Γιώργος Αθανασίου
Το 1991 σαν να μην έφταναν όλες οι αρνητικές συγκυρίες, που εμπόδιζαν τον Μητσοτάκη να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, προέκυψε την ίδια εκείνη περίοδο η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ύστερα από σταθερότητα δεκαετιών, το «πνεύμα της φιάλης» βγήκε στη φόρα και το μακεδονικό ζήτημα νεκρανέστησε παλιούς, ξεχασμένους, εθνικισμούς. Ένα σημαντικό πρόβλημα δημιουργούνταν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πρόβλημα εξαιρετικής ευαισθησίας για τους Έλληνες και με μεγάλες πολιτικές (και όχι μόνο) προεκτάσεις. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός φαινόταν ήρεμος. Εμπιστευόταν απόλυτα τον υπουργό εξωτερικών, ένα δικό του «παιδί», τον Αντώνη Σαμαρά. Είχε πίστη στις ικανότητές του και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ο νεαρός πολιτικός δεν θα τον πρόδιδε ποτέ. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Μητσοτάκης: όλοι να στρέφονταν εναντίον του, ο Σαμαράς θα στεκόταν σίγουρα στο πλευρό του…
Το ζήτημα των Σκοπίων
Τα Σκόπια ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, μέρα που έκτοτε ισοδυναμεί γι’ αυτά με εθνική επέτειο. Μέχρι τότε αποτελούσαν ξέχωρη δημοκρατία στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με την επίσημη ονομασία «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και σημαία το πεντάκτινο αστέρι. Κι όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις -στον βωμό των καλών σχέσεων με το Βελιγράδι- σιωπούσαν προκλητικά επί σειρά δεκαετιών αναφορικά με τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γειτονικό κράτος! Μάλιστα ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε ομιλία του το 1986 στο 3ο Σώμα Στρατού δήλωσε δημόσια ότι η χρήση του ονόματος «Μακεδονία» είναι… εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας!
Παρ’ όλα αυτά η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας βρήκε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη τελείως απροετοίμαστες. Προς τα τέλη του 1991 είχαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από το Βελιγράδι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Σλοβενία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η «Μακεδονία». Η μπαρουταποθήκη της Βαλκανικής ήταν και πάλι έτοιμη να εκραγεί, παρασύροντας στο διάβα της τα πάντα και ανοίγοντας παλιές βαθιές πληγές στις μνήμες των λαών της περιοχής. Άλλωστε, πέρα από τις παραπάνω χώρες που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, έτοιμα για κάτι τέτοιο φαίνονταν (όπως απεδείχθη αργότερα με την απόσχισή τους) και το Μαυροβούνιο, αλλά και το Κοσσυφοπέδιο…
Ειδικά για την Ελλάδα η ανακήρυξη των Σκοπίων σε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ξύπνησε άσχημες αναμνήσεις και τροφοδότησε τον εθνικισμό. Φωνές αλυτρωτικές ακούστηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στα Σκόπια και ένα νέο πρόβλημα προστέθηκε στα τόσα άλλα άλυτα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Βορειοηπειρωτικό κ.ά.). Εκείνη ακριβώς την κρίσιμη ώρα φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε λάθος, όταν εμπιστευόταν τον Αντώνη Σαμαρά για το τόσο νευραλγικό πόστο του υπουργού εξωτερικών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσάπτουν στον Σαμαρά ότι είχε από τότε στο μυαλό του άλλα σχέδια, ότι θέλησε να παίξει το πολιτικό του μέλλον πάνω στη ράχη της Μακεδονίας…
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 σημειώθηκε το πρώτο «άδειασμα» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαμαρά. Τη μέρα εκείνη, στις Βρυξέλλες, συνήλθαν οι υπουργοί εξωτερικών των χωρών-μελών της ΕΟΚ, με κεντρικό θέμα την αναγνώριση των νέων κρατών που προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Βασικότερα κριτήρια για την αναγνώρισή τους ήταν τα εξής: ο σεβασμός του «χάρτη» του ΟΗΕ, η αναγνώριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελική πράξη του Ελσίνκι, καθώς βέβαια και ο σεβασμός προς τους γείτονες (έλλειψη αλυτρωτικού πνεύματος κτλ.). Αλλά και ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε ξεκάθαρα πως, για να αναγνωρισθεί η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων θα έπρεπε να εκπληρώνονται τρεις προϋποθέσεις: να εγγυάται το Σύνταγμα της καινούριας Δημοκρατίας ότι δεν τρέφει εδαφικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας, να διευκρινίσει ρητά ότι δεν υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα και, τέλος, να αλλάξει το όνομά της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική συνέχεια.
Μέχρι την τόσο κρίσιμη -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- ημερομηνία της 16ης Δεκεμβρίου του 1991 ο Αντώνης Σαμαράς ούτε καν είχε ασχοληθεί με το ζήτημα των Σκοπίων! Έδειχνε μάλιστα σχεδόν αδιάφορος και το είχε υποβαθμίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, που προκαλούσε εύλογες απορίες πώς άραγε είναι δυνατόν για τρεις ολόκληρους μήνες (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1991) ο υπεύθυνος υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας να μην έχει σημάνει συναγερμό για τη Μακεδονία, δεδομένου ότι τα Σκόπια είχαν ήδη ανακηρύξει επίσημα την ανεξαρτητοποίησή τους(;)! Η απλή απάντηση, όπως φάνηκε κι απ’ τη συνέχεια, είναι ότι την περίοδο εκείνη ο Σαμαράς δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι το ζήτημα της Μακεδονίας ήταν «χρυσάφι» για τον ίδιο και την πολιτική του καριέρα. Μόνο στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 το κατάλαβε και, εντελώς ξαφνικά, μετατράπηκε σε… «Μακεδονομάχο»!
Απόδειξη για την πλήρη αδιαφορία Σαμαρά σχετικά με το ζήτημα των Σκοπίων είναι η έλλειψη κάθε αντίδρασης εκ μέρους του, όταν τα Σκόπια ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! Επίσης, τον ίδιο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1991, αδιαφόρησε παντελώς για τον διορισμό Έλληνα εκπροσώπου στην αρμόδια επιτροπή Μπαντιντέρ, κάτι που θεωρήθηκε επιζήμιο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αλλά και δύο μόλις εβδομάδες πριν τη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών, δηλ. στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς υπέγραψε -μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους του- τον περίφημο «Κανονισμό 3567/91» του Συμβουλίου υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ, σύμφωνα με τον οποίο η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων αναγνωρίζεται ως… «Μακεδονία» σκέτο! Την ημέρα εκείνη, με την υπογραφή μάλιστα του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας»…
Αλλά το εξοργιστικό σχετικά με τη στάση του Σαμαρά είναι άλλο: απέφυγε να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη για τον εν λόγω «Κανονισμό» κι έτσι το θέμα πνίγηκε μες στην όλο και πιο δύσκολη διαμορφωμένη κατάσταση που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση. Κι όταν αργότερα, το καλοκαίρι του 1993, δημοσιογράφοι επανέφεραν το θέμα σχετικά με τις τεράστιες ευθύνες του Σαμαρά για τη γένεση του νεώτερου Μακεδονικού ζητήματος, αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ισχυριζόμενος ότι δεν παρέστη και δεν υπέγραψε το πρωτόκολλο εκείνο! Τα γεγονότα όμως τον διέψευδαν, παρά την απέλπιδα προσπάθεια που έκανε για να αποφύγει την «ταφόπλακα» της πολιτικής του καριέρας…
Και έφτασε έτσι η μοιραία 16η Δεκεμβρίου.
Τότε ο Αντώνης Σαμαράς, χωρίς και πάλι να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό, υπέγραψε την τελική πράξη που οδήγησε στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας. Διότι η απόφαση εκείνης της ημέρας γέννησε ανέμους και σκόρπισε θύελλες, αφού αμέσως μετά ξεκίνησαν οι τρομερές εχθροπραξίες στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε πάνω από τρία χρόνια, έως και το 1995, και σαν αποτέλεσμα είχε τουλάχιστον 200.000 νεκρούς, πολλαπλάσιους τραυματίες και ξεσπιτωμένους, αλλά και απομάκρυνε ακόμα περισσότερο τα Βαλκάνια από την υπόλοιπη Ευρώπη…
Ειδικά δε για την Ελλάδα, την αποφράδα εκείνη ημέρα γιγαντώθηκε εκ του μηδενός το ζήτημα των Σκοπίων. Οι σπόροι μας ατιμωτικής ήττας και μιας εθνικής ταπείνωσης για την ευρωπαϊκή Ελλάδα από ένα θνησιγενές κρατίδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς καμία εθνική συνοχή, με τεράστια οικονομικά προβλήματα και απίστευτη ανεργία, ρίχτηκαν εκείνη την ημέρα και με την υπογραφή του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, του Αντώνη Σαμαρά… Ο οποίος ούτε καν ζήτησε την απάλειψη της λέξης «Μακεδονία» από το όνομα των Σκοπίων, χάνοντας έτσι η Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να κλείσει προς όφελός της ένα πρόβλημα, που αργότερα μεταβλήθηκε σε γάγγραινα για τα συμφέροντα του ελληνισμού [Γιατί δεν διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους υπουργούς εξωτερικών της ΕΟΚ ο Αντώνης Σαμαράς την τόσο κρίσιμη 16η Δεκεμβρίου 1991; Δεν μας το αποκάλυψε ποτέ…].
