Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα με τα χωρικά της ύδατα

Στη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική στη Βουλή, ο πρωθυπουργός υπερηφανεύτηκε ότι «εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο».

Μια φράση που θα μπορούσε να φανεί επιβλητική, αν δεν συνοδευόταν από τη σιωπή που ακολούθησε για την Κρήτη και το Αιγαίο. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είχε εξαγγείλει πως η επέκταση θα συνεχιστεί νότια της Κρήτης. Όπως τόσες άλλες υποσχέσεις της ελληνικής διπλωματίας, έμεινε μετέωρη ανάμεσα στη δήλωση και την απραξία.

Η ιστορία δεν ξεκινά το 2021. Το 2018, αποχωρώντας από το Υπουργείο Εξωτερικών, ο Νίκος Κοτζιάς είχε αναφερθεί στην πρόθεσή του να επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα από τους Οθωνούς ως τα Αντικύθηρα, αφήνοντας υπονοούμενα για μια ιστορική πρωτοβουλία που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Είχε προαναγγείλει τα πάντα — εκτός από την πράξη. Ούτε εκείνος ούτε ο διάδοχός του, Γιώργος Κατρούγκαλος, τόλμησαν να υπογράψουν αυτό που το διεθνές δίκαιο επιτρέπει και η εθνική αξιοπρέπεια επιβάλλει.

Το ζήτημα επανήλθε όχι από ελληνική πρωτοβουλία, αλλά από τουρκική πρόκληση. Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, δήλωσε πρόσφατα ότι «εσείς δεν δέχεστε έξι μίλια, εμείς δεν δεχόμαστε δώδεκα. Δεν είναι άλυτο το ζήτημα του Αιγαίου». Η απάντηση της Αθήνας κινήθηκε στα γνωστά διπλωματικά στερεότυπα περί «ενεργητικής και συνεπούς πολιτικής που στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο». Μια ρητορική ηθικής ανωτερότητας, πίσω από την οποία κρύβεται δεκαετίες τώρα η αδυναμία άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay, 1982) είναι σαφές: κάθε παράκτιο κράτος έχει το μονομερές δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια. Η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος στην Ευρώπη που δεν έχει ασκήσει πλήρως αυτό το δικαίωμα. Αν το είχε κάνει, οι τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο θα είχαν σε μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Τα διεθνή ύδατα θα περιορίζονταν δραστικά και μεγάλο μέρος του Αιγαίου θα μετατρεπόταν σε ελληνική επικράτεια, περιορίζοντας ακόμη και τη σημασία της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που η Τουρκία, ήδη από το 1995, χαρακτήρισε την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων «αιτία πολέμου». Με απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η Άγκυρα εξουσιοδότησε την κυβέρνησή της να χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτικά μέσα για να εμποδίσει την Ελλάδα να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της. Από τότε μέχρι σήμερα, ο εκβιασμός αυτός λειτουργεί ως άτυπο μνημόνιο υποτέλειας. Η ελληνική πολιτική τάξη, από τον Σημίτη ως τον Μητσοτάκη, προτιμά να παγώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα στο όνομα της «ηρεμίας» και της «σταθερότητας».

Η αλήθεια είναι απλή και επώδυνη: ένα δικαίωμα που δεν ασκείται για δεκαετίες χάνει τη βαρύτητά του. Η επανάληψη της φράσης «θα το ασκήσουμε όταν το κρίνουμε σκόπιμο» είναι διπλωματικό άλλοθι, όχι στρατηγική. Η Ελλάδα διακηρύσσει την πρόθεσή της, αλλά δεν ενεργεί. Και κάθε μέρα που περνά, η άσκηση του δικαιώματος καθίσταται δυσκολότερη, πιο επικίνδυνη, πιο φορτωμένη από φόβο.

Ακόμη χειρότερα, η Αθήνα αποδέχθηκε να διαπραγματευθεί με την Άγκυρα το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων — ένα θέμα που δεν υπόκειται σε διαπραγμάτευση. Με αυτή την παραδοχή, μετατράπηκε από κυρίαρχο σε αιτούντα. Από τη δεκαετία του 2000, οι ελληνικές κυβερνήσεις συζητούσαν το «πολλαπλό εύρος» των χωρικών υδάτων, σαν να επρόκειτο για ζήτημα εμπορικής διευθέτησης. Επικαλέστηκαν, υποκριτικά, την ανάγκη αποφυγής κρίσεων, ενώ στην ουσία είχαν αποδεχθεί τη λογική του casus belli.

Η Τουρκία, βεβαίως, απολαμβάνει ήδη 12 μίλια χωρικών υδάτων στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο. Μόνο στο Αιγαίο τα κρατά στα 6 μίλια — όχι γιατί το θεωρεί «ειδική θάλασσα», αλλά γιατί γνωρίζει ότι η Ελλάδα, δέσμια των φόβων της, δεν θα τολμήσει να πράξει το ίδιο.

Η ελληνική διπλωματία θα μπορούσε να είχε κινηθεί διαφορετικά: να επεκτείνει πρώτα τα χωρικά ύδατα σε όλες τις περιοχές που δεν συνορεύουν με την Τουρκία —Ιόνιο, Κρήτη, Κυκλάδες, Δυτικό Αιγαίο, Μακεδονία και Θράκη— και να αφήσει προς διαπραγμάτευση μόνο τις ακτές του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι θα αφαιρούσε από την Άγκυρα το δικαίωμα λόγου για το σύνολο του ελληνικού θαλάσσιου χώρου. Αντί γι’ αυτό, η Αθήνα μπήκε σε συζητήσεις όπου η Τουρκία προσφέρει «αντάλλαγμα» την αποδοχή της επέκτασης στο Ιόνιο και στο Λιβυκό — δηλαδή κάτι που η Ελλάδα μπορεί να κάνει μόνη της, χωρίς καμία συναίνεση.

Η αδράνεια έχει συνέπειες. Η Τουρκία, ενισχυμένη από τη «Γαλάζια Πατρίδα» και τις συμφωνίες με τη Λιβύη, εμφανίζεται σήμερα ως δύναμη με νόμιμα «συμφέροντα» στο Αιγαίο. Και η Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε φοβικά σύνδρομα, επιλέγει τη ρητορική της ευγένειας έναντι της πράξης της κυριαρχίας.

Η συγκυρία, ωστόσο, δεν είναι δυσμενής. Με τον Ερντογάν να βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το Ισραήλ και σε αβέβαιες σχέσεις με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει τη στιγμή. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια —πλην Ανατολικού Αιγαίου— θα συνιστούσε πράξη κυριαρχίας, όχι πολεμική πρόκληση. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει η Άγκυρα θα ήταν μια επίδειξη ισχύος, μια προσωρινή αποστολή ερευνητικού σκάφους, όχι όμως μια γενικευμένη σύγκρουση.

Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και οι προηγούμενες, προτιμά τη διπλωματία της σιωπής. Φοβάται την κρίση περισσότερο απ’ ό,τι την απώλεια κυριαρχίας. Το ίδιο δόγμα επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά πολιτικών: «να μην ταράξουμε τα νερά». Μόνο που τα νερά είναι ήδη ξένα.

Η Ελλάδα διαθέτει το δικαίωμα, αλλά όχι τη βούληση. Και μια χώρα που δεν υπερασπίζεται τα αυτονόητα, σύντομα θα κληθεί να διαπραγματευθεί και τα αυτονόητα. Στον χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, οι θάλασσες δεν κατακτώνται πια με στόλους — αλλά με αποφάσεις που δεν λαμβάνονται ποτέ.

του Σταύρου Λυγερού

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.