι­στής της υπόθεσης) κατηγόρησε ότι εγκέφα­λος της συνωμοσίας ήταν η… Ντόρα Μπακογιάννη!
Φυσικά το ΠΑΣΟΚ και οι αντιμητσοτακικοί της Νέας Δημοκρατίας εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τη χρυσή ευκαιρία που τους εμφανί­σθηκε από το πουθενά. Έκαναν λόγο για «Μητσοτάκη-γκέιτ», κατά το αμερικανικό «Γουότερ-γκέιτ» της δεκαετίας του 1970, και ετοιμάζονταν για την τελική τους αντεπίθεση. Ήταν σαφές ότι ερχόταν ένα «καυτό» καλο­καίρι, ένα καλοκαίρι που θα άλλαζε τους συ­σχετισμούς της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Το «θερμό» καλοκαίρι του 1993
Τις ημέρες που ξέσπασε το σκάνδαλο Μαυρίκη, η Α­θήνα φιλοξενούσε τη σύ­ναξη μιας παγκόσμιας «υπεροργάνωσης», ο ρόλος της οποίας στις διεθνείς εξελίξεις είχε από καιρό προσλάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Επρό­κειτο για την ετήσια τακτική συνάντηση της περιβόητης λέσχης Μπίλντερμπεργκ, που τη χρονιά εκείνη κράτησε από τις 23 έως τις 25 Απριλίου. Βέβαια τα όσα λέγονται στα πλαί­σια των συνεδριάσεων της εν λόγω λέσχης α­ποτελούν κατά πάγια τακτική «επτασφράγιστο μυστικό». Πάντως, το 1993 το κεντρικό θέμα των συζητήσεων ήταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ενώ αρκετός χρόνος αφιερώθηκε και στο σκοπιανό ζήτημα. Από ελληνικής πλευράς παρέστη ο πρωθυπουρ­γός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (που χαιρέτη­σε την έναρξη των εργασιών), ο πρώην υ­πουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Θεόδω­ρος Πάγκαλος, καθώς και μερικοί οικονομικοί παράγοντες [Αξίζει να σημειωθεί ότι την προηγούμενη χρονιά, το 1992, προσκεκλημένος της λέσχης Μπίλντερμπεργκ από ελληνικής πλευράς ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος λέγεται ότι ανέ­πτυξε τις θέσεις του για την ελληνοσκοπιανή διένεξη].
Ίσως όχι τυχαία, το επόμενο ακριβώς Σαββα­τοκύριακο, 1 και 2 Μαΐου 1993, συνήλθε στον ίδιο ακριβώς χώρο η διεθνής διάσκεψη για το γιουγκοσλαβικό ζήτημα, με τη συμμετοχή των ηγετών που εμπλέκονταν στο πρόβλημα (ό­πως του Σέρβου ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσε­βιτς και του προέδρου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Αλία Ιζετμπέκοβιτς), καθώς και των μεσο­λαβητών του ΟΗΕ, Βανς και Όουεν. Οι δύο μεσολαβητές έθεσαν, στο περιθώριο της διά­σκεψης, σχέδιο επίλυσης του σκοπιανού ζη­τήματος, πιέζοντας έντονα τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη να το δεχθεί. Η ελληνική κυβέρ­νηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιο.
Την επόμενη ακριβώς ημέρα της διεθνούς διάσκεψης οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δοκιμάστηκαν έντονα. Έγινε γνωστό ότι συνε­λήφθη στις ΗΠΑ ο Ελληνοαμερικανός Στηβ Λάλας, υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβεί­ας των Αθηνών. Ο Λάλας αντιμετώπιζε βαρύ­τατες κατηγορίες για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας και εις βάρος των ΗΠΑ, κάτι που και ο ίδιος τελικά παραδέχτηκε, καταδικαζόμενος εντέλει σε πολυετή φυλάκιση. Πολλοί ήταν ε­κείνοι που συνέδεσαν τη σκοτεινή αυτή υπό­θεση με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Άλλο ένα παράξενο περιστατικό συνέβη στις 11 Ιουνίου 1993, στην Αθήνα, μετά τη συνά­ντηση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη με τον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών, Γουόρεν Κρίστοφερ. Ο Κρίστοφερ, βγαίνοντας από το πρωθυπουργικό γραφείο και ερωτώμενος α­πό δημοσιογράφο σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, δήλωσε αινιγματικά: «Η επίσκεψη συνδέεται με την πιθανότητα εξελίξεων στην Ελλάδα, συνδέεται με τις εκλογές»! Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έ­νιωσαν σοκαρισμένοι απ’ αυτή τη δήλωση, η οποία έγινε αντικείμενο συνωμοσιολογίας και πολιτικών αντιπαραθέσεων. Τελικά ακολού­θησαν οι διορθωτικές δηλώσεις της αμερικα­νικής πλευράς, ότι δηλ. η ελληνική κυβέρνη­ση είναι εκείνη που αποφασίζει πότε θα γί­νουν οι εκλογές, αλλά η ουσία είναι ότι προκλήθηκε μέγας θόρυβος για μερικά λόγια, που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε αν ειπώθη­καν επίτηδες ή αν αποτελούσαν «γκάφα» του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών [Δύο είναι οι κυρίαρχες εκδοχές, που ανα­πτύχθηκαν με αφορμή τη δήλωση Κρίστοφερ. Η πρώτη κάνει λόγο πως ο Αμερικανός υπουρ­γός πέρασε μ’ αυτόν τον τρόπο το μήνυμά του στην ελληνική κοινή γνώμη, ότι δηλ. για τις Η­ΠΑ ο Μητσοτάκης ήταν πια «τελειωμένος» (ά­ρα τα είχαν βρει με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και προετοίμαζαν για την επάνοδό του στην εξου­σία). Η δεύτερη υποστηρίζει ότι υπήρξε συ­νεννόηση ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Κρίστοφερ ή, πολύ απλά, ενημέρωση του δεύ­τερου απ’ τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι σκο­πεύει να καταφύγει μετά το καλοκαίρι σε πρό­ωρες εκλογές].
Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι συνέδεσαν τη δήλωση Κρίστοφερ με τις διεργασίες που πραγματοποιούσε το ίδιο χρονικό διάστημα ο Αντώνης Σαμαράς και το περιβάλλον του για τη δημιουργία νέου κομματικού φορέα. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι η δήλωση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών επέσπευσε τις διεργα­σίες αυτές και επιτάχυνε κατά πολύ τις εξελί­ξεις που έρχονταν με μορφή θύελλας. Όπως και να ‘χουν όμως τα πράγματα, γεγονός πα­ραμένει ότι τελικά η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, η οποία προοριζόταν για τον Οκτώ­βριο, δεν έγινε ποτέ. Τον Οκτώβριο άλλος ή­ταν πια ο πρωθυπουργός της Ελλάδας…
Στις 30 Ιουνίου 1993 «ο κύβος ερρίφθη». Ο Α­ντώνης Σαμαράς αποσχίστηκε απ’ τη Νέα Δη­μοκρατία και ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα: την Πολιτική Άνοιξη. Η ρήξη ανάμεσα στον ίδιο και τον πολιτικό του ευεργέτη, τον πρωθυ­πουργό Μητσοτάκη, είχε πια ολοκληρωθεί. Α­πέμενε μόνο μια πράξη για να κλείσει ο κύ­κλος: η ανατροπή της κυβέρνησης! Αλλά ο Σαμαράς ορκιζόταν πως δεν ήταν στις προθέ­σεις του να ανατρέψει την κυβέρνηση του 47% των Ελλήνων…
Τι θα συνέβαινε λοιπόν; Ήταν πια πασιφανές ότι από εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση Μητσο­τάκη τελούσε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς «ο­μηρίας». Διότι στηριζόταν κυριολεκτικά στην ψήφο και του «τελευταίου» βουλευτή, άρα θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα εκ­βιασμού, με τον κίνδυνο να μην εξαντλήσει τη θητεία της, που έληγε τον Απρίλιο του 1994. Φυσικά το πολιτικά ορθό θα ήταν όλοι οι βουλευτές που στήριζαν τον Σαμαρά και σκό­πευαν να προσχωρήσουν στο νεοϊδρυθέν κόμμα να παραιτηθούν από τη θέση του βου­λευτή κι έτσι η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει το υπόλοιπο της κυβερνητικής της θητείας με οριακή έστω αυτοδυναμία. Όμως οι υποστη­ρικτές του Σαμαρά δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, δοκιμάζοντας τα νεύρα όλης της φιλελεύθε­ρης παράταξης. Τόνιζαν όμως σε κάθε ευκαι­ρία ότι δεν θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση, προφανώς για να αποφύγουν την οργή των ο­παδών της ΝΔ [Επρόκειτο για μια παράλογη θέση, αφού -ούτως ή άλλως- δεν θα ψήφιζαν βασικά νο­μοσχέδια της κυβέρνησης κι έτσι, αργά ή γρή­γορα, θα την οδηγούσαν στην πτώση. Όπως όμως έδειξε ο χρόνος, απλά περίμεναν να πε­ράσει το καλοκαίρι, για να ρίξουν την κυβέρ­νηση Μητσοτάκη…]. Ενώ όμως τα έλεγαν αυτά, μυστικές συσκέψεις υπό τον Σαμαρά λάμβα­ναν χώρα. Ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης και οι συνεργάτες του έφεραν οριστικό πλήγμα στο Εθνικό ζήτημα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων και παράλληλα με τρόπο χειρουργικό προετοίμαζαν τον «θάνατο» του Νο 1 εχθρού τους…

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.