Κι όμως έκτοτε ο Σαμαράς άρχισε να εμφανίζεται σαν αδιάλλακτος πατριώτης και «Σκοπιανοφάγος»! Ποιος, αυτός που μέχρι τότε καλλιεργούσε ένα υπερπροοδευτικό, σχεδόν διεθνιστικό, πρόσωπο και αποκαλούσε μάλιστα την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης «τουρκική»! Αυτός που άφησε να ανοίξουν ανεξέλεγκτα τα ελληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς να εξασφαλίσει καμία εγγύηση για τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, έγινε ξαφνικά μαχητικός εθνικιστής και δεν δεχόταν καμία διαπραγμάτευση για το «ιερό όνομα της Μακεδονίας»…
Η γενικότερη στάση του Αντώνη Σαμαρά στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 υπήρξε απαράδεκτη και προσβλητική προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Έγινε κατόπιν γνωστό ότι στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων εκείνης της μέρας ο Σαμαράς όχι μόνο δεν συνομίλησε με τον πρωθυπουργό του, αλλά… κρυβόταν επιμελώς, φοβούμενος προφανώς μήπως συμβεί κάτι απρόοπτο που θα του χαλούσε τα σχέδια που προφανώς είχε στο μυαλό του. Αργότερα θέλησε να δικαιολογηθεί για την πρωτοφανή στάση του, να μην έχει δηλαδή άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της χώρας για μείζον εθνικό θέμα, με διάφορα αστεία επιχειρήματα. Είπε π.χ. ότι δεν χρειαζόταν να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, διότι οι οδηγίες που είχε λάβει από εκείνον ήταν συγκεκριμένες και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξουν (τότε γιατί άραγε γίνονταν α πολύωρες διαπραγματεύσεις;)!… Επίσης, είπε ότι ούτως ή άλλως οι θέσεις του δικαιώθηκαν, άρα όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοίρα (κι όμως το ζήτημα των Σκοπίων ακριβώς τότε διογκώθηκε και χάθηκε το όνομα της Μακεδονίας για τον ελληνισμό…).
Ο Σαμαράς έχτισε έκτοτε την εικόνα του δήθεν ασυμβίβαστου πατριώτη για το όνομα της Μακεδονίας, στηριζόμενος ακριβώς πάνω στη συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου και τον περίφημο «τρίτο όρο», που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα ελληνικά δίκαια σχετικά με το πρόβλημα που αναδύθηκε [Τελικά, μετά από λίγο καιρό, φάνηκε η «γύμνια» του Σαμαρά, αφού όλοι απολύτως οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας αποδείχτηκε ότι ερμήνευαν διαφορετικά από την ελληνική πλευρά τον «τρίτο όρο» της συμφωνίας. Ήταν λοιπόν θέμα ερμηνείας, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο ίδιος ο Σαμαράς και δεν επρόκειτο για μεγάλη διπλωματική του νίκη, όταν θέλησε να την παρουσιάσει ως τέτοια στην προσπάθειά του να οικοδομήσει το προφίλ του επερχόμενου ηγέτη…]. Ο όρος αυτός ανέφερε ότι καμία από τις νέες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ονομασία, η οποία να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις [Οι άλλοι δύο όροι ήταν: να μην έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι κάποιας γειτονικής χώρας και να μην πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδιστικές δραστηριότητες].
Αντιφατική λοιπόν ήταν η στάση του Σαμαρά στην ιστορική συνεδρίαση των Βρυξελλών, στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Από τη μια υπέγραψε το κείμενο που αναφερόταν σε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από την άλλη έβαλε τάχα τον όρο καμία ονομασία να μην υπονοεί αλυτρωτικές διαθέσεις. Μα το ένα αναιρεί το άλλο! Διότι πώς να πειστούν μετά οι Ευρωπαίοι για τα ελληνικά δίκαια, όταν ο ίδιος ο Σαμαράς με την υπογραφή του αναγνώρισε τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Άρα ο «τρίτος όρος» πήγαινε στον κάλαθο των αχρήστων, αφού δεν αφορούσε με κανέναν τρόπο την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήδη είχε υπογράψει ο Σαμαράς! Πρόκειται για ένα πολύ σκοτεινό σημείο της πολιτικής διαδρομής του Μεσσήνιου πολιτικού, που ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ του να διαλευκάνει…
Ό,τι δεν είχαν ως τότε καταφέρει να κάνουν η αντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το παραγωγικό σαμποτάζ στην οικονομία, η διεθνής εκστρατεία δυσφήμησης της χώρας και η τρομοκρατία εναντίον της οικογένειας Μητσοτάκη, το κατάφερε ο βασικός του συνεργάτης μέσω του «Μακεδονικού». Με αποτέλεσμα την πτώση αργότερα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τη μετατροπή της χώρας σε «δούρειο ίππο» μέσα στη Δύση σκοτεινών υπερδυνάμεων…
Έτσι λοιπόν, ο Σαμαράς στην ενημέρωση του πρωθυπουργού που ακολούθησε παρουσίασε την άσχημη τροπή των πραγμάτων σαν μια «μεγάλη ελληνική νίκη», που οφειλόταν στην πιστή υποτίθεται εφαρμογή των οδηγιών που του είχε δώσει ο Μητσοτάκης. Ο τότε πρωθυπουργός αρχικά απέφυγε να επιπλήξει δημόσια τον υπουργό του, μην θέλοντας επιπροσθέτως να πιστέψει ότι ένας τόσο στενός του συνεργάτης τον εξέθεσε. Αλλά και ο, ανοιχτός σε κάθε ερμηνεία, «τρίτος όρος» λειτούργησε το πρώτο διάστημα καθησυχαστικά για τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Γρήγορα πάντως ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ κατάλαβε το διπλό παιχνίδι του Σαμαρά. Ήταν όμως δύσκολο να πάρει ριζικές αποφάσεις, δηλ. να τον απομακρύνει απ’ την κυβέρνηση, αφού η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Ήταν οι μέρες της διεξαγωγής του πρωτοφανούς σε όγκο συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης και το σύνθημα του πλήθους έπνιξε κάθε φωνή λογικής: «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική»! Ο Σαμαράς απρόσμενα μεταβλήθηκε σε αγαπημένο των μαζών, στον μελλοντικό ηγέτη που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μια σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα»! Οι δυνάμεις που κρύβονταν πίσω απ’ τον Σαμαρά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση: ο Έλληνας υπουργός των εξωτερικών, ηθελημένα ή μη, έβαλε σε «τροχιά» το μεγάλο γεωπολιτικό τους σχέδιο…
Η Ελλάδα είχε πέσει λοιπόν στην παγίδα. Με όχημα το «Μακεδονικό» έγινε κι αυτή μέρος του βαλκανικού προβλήματος, αντί να αποτελέσει την ήρεμη εκείνη δύναμη, ως η μόνη τότε χώρα-μέλος της ΕΟΚ και του NATO στην περιοχή, που θα πρωταγωνιστούσε στην -πολιτική, οικονομική και κοινωνική- αναδιαμόρφωση του βαλκανικού τοπίου. Η τακτική δηλ. του Αντώνη Σαμαρά να «παίξει» το χαρτί του ζητήματος των Σκοπίων οδήγησε την Ελλάδα σε μια φοβερή γεωπολιτική ανισορροπία… Χρόνια αργότερα, γενική ήταν η διαπίστωση ότι αν τότε η Ελλάδα δεν είχε ακολουθήσει τη συναισθηματικά φορτισμένη πολιτική των «Μακεδονομάχων» {κυρίως του Σαμαρά, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που κι αυτό όψιμα είχε μπει στο «παιχνίδι» [Μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου αδιαφορούσαν πλήρως για το λεγόμενο «Μακεδονικό» και, φυσικά, απέρριπταν το παλιό δόγμα της ελληνικής Δεξιάς περί «κινδύνου από τον Βορρά». Εκείνους δε που ασχολούνταν με τα εθνικά θέματα της Ελλάδας που σχετίζονταν με τις βόρειες χώρες τον αποκαλούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη «αντιδραστικό» και «φασίστα». Μέχρι το 1991-92 για το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του τα μόνα εθνικά θέματα προς συζήτηση ήταν εκείνα που είχαν σχέση με την Τουρκία (Κύπρος, Αιγαίο και Θράκη)]}, θα έπαιζε τον πλέον σημαντικό και ρυθμιστικό ρόλο στα Βαλκάνια: θα είχε καταστεί μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη, που θα την σέβονταν όλοι στο ολισθηρό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων…
Εξαιτίας όμως της πολιτικής των πατριδοκάπηλων η Ελλάδα παρουσιάστηκε από τα ξένα ΜΜΕ ως μια χώρα σχεδόν τριτοκοσμική και ξενοφοβική, με άκρως επεκτατικές βλέψεις, που επιθυμούσε τη διάλυση και την απορρόφηση του κράτους των Σκοπίων. Άλλωστε ο τότε ηγέτης των Σέρβων, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό να μοιράσουν οι δυο χώρες το κρατίδιο και να αποκτήσουν έτσι κοινά σύνορα! [Φυσικά ο Μητσοτάκης απέρριψε ασυζητητί την προβοκατόρικη πρόταση, η οποία φιλοδοξούσε να χύσει λάδι στη φωτιά και να ρίξει την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή σε φοβερές περιπέτειες… Αντίθετα, την πρόταση Μιλόσεβιτς υποστήριξε έμμεσα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου]
Εν τω μεταξύ, ο έμπειρος Μητσοτάκης, ένας πολιτικός που πέρασε δια πυρός και σιδήρου (όσο κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας πολιτικός), είχε πλέον καταλάβει πού οδηγούσε η πολιτική Σαμαρά. Αισθανόταν πικραμένος από τη συμπεριφορά του υπουργού που εμπιστεύθηκε και τόσο στήριξε κατά το παρελθόν [Όντως, στις έντονες κριτικές που του είχαν ασκηθεί την περίοδο 1989-90, όταν δηλ. πρόβαλλε τον Σαμαρά ως φιλόδοξο νέο πολιτικό και ισχυρό υπουργό των εξωτερικών, από διάφορες πλευρές (π.χ. από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), ο Μητσοτάκης τον κάλυψε πλήρως. Πίστευε τότε ότι στο πρόσωπο του Σαμαρά είχε βρει έναν πιστό συνεργάτη, που θα προωθούσε την πολιτική του στις τόσο δύσκολες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί…]. Η ρήξη ανάμεσα σε «πατέρα» και «γιο» θα ήταν τραγική, μα αναπόφευκτη…
Η ρήξη
Την περίοδο εκείνη ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αντιμετώπιζε πλέον την εχθρική συμπεριφορά, όχι μόνο της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά και διάφορων εσωκομματικών πτερύγων, που είχαν διαμορφωθεί από καιρό και που ετοίμαζαν το τελικό χτύπημα κατά του αρχηγού τους. Δύο βασικά αντιμητσοτακικοί πόλοι είχαν σχηματιστεί στο εσωτερικό της ΝΔ: Ο ένας είχε ηγέτη τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον περίφημο «Μπουλντόζα» των δημοτικών εκλογών του 1986, επικεφαλής του ρεύματος της «λαϊκής Δεξιάς», και ο άλλος τον Αντώνη Σαμαρά, που -αξιοποιώντας στο έπακρο το ζήτημα των Σκοπίων- τέθηκε επικεφαλής των «αβερωφικών» της Νέας Δημοκρατίας, μιας συντηρητικής τάσης εθνικοφρόνων.
Αμφότεροι, Έβερτ και Σαμαράς, άρχισαν πια να στρέφονται ανοιχτά κατά του Μητσοτάκη, προσπαθώντας να πάρει ο καθένας για λογαριασμό του το προβάδισμα στην «κούρσα δρόμου» που οδηγούσε στην ηγεσία της ΝΔ και, πιθανότατα, στην πρωθυπουργία. Φάνηκαν έτσι και οι δυο αυτοί πολιτικοί μάλλον ανεύθυνοι όχι μόνο απέναντι στον πρόεδρο του κόμματος στο οποίο ανήκαν, αλλά και απέναντι στο 47% του λαού, που είχε δώσει συντριπτική νίκη-εντολή στον Μητσοτάκη, για να αλλάξει την Ελλάδα προς το καλύτερο.
Ιδιαίτερα η ρήξη του πρωθυπουργού με τον Σαμαρά είχε τραγικές διαστάσεις. [Άλλωστε κανείς ουσιαστικά δεν ξαφνιάστηκε από τη δυναμική εσωκομματική αντιπολίτευση του Έβερτ. Ο Έβερτ, ακραιφνής καραμανλικός, πάντοτε έβλεπε ανταγωνιστικά την πρόοδο του φιλελεύθερου πολιτικού και ποτέ δεν είχε υποστηρίξει έμπρακτα τις προσπάθειές του να επαναφέρει τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Αντιθέτως υπήρξε σε όλα αντίθετος με τον Μητσοτάκη: κρατικιστής και εχθρός της ελεύθερης αγοράς, συντηρητικός και οπαδός της παλιάς «άκαμπτης» Δεξιάς…] Ξεκίνησε ήδη από τον Δεκέμβριο του 1991 και ολοκληρώθηκε με δραματικό τρόπο στα μέσα της επόμενης άνοιξης.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικά αγεφύρωτο ρήγμα, που δεν θα έκλεινε ποτέ. Η σύγκρουση ανάμεσά τους οδήγησε στη διάσπαση της παράταξης και στην ενδεκαετή κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε. Η σύγκρουση εξάλλου ευνοούσε τα μέγιστα τον Μιλτιάδη Έβερτ, που έβλεπε τους δυο αντιπάλους του να αλληλοεξουδετερώνονται και ο ίδιος να οδηγείται εκ των πραγμάτων στην καρέκλα του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας…
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και στον απόηχο του γιγαντιαίου παμμακεδονικού συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύσκεψη των πολιτικοί αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας, με τη συμμετοχή και του υπουργού εξωτερικών, στις 18 Φεβρουαρίου 1992. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης βρέθηκε έτσι μαζί με τους Ανδρέα Παπανδρέου και τις δύο γυναίκες που έσπασαν το ανδρικό κατεστημένο και ήταν επικεφαλής των κομμάτων της Αριστεράς (Αλέκα Παπαρήγα του ΚΚΕ και Μαρία Δαμανάκη του ΣΥΝ) στο τραπέζι των διαβουλεύσεων υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καραμανλή, για να συζητηθεί η δυνατότητα χάραξης ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και, ειδικότερα, να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος που ανέκυψε με τα Σκόπια. Οι πολιτικοί αρχηγοί δήλωσαν ότι δεν διαφώνησαν καθόλου στον χειρισμό του «Μακεδονικού», αλλά προέκυψαν ενστάσεις από τις διαφορετικές θέσεις τους πάνω στα ελληνοτουρκικά θέματα.
Φαινομενικά λοιπόν η σύσκεψη εξελίχθηκε πάρα πολύ καλά τόσο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα όσο και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Άλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς δεν τόλμησε να εκφράσει ανοιχτά τις όποιες διαφωνίες του και έδειχνε να επανέρχεται σε ηπιότερες θέσεις. Δυστυχώς όμως για τον τότε πρωθυπουργό το χτύπημα ήρθε από αλλού: Την ίδια ημέρα την παραίτησή του υπέβαλε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ένας εκ των σκληρών ενδοκυβερνητικών αντιπάλων του Μητσοτάκη. Χάθηκε έτσι επικοινωνιακά το πλεονέκτημα που απέκτησε η κυβέρνηση σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία για την ίδια [Μόλις έναν μήνα πριν είχε αθωωθεί, λόγω αμφιβολιών, από το ειδικό δικαστήριο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ φάνηκε να κερδίζει τα μέγιστα απ’ αυτήν την απόφαση, την οποία φυσικά εκμεταλλεύθηκε πλήρως επικοινωνιακά και σε βάρος της κυβέρνησης.], ακριβώς εξαιτίας της ξαφνικής κίνησης Κανελλόπουλου. Δύσκολα κανείς μπορεί να πειστεί ότι δεν ήταν εκ των προτέρων σχεδιασμένη αυτή η ενέργεια, ακριβώς γα να ακυρώσει μα ενδεχόμενη επιτυχία του Μητσοτάκη στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών…
Ο Μάρτιος του 1992 είναι ένας φαινομενικά ήρεμος μήνας, όσον αφορά τουλάχιστον το ζήτημα των Σκοπίων. Στην πραγματικότητα όμως το «καζάνι έβραζε». Άλλωστε ο μήνας αυτός έκλεισε με τον θάνατο ενός σύγχρονου συμβόλου της Μακεδονίας, του κορυφαίου αρχαιολόγου Μανόλη Ανδρόνικου. Εκείνο το χρονικό διάστημα σε συνέντευξή του ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί αντιφατική πολιτική στο μείζον εθνικό θέμα: Από τη μία η ανένδοτη στάση του Αντώνη Σαμαρά (δεν πρέπει τα Σκόπια να αναγνωριστούν αν στην ονομασία τους περιέχεται ο όρος «Μακεδονία») και από την άλλη η «υποχωρητική» στάση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη (τo όνομα δεν έχει και τόση σημασία). Είναι εμφανές ότι η δήλωση αυτή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βοήθησε εκείνη την ώρα αφάνταστα τον Σαμαρά, που τον παρουσίαζε στα μάτια της απληροφόρητης ελληνικής κοινής γνώμης σαν «ασυμβίβαστο αγωνιστή», που τον πολεμάει ο «κακός» πρωθυπουργός του!
Εν τω μεταξύ, στις 5 Απριλίου 1992, διεξήχθησαν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών αναπληρωματικές εκλογές γα την κάλυψη της θέσης του καταδικασθέντος βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρη Τσοβόλα. Το μόνο από τα μεγάλα κόμματα που συμμετείχε ήταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και έλαβε σημαντικά ποσοστά, παίρνοντας πάνω από 100.000 ψήφους περισσότερες απ’ ότι στις εκλογές του 1990. Η επιτυχία αυτή του ΠΑΣΟΚ, που κατέλαβε εκ νέου την έδρα, θεωρήθηκε απ’ όλους ως μία προειδοποίηση πολλών πολιτών προς την κυβέρνηση, η οποία έμοιαζε άτολμη στα βήματά της και κάθε άλλο παρά εφάρμοζε την πολιτική της. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι ήταν αδύνατον με τις συνθήκες που τότε διαμορφώθηκαν ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης να εφάρμοζε ένα μικρό έστω μέρος του προγράμματός του…
Φτάσαμε έτσι στη μοιραία δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καραμανλή, με συμμετοχή και πάλι του Αντώνη Σαμαρά. Ήταν στις 13 Απριλίου 1992, η μέρα κατά την οποία και επισημοποιήθηκε η οριστική ρήξη στη σχέση Μητσοτάκη-Σαμαρά, μια ρήξη που -αν και υπέβοσκε από καιρό- ήρθε απότομα στην επιφάνεια. Ο Σαμαράς παρέμεινε στην αρχή της σύσκεψης και κατόπιν αποχώρησε. Ήταν η τελευταία φορά που θα καθόταν πλάι στον Κώστα Μητσοτάκη… Μετά το τέλος της σύσκεψης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να αποπέμψει τον υπουργό των εξωτερικών και να αναλάβει προσωρινά ο ίδιος το υπουργείο. Ο Σαμαράς αντέδρασε έντονα στην αποπομπή του, αφήνοντας διάφορα υπονοούμενα για την από εκεί και πέρα στάση του.
Αλλά και με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις η συναίνεση ήταν εξαιρετικά εύθραυστη. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ και ΚΚΕ επέκριναν τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Μάλιστα τη φορά αυτή το ΚΚΕ διαφοροποιήθηκε απ’ όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, λέγοντας πως δεν συμφωνεί με τη θέση πως η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων στην περίπτωση μόνο που τηρηθούν και οι τρεις όροι της ΕΟΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1991 [Το ΚΚΕ αποσυνέδεσε με δυο λόγια το ζήτημα των Σκοπίων από τους σαφείς όρους που είχε θέσει η ΕΟΚ γα αναγνώριση της νεότευκτης Δημοκρατίας.]. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα το ΚΚΕ θα αντιμετωπίζει με τη δική του ιδιαίτερη προσέγγιση το ζήτημα των Σκοπίων, ξεφεύγοντας απ’ τη «μέγγενη» των εθνικιστικών εντυπώσεων.
Την επόμενη μέρα της σύσκεψης, στην παραλαβή του υπουργείου εξωτερικών, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε αυτή τη φορά να δηλώσει ότι η συγκυρία των πραγμάτων ήταν που οδήγησε σε αλλαγή της ηγεσίας του υπουργείου. Μέχρι τότε κάλυπτε πλήρως τον Σαμαρά, έστω και για να μην προκαλέσει μία ακόμα πληγή στο σώμα της τόσο ταλαιπωρημένης κυβέρνησής του. Αλλά κι ο Σαμαράς στην παράδοση του υπουργείου δήλωσε με νόημα ότι «ο καθένας γράφει την ιστορία του»… Κι ύστερα έφυγε απελευθερωμένος από το «βάρος» της συμμετοχής του σε μια κυβέρνηση, στην οποία ηγούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα πια εχθρός του. Έτσι ξεκινούσε για τον τόπο ένα απίστευτο πολιτικό θρίλερ, με μπόλικο παρασκήνιο, ίντριγκες και προδοσίες…
Μια τρίτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου 1992. Στην τελευταία σύσκεψη εκείνης της περιόδου ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συμμετείχε και με την ιδιότητα του υπουργού εξωτερικών. Το ΚΚΕ επιβεβαίωσε τη ριζική αλλαγή πορείας του, αφού ήταν το μόνο που δεν προσυπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών, λόγω γενικότερων διαφωνιών (όπως δήλωσε η γραμματέας του, Αλέκα Παπαρήγα). Αλλά και οι υπόλοιποι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μαρία Δαμανάκη, εξέφρασαν και πάλι τις διαφωνίες τους με ορισμένες επιλογές της κυβέρνησης και μάλιστα αντιτάχθηκαν σε πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας σε κάποια από τις ειρηνευτικές στρατιωτικές αποστολές στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η στάση του προέδρου της δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπήρξε γα πολλούς αινιγματική τον καιρό εκείνο. Ο αυστηρά συντονιστικός ρόλος του στις τρεις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών δεν του επέτρεψε να εκφράσει τις σκέψεις του πάνω σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά η γενική εντύπωση ήταν ότι κινούνταν ανάμεσα στις θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά: Δεν έφευγε δηλ. από το κλίμα του λαϊκισμού και της πατριδοκαπηλίας που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα εκείνη τη χρονική περίοδο. Άλλωστε τα δάκρυά του στο αεροδρόμιο, όταν και τόνισε βουρκωμένος ότι υπάρχει μόνο μία Μακεδονία κι αυτή είναι ελληνική, υπήρξαν τρανή απόδειξη των αντιλήψεών του πάνω στο «Μακεδονικό» θέμα. Οι εθνικιστικές όμως φωνές κάλυπταν κάθε άλλη άποψη εκείνο τον καιρό, τόσο που ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αναγκάστηκε να δηλώσει με κάποια δόση πικρίας ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το όνομα της Μακεδονίας»! [Πράγματι, πέρασαν πολύ λιγότερα από δέκα χρόνια, όταν το πρώην φανατικά «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, μετά από ένα δεκαοκτάμηνο εμπάργκο στα Σκόπια (που προκάλεσε την οργή Ευρωπαίων και Αμερικανών), πραγματοποίησε θεαματική στροφή 180 μοιρών στο θέμα και αναγκάστηκε να υπογράψει την περίφημη «Ενδιάμεση Συμφωνία» της Νέας Υόρκης, που έδινε πολλά στους Σκοπιανούς, παίρνοντας μόνο κάποιες -ούτως ή άλλως αναπόφευκτες για τα Σκόπια- μικροϋποχωρήσεις. Πάντως αυτή η μεταβατική συμφωνία, διάρκειας επτά ετών, έληξε ήδη το 2002, χωρίς εν τω μεταξύ να βρεθεί καμία μόνιμη λύση.]
Ήταν πια φανερό ότι στο εσωτερικό της Ελλάδας, και σε σχέση πάντα με το «Μακεδονικό», είχαν διαμορφωθεί δύο άκρως αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές: Η πολιτική της εθνοκαπηλείας και του ουσιαστικού (και όχι μόνο λεκτικού) αντιδυτικισμού, που περιελάμβανε τόσο το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά όσο και δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροδεξιάς (Σαμαράς, Έβερτ, αλλά και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Καραμανλής) και η πολιτική της σύγχρονης, φιλελεύθερης και ευρωπαϊκής, αντιμετώπισης των πραγμάτων, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον της χώρας, με μοναδικό ουσιαστικά εκφραστή τον Μητσοτάκη και τον προσκείμενο σ’ αυτόν πολιτικό κύκλο. Πραγματικά, ήταν τεράστιο το βάρος για τον τότε πρωθυπουργό, που είχε αναλάβει τον δυσβάσταχτο φόρτο να οδηγήσει την Ελλάδα στα δύσβατα μονοπάτια μιας ολότελα νέας εποχής. Η πολιτική μοναξιά σ’ όλο της το μεγαλείο…
Από εκεί και πέρα ο πόλεμος κατά της κυβέρνησης κλιμακώθηκε. Το ΠΑΣΟΚ, όπως συνήθιζε, ξέχασε γρήγορα τα περί εθνικής συναίνεσης και, εκμεταλλευόμενο το λαϊκό αίσθημα, εξαπέλυσε πλήρη επίθεση κατά του Μητσοτάκη. Έτσι, την ημέρα κατά την οποία ξεκινούσε η αποφασιστικής σημασίας σύνοδος των ηγετών των κρατών-μελών της ΕΟΚ, στη Λισαβόνα, στις 26 Ιουνίου 1992, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη απ’ τη Θεσσαλονίκη σε εμπρηστικές δηλώσεις με αιχμή το «Μακεδονικό», ένα θέμα που μέχρι πριν λίγους μήνες χαρακτήριζε δημόσια ως… ανύπαρκτο! Η σιωπηρή στάση τόσο του Σαμαρά όσο και των υπόλοιπων αντιμητσοτακικών της ΝΔ ερμηνεύτηκε ως πρώτης τάξης συμμαχία ανάμεσα σ’ αυτούς και το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να ξεμπερδέψουν με τον «ενοχλητικό» Μητσοτάκη [Πραγματικά, δεν υπήρχε τότε κανένα αρραγές μέτωπο στην ελληνική πολιτική σκηνή σχετικά με τα μεγάλα εθνικά μας ζητήματα. Ή μάλλον υπήρχε ένα: Αυτό κατά του Μητσοτάκη, εναντίον του οποίου είχαν συσπειρωθεί άπαντες… Ιδού ένας από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας της ελληνικής διπλωματίας στο ζήτημα των Σκοπίων.].
Στη Λισαβόνα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον έναντι της Ελλάδας, ο Μητσοτάκης πέτυχε τελικά να επιβάλει στην κοινή απόφαση των ηγετών των χωρών-μελών της ΕΟΚ τη ρητή αναφορά ότι το νέο κράτος θα αναγνωριστεί μόνο σε περίπτωση που δεν θα περιλαμβάνεται στην ονομασία του η λέξη «Μακεδονία». Ήταν χωρίς αμφιβολία μια μεγάλη προσωπική νίκη του τότε πρωθυπουργού.
Κι όμως η μεγάλη αυτή επιτυχία έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτη και πέρασε στα… ψιλά στο εσωτερικό της Ελλάδας! Έμειναν μόνο οι κορώνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάθε μέρα επιτίθονταν σφόδρα κατά του πρωθυπουργού, καταλογίζοντάς του άδικα πράγματα και καταστάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα… Τότε ήταν που ο Ανδρέας Παπανδρέου έριξε το σύνθημα ότι ο Μητσοτάκης «πρέπει να φύγει», χαρακτηρίζοντας την ελληνική επιτυχία στη Λισαβόνα ως «άθλιο χειρισμό»!
Αντικειμενικά η αναμφισβήτητη αυτή επιτυχία του Μητσοτάκη (που ξοδεύτηκε αναίτια τον επόμενο χρόνο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) έδειχνε αρκετά πράγματα. Έδειχνε καταρχάς ότι απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσωπικά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής μπορούσε να έχει επιτυχίες, που ούτε καν ονειρευόταν ο προκάτοχός του στο υπουργείο. Έδειχνε ακόμα ότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε ακολουθήσει μία χωρίς σοβαρό σχεδιασμό γραμμή, ποντάροντας «ατυχώς» σε λάθος συμμαχίες που οδήγησαν το όλο ζήτημα σε αδιέξοδο [Για τα λάθη τότε του Σαμαρά «βάρυνε» η έλλειψη πείρας, αλλά και η αδικαιολόγητη ευθυνοφοβία που συνοδευόταν από ψευτολεονταρισμούς.]. Μάλιστα «ζήτησε και τα ρέστα», κραυγάζοντας ότι τάχα θυσίασε την καρέκλα του για χάρη της Μακεδονίας!
Τις ίδιες εκείνες φοβερά δύσκολες ώρες ο Αντώνης Σαμαράς είχε υποπέσει σε μία παράξενη σιωπή. Δεν σχολίασε καθόλου την απόφαση της Λισαβόνας, αν και μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ο αρμόδιος επί του θέματος υπουργός. Η σιωπή του Σαμαρά την περίοδο εκείνη μπορεί να ερμηνευτεί μόνο υπό το πρίσμα των όσων ακολούθησαν. Πολύ απλά, ο φιλόδοξος πολιτικός ανέμενε το τέλος του καλοκαιριού, για να συνεχίσει την επίθεση κατά του ανθρώπου που τον ανέδειξε. Ένας νέος κύκλος άνοιγε: Ο Μητσοτάκης έπρεπε να φύγει από την κυβέρνηση…
Στην τελική ευθεία για την πτώση…
Τον Αύγουστο του 1992 έγινε μικρής έκτασης ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης προσπάθησε να δώσει την ώθηση για ένα νέο ξεκίνημα, μετά από δύο μάλλον άκαρπα χρόνια και υπό το βάρος των νέων συνθηκών που επικρατούσαν στην παράταξη: δηλ. την ουσιαστική ανταρσία εναντίον του, που προκαλούσε διαρκώς η εσωκομματική αντιπολίτευση. Το υπουργείο εξωτερικών παραχωρήθηκε σε έναν πολύπειρο και μετριοπαθή πολιτικό, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανέλαβε να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», ειδικά στο πρόβλημα με τα Σκόπια [Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως εκείνη ειδικά την περίοδο κανένας απολύτως δεν επιθυμούσε να αναλάβει τον θώκο του υπουργείου εξωτερικών, το οποίο -λόγω της εμπλοκής των Σκοπίων- θεωρούνταν ούτε λίγο ούτε πολύ «καυτή πατάτα» στα χέρια του οποιουδήποτε πολιτικού…].
Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, εκείνες τις ημέρες του περιορισμένου ανασχηματισμού το ζήτημα των Σκοπίων έλαβε δραματική τροπή. Εντελώς αιφνιδιαστικά η Ρωσία αναγνώρισε το νεαρό κρατίδιο ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (με το συνταγματικό του δηλ. όνομα), κάτι που αποτελούσε αναπάντεχη επιτυχία της σκοπιανής διπλωματίας και δυσχέραινε κατά πολύ τα πράγματα για την Ελλάδα. Επίσης, τις ίδιες ημέρες το κοινοβούλιο των Σκοπίων πήρε την απόφαση να καθιερωθεί σαν εθνικό σύμβολο της Δημοκρατίας αυτής το περίφημο δεκαεξάκτινο αστέρι, ο «Ήλιος της Βεργίνας», κάτι που η ελληνική πλευρά θεώρησε ως καπηλεία του εθνικού της συμβόλου.
Η κατάσταση λοιπόν, παρά τη μεγάλη επιτυχία της Λισαβόνας, έγινε ακόμα πιο περίπλοκη. Πάνω που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν έτοιμη να «ανασάνει» μετά από πολύ καιρό, νέα χτυπήματα προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες ανοιχτές πληγές. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγεί τον τόπο στην εθνική καταστροφή, ενώ και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Καραμανλής, είπε ότι αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική και τη διεθνή ζωή δεν εξηγούνται λογικά [Ήταν η δεύτερη φορά που ο «εθνάρχης» Καραμανλής χρησιμοποιούσε όρους ψυχιατρικής, προκειμένου να ερμηνεύσει τα πολιτικά πράγματα. Την πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1989, με τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ να κυριαρχούν στην επικαιρότητα, είχε προβεί στην τραγική δήλωση: «Η χώρα μετατράπηκε σε ένα απέραντο τρελοκομείο»!…]… Αλλά ο Σαμαράς, ο άνθρωπος που βρισκόταν στο επίκεντρο του προβλήματος, εξακολουθούσε να κρατά απόλυτη σιγή.
Τότε ήταν που η κυβέρνηση, δια στόματος του νέου υπουργού εξωτερικών, Παπακωνσταντίνου, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να βοηθήσει το νέο κράτος που σχηματίστηκε στα βόρεια σύνορά της, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα κλέβει τα ελληνικά ιστορικά σύμβολα και θα απαλείψει το όνομα «Μακεδονία» από την επίσημη ονομασία της. Φάνηκε λοιπόν ότι η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να υποχωρεί στις βασικές αρχές της, ήταν πρόθυμη να δεχτεί έναν περήφανο και εξυπηρετικό προς τα ελληνικά συμφέροντα συμβιβασμό. Άλλωστε πρόεδρος των Σκοπίων τα χρόνια εκείνα ήταν ένας «μαθουσάλας» πολιτικός από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ο Κίρο Γκλιγκόροφ, που είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία, μετά βέβαια από σκληρές διαπραγματεύσεις. Κι όμως η ευκαιρία εκείνη χάθηκε για την Ελλάδα. Κι έτσι όλος ο πλανήτης αποκαλεί πια τα Σκόπια ως «Μακεδονία»… Δεν ευθυνόταν όμως ο Μητσοτάκης για τη μοναδική ευκαιρία που χάθηκε, να λυθεί δηλ. το εθνικό θέμα με τρόπο ικανοποιητικό για όλους.
Κι αυτό διότι η εσωκομματική αντιπολίτευση απειλούσε με πτώση την κυβέρνηση, στην περίπτωση που προέβαινε σε αμοιβαίο συμβιβασμό με τα Σκόπια…
Την εποχή λοιπόν εκείνη η ηγεσία του γειτονικού κρατιδίου έδειξε διάθεση για διάλογο, προκειμένου να τελειώσει οριστικά η σοβαρή αυτή εκκρεμότητα, που εμπόδιζε τις καλές σχέσεις των δύο λαών. Ακούστηκαν διάφορες πιθανές ονομασίες για τη μικρή χώρα, όλες βέβαια σύνθετες και με το όνομα «Μακεδονία» στο συνθετικό τους, όπως: «Σλαβομακεδονία», «Βόρεια Μακεδονία», «Άνω Μακεδονία», «Μακεδονία των Σκοπίων», ακόμα και «Νέα Μακεδονία». Οι ηγέτες των δύο χωρών, πιεσμένοι ασφυκτικά από πληθώρα θεμάτων που ζητούσαν άμεση λύση, αποφάσισαν να «βάλουν νερό στο κρασί τους». Μητσοτάκης και Γκλιγκόροφ ήταν έτοιμοι για το μεγάλο βήμα. Και τότε χτύπησε ο Σαμαράς. Βέβαια αδιάλλακτοι υπήρχαν και στα Σκόπια, όμως αυτοί δεν είχαν το πολιτικό εκτόπισμα ενός πρώην υπουργού εξωτερικών, ούτε και η εκεί κυβέρνηση κρεμόταν κυριολεκτικά πάνω σε μια κλωστή, όπως συνέβαινε με την ελληνική [Οι σκοπιανοί εθνικιστές, νεαροί στην ηλικία και άγουροι πολιτικά, δεν λαμβάνονταν και τόσο σοβαρά υπ’ όψιν από μια «γριά αλεπού» της πολιτικής, όπως όλοι αποκαλούσαν τον Κίρο Γκλιγκόροφ. Ακόμα και το άλλοτε ακραία εθνικιστικό και ανθελληνικό ΒΜΡΟ των Σκοπίων, υπό τον Λιούμπτσο Γκεοργκίεφσκι, δεν θα αντιδρούσε τότε σε ενδεχόμενο συμβιβασμό Αθηνών-Σκοπίων. Αυτό άλλωστε έδειξε και η μετέπειτα μετριοπαθής του πορεία στη διακυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ., όταν και μετατράπηκε σε σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα, λησμονώντας τους όρκους του πως το επόμενο συνέδριο του θα το έκανε στη… Θεσσαλονίκη, με φόντο τον Λευκό Πύργο!]. Αντίθετα ο Σαμαράς μπορούσε ανά πάσα στιγμή να απειλεί τον Μητσοτάκη με πτώση της κυβέρνησης. Μετά λοιπόν από ανεξήγητη σιωπή μηνών ο Σαμαράς επανήλθε στο προσκήνιο, δηλώνοντας στα μέσα Οκτωβρίου του 1992 ότι θεωρεί τη διπλή ονομασία κλοπή του ελληνικότατου ονόματος της Μακεδονίας από τους Σκοπιανούς! Κάλεσε μάλιστα την κυβέρνηση να πει ένα ηχηρό «όχι» προς κάθε κατεύθυνση…
Επρόκειτο βέβαια για πολιτικό εκβιασμό προς τον Μητσοτάκη. Ουσιαστικά του έστελνε τελεσίγραφο ότι αν προχωρούσε σε οποιουδήποτε είδους συνεννόηση με τα Σκόπια, θα έριχνε την κυβέρνηση! Αλλά ο Σαμαράς δεν «ερμήνευσε» καλά τα πράγματα. Δεν έλαβε καθόλου κατά νου ότι η συγκυρία της στιγμής (με τον διαλλακτικό Γκλιγκόροφ στην ηγεσία των Σκοπίων) επέτρεπε έναν σχετικά ανώδυνο συμβιβασμό, που θα έβαζε οριστικό τέλος στους οποιουσδήποτε αστείους μεγαλοϊδεατισμούς από πλευράς των Σκοπίων. Επίσης, η στιγμή ήταν κατάλληλη και για την οικονομική και εμπορική διείσδυση της Ελλάδας στο νέο κρατίδιο, που βέβαια θα δεχόταν κάθε είδους βοήθεια από τον ισχυρότερο γείτονα, προκειμένου να επιβιώσει [Τελικά η διείσδυση αυτή έγινε μετά από χρόνια και με λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τα ελληνικά γεωοικονομικά συμφέροντα.]. Αλλά ο Σαμαράς αγνόησε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ήδη την εποχή εκείνη τα Σκόπια τα είχαν αναγνωρίσει σαν «Μακεδονία» ορισμένες ισχυρές χώρες, άρα ήταν απλά θέμα χρόνου να το πράξουν και άλλες κι έτσι να χαθεί, ντε φάκτο, το «παιχνίδι» για την Ελλάδα… [Και πραγματικά, τα επόμενα χρόνια -κι αφού φυσικά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε- ακολούθησε καταιγισμός αναγνωρίσεων των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μάλιστα όχι μόνο από μικρά ή μεσαία κράτη, αλλά κι από υπερδυνάμεις (Κίνα, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ). Ο Σαμαράς δεν είχε καταλάβει τότε το αυτονόητο: Πως όταν δεν βρίσκεις μια ικανοποιητική λύση την ώρα που πρέπει, μετά χάνεις «και τα αυγά και τα πασχάλια»…]
Φυσικά ο Σαμαράς βρήκε ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παπανδρέου. Δήλωσε τότε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ότι η απόφαση της Λισαβόνας ελήφθη επειδή ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δείξει διάθεση υπαναχώρησης και συμβιβασμού! Δηλ. ο Παπανδρέου όχι μόνο δεν παραδεχόταν καμία επιτυχία του θανάσιμου πολιτικού του αντιπάλου, αλλά με τη δήλωση αυτή έδειχνε βασικά δύο πράγματα: Ότι όντως η απόφαση της Λισαβόνας ήταν θρίαμβος του Μητσοτάκη και ότι τον ίδιο το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η φθορά της κυβέρνησης…
Λίγες ημέρες μετά έφθασε η ώρα της τελικής σύγκρουσης. Είχε συγκληθεί, στις 21 Οκτωβρίου 1992, η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, με βασικό θέμα την πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Σκοπίων. Η σύγκληση εξελίχθηκε σε σφοδρότατη σύρραξη ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον νεαρό αμφισβητία του. Ο Μητσοτάκης είχε αποφασίσει εκείνη την ημέρα να ξεκαθαρίσει μια και καλή το τοπίο, αφού έβλεπε πια καθαρά ότι οι αντίπαλοί του μέσα στο κόμμα δεν τον άφηναν να κυβερνήσει. Προκάλεσε λοιπόν τον Σαμαρά, λέγοντας ότι τον ίδιο τον ενδιαφέρουν μόνο τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα κι όχι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής αποκλειστικά και μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Κατηγόρησε επίσης τους υπονομευτές του ότι του δίνουν συνεχώς πισώπλατα χτυπήματα και κατόπιν έριξε τη μεγάλη «βόμβα»: Αν δεν τον άφηναν να ασκήσει την πολιτική του, ήταν έτοιμος να προσφύγει στον λαό για εκλογές! Ο Σαμαράς δεν περίμενε την άμεση αυτή τοποθέτηση του πρωθυπουργού. Πίστευε ότι υπό τις δυσμενείς για την κυβέρνησή του συνθήκες ο Μητσοτάκης θα καθίστατο «όμηρός» του, αφού θα φοβόταν να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Έτσι, θα μπορούσε ο Σαμαράς να συνεχίζει να παίζει το «παιχνίδι» του. Διαψεύστηκε όμως παταγωδώς! Μετά την ξεκάθαρη τοποθέτηση του πρωθυπουργού, δεν του έμεναν πια περιθώρια. Προσπάθησε μάλιστα να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται αυτός για την άσχημη τροπή που πήρε η υπόθεση των Σκοπίων, αλλά ο Μητσοτάκης, που δεν είχε δήθεν καμία πολιτική πρόταση απέναντι στη νεαρή Δημοκρατία. Όταν όμως ο Μητσοτάκης έδειξε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Σαμαρά κάτω απ’ όλες τις ασύμφορες για την Ελλάδα συμφωνίες της ΕΟΚ, τότε ο πρώην υπουργός εξωτερικών περιέπεσε σε πανικό. Η μόνη οδός διαφυγής του ήταν και πάλι οι «πατριωτικές» κορώνες, χωρίς όμως καμία απολύτως ουσία…
Ήταν ένας θρίαμβος του Μητσοτάκη. Όλη η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ (πλην μερικών φίλων του Σαμαρά) στήριξε την κυβέρνηση στην πολιτική της απέναντι στα Σκόπια. Ακόμα και άνθρωποι που «έπνεαν τα μένεα» κατά του πρωθυπουργού, όπως ο Μιλτιάδης Έβερτ [Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα ο Έβερτ είχε δηλώσει σε τηλεοπτικό σταθμό ότι είναι ενάντιος σε κάθε σύνθετη ή διπλή ονομασία κι ότι, σε περίπτωση που η κοινοβουλευτική ομάδα στήριζε την υιοθέτηση παρόμοιας θέσης, ο ίδιος θα υπέβαλλε αμέσως την παραίτησή του από βουλευτής. Πλην όμως την επομένη, άλλαξε γνώμη και… παρέμεινε τελικά στη βουλή!], αναγκάστηκαν να αποφύγουν εκείνη την ώρα τη σύγκρουση, βλέποντας τρομαγμένοι ότι ο Μητσοτάκης δεν μπλόφαρε: ήταν έτοιμος ακόμα και να παραιτηθεί από το αξίωμά του, να καταγγείλει δημόσια τους υπονομευτές του και να πάει σε πρόωρες κάλπες! Τον Σαμαρά στήριξε τη δύσκολη αυτή στιγμή, ποιος άλλος; Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δεν μπορούν πια να παραμείνουν στην εξουσία… Άλλωστε όλοι οι αντίπαλοι του Μητσοτάκη μέσα στη Νέα Δημοκρατία ένιωσαν απόλυτα αιφνιδιασμένοι από την κίνηση του πρωθυπουργού, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του.
Κανένας λοιπόν δεν βγήκε εκείνη την ώρα να τα βάλει με τον Μητσοτάκη και να στηρίξει τον Σαμαρά. Ειδικά ο Έβερτ φάνηκε μάλιστα να ευνοείται από την τροπή που έπαιρναν πια τα πράγματα.
Την επόμενη μέρα ο Αντώνης Σαμαράς επιχείρησε την «ηρωική έξοδο»: παραιτήθηκε από βουλευτής, δηλώνοντας πως προέβη σ’ αυτή την κίνηση για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στο κόμμα και για να μην χάσει αυτό μια πολύτιμη έδρα και διασπαστεί έτσι η ενότητά του! Δεν πέρασε πολύς καιρός και, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Έβερτ, ο βουλευτής Βασίλης Μιχαλολιάκος, κάλεσε τον Σαμαρά στη δημιουργία κοινής σύμπραξης των δύο κορυφαίων πολιτικών κατά του… Μητσοτάκη! Δηλ. δεν μπορούσε πλέον να μείνει κρυφή η πέραν των ορίων αντιπάθεια των εσωκομματικών αντιπάλων του πρωθυπουργού προς τον άνθρωπο, που έφερε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία με το θεαματικό 47%…
Το 1993 μπήκε, αλλά το θέμα των Σκοπίων φαινόταν ότι είχε πια «βαλτώσει» για τα καλά. Λίγες ήταν οι φωνές εκείνες που προειδοποιούσαν ότι η Ελλάδα είχε μόλις χάσει μια εξαιρετική ευκαιρία να επιλύσει άπαξ δια παντός το ακανθώδες αυτό εθνικό ζήτημα. Σκέφτηκε λοιπόν η κυβέρνηση να κάνει την ύστατη προσπάθεια για να βρεθεί μια κάποια λύση, έτσι ώστε να μην κληρονομηθεί το «αγκάθι» αυτό και στις επόμενες γενιές. Χρειαζόταν απαραίτητα μια εθνική συνεννόηση, γι’ αυτό και προτάθηκε η εκ νέου σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Όμως το ΠΑΣΟΚ ούτε καν συζητούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια τέταρτη κατά σειρά σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών κι έτσι αυτή ματαιώθηκε άδοξα…
Τότε ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Μιτεράν, μια προσωπικότητα διεθνούς κύρους και αποδεδειγμένος φιλέλληνας, πρότεινε να παραπεμφθεί το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων σε διεθνή διαιτησία. Η κυβέρνηση είδε πολύ θετικά την προοπτική αυτή, που και δίκαιη έμοιαζε και διέξοδο στο πρόβλημα έδινε, και απευθύνθηκε στην ηγεσία των Σκοπίων να προχωρήσουν από κοινού σ’ αυτό το βήμα. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ όμως κατάλαβε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο για το θέμα αυτό κι ότι η κυβέρνηση, με την ισχνή πλειοψηφία της στη βουλή, δεν θα άντεχε για πολύ. Αρνήθηκε λοιπόν κατηγορηματικά την πρόταση για διεθνή διαιτησία και μαζί του συμφώνησαν όλοι οι Έλληνες «υπερπατριώτες»! Για παράδειγμα ο Ανδρέας Παπανδρέου απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα την εν λόγω ιδέα, βασίζοντας την άποψή του σε επιφανειακά επιχειρήματα [Για παράδειγμα το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι το να δεχτεί η Ελλάδα τη διαιτησία, σήμαινε ότι θα έπρεπε έπειτα να δεχτεί και την απόφαση του δικαστηρίου που θα έκρινε την υπόθεση (αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν θα γινόταν η διαιτησία;)! Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θέλησε ένα τόσο σημαντικό εθνικό θέμα να παραμένει ανοιχτό, απλά και μόνο για να μπορεί να το καπηλεύεται…]…
Στις 15 Μαρτίου 1993 ο Σαμαράς επανήλθε, στέλνοντας ένα «τελεσίγραφο» στον πρωθυπουργό, γεμάτο με βαρειά υπονοούμενα. Έκανε λόγο για ενότητα που δεν γίνεται όμως πράξη, για το ποιος πραγματικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της παράταξης, αλλά και για ορθόδοξες θέσεις, που υποτίθεται ότι πρέσβευε ο ίδιος. Η προκλητική επιστολή που απέστειλε στον Μητσοτάκη τελείωνε με την υπαινικτική φράση-απειλή: «Θα απαντηθεί από την ίδια την παράταξη, ποιος εκ των δύο -εσείς ή εγώ- είμαστε υπέρ ή κατά της Νέας Δημοκρατίας»!… Κάποιοι τότε σημείωσαν ότι για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά απεστάλη πολιτικό μήνυμα, διατυπωμένο με τόσο θράσος και αλαζονεία.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Μητσοτάκης δέχτηκε άλλο ένα, εντελώς απρόσμενο, χτύπημα με αφορμή το «Μακεδονικό». Στις 27 Μαρτίου 1993 άρχισε συζήτηση στη βουλή με κεντρικό θέμα την ενημέρωση της εθνικής αντιπροσωπείας από τον πρωθυπουργό για τις εξελίξεις στο ζήτημα των Σκοπίων. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που τελικά απορρίφθηκε στις 29 Μαρτίου. Το πρωί όμως της ίδιας ημέρας παραιτήθηκε ξαφνικά από το βουλευτικό αξίωμα ο βουλευτής της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης. Ο παλιός συντηρητικός πολιτικός στράφηκε ευθέως κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κατηγορώντας την για ατυχείς χειρισμούς στην υπόθεση των Σκοπίων, ενώ παράλληλα κατηγορούσε και το ΠΑΣΟΚ για την αδιαλλαξία που επιδείκνυε. Έτσι, εξαιτίας της ενέργειας του Ράλλη, ακυρώθηκε η επιτυχία του Μητσοτάκη να απορριφθεί η πρόταση δυσπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης…
Τον άλλο μήνα η κυβέρνηση δέχτηκε ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα, που έμελλε να είναι καθοριστικό για το μέλλον της. Ένας πρώην υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Χρήστος Μαυρίκης, με στοιχεία που έδωσε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ισχυρίστηκε ότι διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό του Μητσοτάκη, παρακολουθώντας κάθε πολιτικό του αντίπαλο. Ο Τύπος για ολόκληρες εβδομάδες ασχολούνταν με το εν λόγω ζήτημα, που αργότερα πάντως κατέρρευσε και ξεχάστηκε γρήγορα… Έκανε όμως τεράστια ζημιά στην κυβέρνηση και ειδικά στην οικογένεια Μητσοτάκη, μιας και ο «αρχικοριός» (όπως έμεινε γνωστός στα ρεπορτάζ της εποχής ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης) κατηγόρησε ότι εγκέφαλος της συνωμοσίας ήταν η… Ντόρα Μπακογιάννη!
Φυσικά το ΠΑΣΟΚ και οι αντιμητσοτακικοί της Νέας Δημοκρατίας εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τη χρυσή ευκαιρία που τους εμφανίσθηκε από το πουθενά. Έκαναν λόγο για «Μητσοτάκη-γκέιτ», κατά το αμερικανικό «Γουότερ-γκέιτ» της δεκαετίας του 1970, και ετοιμάζονταν για την τελική τους αντεπίθεση. Ήταν σαφές ότι ερχόταν ένα «καυτό» καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που θα άλλαζε τους συσχετισμούς της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Το «θερμό» καλοκαίρι του 1993
Τις ημέρες που ξέσπασε το σκάνδαλο Μαυρίκη, η Αθήνα φιλοξενούσε τη σύναξη μιας παγκόσμιας «υπεροργάνωσης», ο ρόλος της οποίας στις διεθνείς εξελίξεις είχε από καιρό προσλάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Επρόκειτο για την ετήσια τακτική συνάντηση της περιβόητης λέσχης Μπίλντερμπεργκ, που τη χρονιά εκείνη κράτησε από τις 23 έως τις 25 Απριλίου. Βέβαια τα όσα λέγονται στα πλαίσια των συνεδριάσεων της εν λόγω λέσχης αποτελούν κατά πάγια τακτική «επτασφράγιστο μυστικό». Πάντως, το 1993 το κεντρικό θέμα των συζητήσεων ήταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ενώ αρκετός χρόνος αφιερώθηκε και στο σκοπιανό ζήτημα. Από ελληνικής πλευράς παρέστη ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (που χαιρέτησε την έναρξη των εργασιών), ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Θεόδωρος Πάγκαλος, καθώς και μερικοί οικονομικοί παράγοντες [Αξίζει να σημειωθεί ότι την προηγούμενη χρονιά, το 1992, προσκεκλημένος της λέσχης Μπίλντερμπεργκ από ελληνικής πλευράς ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος λέγεται ότι ανέπτυξε τις θέσεις του για την ελληνοσκοπιανή διένεξη].
Ίσως όχι τυχαία, το επόμενο ακριβώς Σαββατοκύριακο, 1 και 2 Μαΐου 1993, συνήλθε στον ίδιο ακριβώς χώρο η διεθνής διάσκεψη για το γιουγκοσλαβικό ζήτημα, με τη συμμετοχή των ηγετών που εμπλέκονταν στο πρόβλημα (όπως του Σέρβου ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του προέδρου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Αλία Ιζετμπέκοβιτς), καθώς και των μεσολαβητών του ΟΗΕ, Βανς και Όουεν. Οι δύο μεσολαβητές έθεσαν, στο περιθώριο της διάσκεψης, σχέδιο επίλυσης του σκοπιανού ζητήματος, πιέζοντας έντονα τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη να το δεχθεί. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιο.
Την επόμενη ακριβώς ημέρα της διεθνούς διάσκεψης οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δοκιμάστηκαν έντονα. Έγινε γνωστό ότι συνελήφθη στις ΗΠΑ ο Ελληνοαμερικανός Στηβ Λάλας, υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας των Αθηνών. Ο Λάλας αντιμετώπιζε βαρύτατες κατηγορίες για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας και εις βάρος των ΗΠΑ, κάτι που και ο ίδιος τελικά παραδέχτηκε, καταδικαζόμενος εντέλει σε πολυετή φυλάκιση. Πολλοί ήταν εκείνοι που συνέδεσαν τη σκοτεινή αυτή υπόθεση με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Άλλο ένα παράξενο περιστατικό συνέβη στις 11 Ιουνίου 1993, στην Αθήνα, μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη με τον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών, Γουόρεν Κρίστοφερ. Ο Κρίστοφερ, βγαίνοντας από το πρωθυπουργικό γραφείο και ερωτώμενος από δημοσιογράφο σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, δήλωσε αινιγματικά: «Η επίσκεψη συνδέεται με την πιθανότητα εξελίξεων στην Ελλάδα, συνδέεται με τις εκλογές»! Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ένιωσαν σοκαρισμένοι απ’ αυτή τη δήλωση, η οποία έγινε αντικείμενο συνωμοσιολογίας και πολιτικών αντιπαραθέσεων. Τελικά ακολούθησαν οι διορθωτικές δηλώσεις της αμερικανικής πλευράς, ότι δηλ. η ελληνική κυβέρνηση είναι εκείνη που αποφασίζει πότε θα γίνουν οι εκλογές, αλλά η ουσία είναι ότι προκλήθηκε μέγας θόρυβος για μερικά λόγια, που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε αν ειπώθηκαν επίτηδες ή αν αποτελούσαν «γκάφα» του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών [Δύο είναι οι κυρίαρχες εκδοχές, που αναπτύχθηκαν με αφορμή τη δήλωση Κρίστοφερ. Η πρώτη κάνει λόγο πως ο Αμερικανός υπουργός πέρασε μ’ αυτόν τον τρόπο το μήνυμά του στην ελληνική κοινή γνώμη, ότι δηλ. για τις ΗΠΑ ο Μητσοτάκης ήταν πια «τελειωμένος» (άρα τα είχαν βρει με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και προετοίμαζαν για την επάνοδό του στην εξουσία). Η δεύτερη υποστηρίζει ότι υπήρξε συνεννόηση ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Κρίστοφερ ή, πολύ απλά, ενημέρωση του δεύτερου απ’ τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι σκοπεύει να καταφύγει μετά το καλοκαίρι σε πρόωρες εκλογές].
Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι συνέδεσαν τη δήλωση Κρίστοφερ με τις διεργασίες που πραγματοποιούσε το ίδιο χρονικό διάστημα ο Αντώνης Σαμαράς και το περιβάλλον του για τη δημιουργία νέου κομματικού φορέα. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι η δήλωση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών επέσπευσε τις διεργασίες αυτές και επιτάχυνε κατά πολύ τις εξελίξεις που έρχονταν με μορφή θύελλας. Όπως και να ‘χουν όμως τα πράγματα, γεγονός παραμένει ότι τελικά η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, η οποία προοριζόταν για τον Οκτώβριο, δεν έγινε ποτέ. Τον Οκτώβριο άλλος ήταν πια ο πρωθυπουργός της Ελλάδας…
Στις 30 Ιουνίου 1993 «ο κύβος ερρίφθη». Ο Αντώνης Σαμαράς αποσχίστηκε απ’ τη Νέα Δημοκρατία και ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα: την Πολιτική Άνοιξη. Η ρήξη ανάμεσα στον ίδιο και τον πολιτικό του ευεργέτη, τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, είχε πια ολοκληρωθεί. Απέμενε μόνο μια πράξη για να κλείσει ο κύκλος: η ανατροπή της κυβέρνησης! Αλλά ο Σαμαράς ορκιζόταν πως δεν ήταν στις προθέσεις του να ανατρέψει την κυβέρνηση του 47% των Ελλήνων…
Τι θα συνέβαινε λοιπόν; Ήταν πια πασιφανές ότι από εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση Μητσοτάκη τελούσε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς «ομηρίας». Διότι στηριζόταν κυριολεκτικά στην ψήφο και του «τελευταίου» βουλευτή, άρα θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα εκβιασμού, με τον κίνδυνο να μην εξαντλήσει τη θητεία της, που έληγε τον Απρίλιο του 1994. Φυσικά το πολιτικά ορθό θα ήταν όλοι οι βουλευτές που στήριζαν τον Σαμαρά και σκόπευαν να προσχωρήσουν στο νεοϊδρυθέν κόμμα να παραιτηθούν από τη θέση του βουλευτή κι έτσι η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει το υπόλοιπο της κυβερνητικής της θητείας με οριακή έστω αυτοδυναμία. Όμως οι υποστηρικτές του Σαμαρά δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, δοκιμάζοντας τα νεύρα όλης της φιλελεύθερης παράταξης. Τόνιζαν όμως σε κάθε ευκαιρία ότι δεν θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση, προφανώς για να αποφύγουν την οργή των οπαδών της ΝΔ [Επρόκειτο για μια παράλογη θέση, αφού -ούτως ή άλλως- δεν θα ψήφιζαν βασικά νομοσχέδια της κυβέρνησης κι έτσι, αργά ή γρήγορα, θα την οδηγούσαν στην πτώση. Όπως όμως έδειξε ο χρόνος, απλά περίμεναν να περάσει το καλοκαίρι, για να ρίξουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη…]. Ενώ όμως τα έλεγαν αυτά, μυστικές συσκέψεις υπό τον Σαμαρά λάμβαναν χώρα. Ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης και οι συνεργάτες του έφεραν οριστικό πλήγμα στο Εθνικό ζήτημα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων και παράλληλα με τρόπο χειρουργικό προετοίμαζαν τον «θάνατο» του Νο 1 εχθρού τους…