Κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσουμε τι σημαίνει όντως διαπραγμάτευση με την Τουρκία που να έχει αποτέλεσμα

Η χώρα εξακολουθεί να μην έχει στρατηγική για το τι θα κάνει με την Τουρκία

Το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα δεν έχουν υπάρξει μεγάλες εντάσεις με την Τουρκία, ανάλογες με αυτές που είχαμε μέχρι το 2022, ρητορικές ή επί του πεδίου, δεν σημαίνει ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν σταματήσει να αποτελούν το πρώτιστο «εθνικό ζήτημα» για τη χώρα.

Γιατί η Τουρκία επιμένει στον αναθεωρητισμό, παραμένει δηλαδή μια χώρα που θεωρεί ότι ήταν ιστορικά αδικημένη από τον τρόπο που διαμορφώθηκαν τα σύνορα και οι συνθήκες τον περασμένο αιώνα και που πιστεύει ότι χρειάζεται να επικυρωθεί η αναβαθμισμένη ισχύς που θεωρεί ότι έχει.

Γιατί είναι μια χώρα που περιλαμβάνει στις επίσημες διεκδικήσεις της, στην επίσημη κρατική πολιτική της πιο σωστά, την αμφισβήτηση πλευρών της εθνικής κυριαρχίας μας, κάνοντας λόγο για «γκρίζες ζώνες» και επιμένοντας να θεωρεί casus belli την άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα με βάση το διεθνές δίκαιο.

Γιατί είναι μια χώρα που εξακολουθεί να καταλαμβάνει παράνομα έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να προτείνει ως λύση την επικύρωση της διχοτόμησης.

Γιατί είναι μια χώρα που έχει κάνει σαφές ότι αντιλαμβάνεται την εξωτερική πολιτική ως προβολή ισχύος και μάλιστα με πρακτικές όπως η κατάληψη εδάφους άλλης χώρας, όπως κάνει στη Συρία, ή οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος άλλης χώρας, όπως συχνά πυκνά κάνει στο έδαφος του Βορείου Ιράκ.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι για τη χώρα μας η Τουρκία αποτελεί μια απειλή. Ακόμη και εάν αυτό κάποιες φορές θέλουμε να το αρνούμαστε.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Τουρκία πρέπει να είναι στο διηνεκές μια απειλή. Ούτε η λύση θα είναι να περάσουμε από την απειλή στην ανοιχτή σύγκρουση, με την ελπίδα ότι θα καταφέρουμε με στρατιωτικούς όρους ότι δεν καταφέραμε με πολιτικούς, όπως προτείνουν κατά καιρούς διάφοροι «στρατηγοί του καναπέ».

Η χώρα μας μπορεί και πρέπει να διαπραγματευτεί με την Τουρκία και το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης να είναι μια σχέση ειρηνικής συνύπαρξης με εγγυήσεις ασφάλειας.

Αυτό δεν γίνεται με τον τρόπο που κινείται η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Και αυτό γιατί έχει κινηθεί με βάση το συνδυασμό δύο πρακτικών: από τη μία, προσπάθεια αποφυγής εντάσεων, που δεν πατάει μόνο στο ότι και η Τουρκία έχει αποφύγει τις προκλήσεις, αλλά και στο ότι πλέον έχουμε αλλάξει στην πράξη τον ίδιο τον ορισμό της «πρόκλησης». Από την άλλη, μια ιδιότυπη εκδοχή «εξοπλιστικής διπλωματίας» που θεωρεί ότι εάν κάνουμε μεγάλες αγορές οπλικών συστημάτων από συγκεκριμένες χώρες, θα καταφέρουμε πρώτον να έχουμε δεσμεύσεις αμυντικής συνεργασίας από αυτές τις χώρες και δεύτερον, να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα ενισχύσουν σε ανάλογο βαθμό εξοπλιστικά και την Τουρκία. Σε αυτά προστίθεται και η πάγια προσπάθεια να κατοχυρώσουμε ότι η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν χώρα της Δύσης στην περιοχή σε αντίθεση με την Τουρκία.

Μόνο που πλέον βλέπουμε τα όρια αυτής της τακτικής. Αυτό φάνηκε καταρχάς από το πώς δεν δουλεύει πλέον η «διπλωματία των αμυντικών εξοπλισμών», γιατί δεν υπήρξε προσπάθεια να υπάρξουν εξαρχής οι δεσμεύσεις τις οποίες επιδιώκουμε να λάβουμε εκ των υστέρων.

Κυρίως, όμως, φάνηκε από την αποτυχία της προσπάθειας για υποτίθεται «απομόνωση της Τουρκίας».

Αυτή τη στιγμή η Τουρκία, που παρά τις μεγάλες εσωτερικές κοινωνικές και πολιτισμικές διαιρέσεις της έχει μια ισχυρά νομιμοποιημένη κυβέρνηση και ηγεσία στο πρόσωπο του Ερντογάν, είναι αντικειμενικά σε μια φάση αναβάθμισης του ρόλου της. Είναι η δύναμη που αυτή τη στιγμή μιλάει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με τη «νέα κατάσταση» στη Συρία, κάτι που εκτός των άλλων της επιτρέπει να αντιμετωπίσει με άλλους όρους και την «υπαρξιακή απειλή» που αποτελούσε η δράση των Κούρδων της Συρίας. Είναι μια χώρα που σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία έχει καταφέρει να διατηρήσει καλές σχέσεις και με τις δύο πλευρές.  Είναι μια χώρα που παίζει ρόλο εκτός συνόρων όπως π.χ. με τη Λιβύη, ενώ έχει υιοθετήσει μια ρητορική για τη Γάζα που αυξάνει το κύρος της σε μεγάλο μέρος των κοινωνιών του Παγκόσμιου Νότου. Και βεβαίως είναι μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό, μια οικονομία που δεν καταρρέει και διαθέτει αρκετά ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική.

Την ίδια ώρα η Τουρκία θα ευνοηθεί από την αλλαγή στο διεθνές τοπίο που φέρνει η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Και αυτό γιατί ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι οπαδός της αναφοράς στο διεθνές δίκαιο. Η αντίληψή του στηρίζεται στο συσχετισμό δύναμης. Δεν είναι ότι δεν θέλει συμφωνίες. Θεωρεί, όμως, ότι τις συμφωνίες τις επιβάλλεις με τη διαπραγματευτική ισχύ. Αυτό είναι το μάθημα που θεωρεί ότι πήρε από τη θητεία του στις επιχειρήσεις. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τους δασμούς ως εργαλείο όχι μόνο οικονομικής πολιτικής αλλά και εξωτερικής πολιτικής.

Η Τουρκία θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτή την αλλαγή σελίδας στο διεθνές τοπίο για να επιβάλει την ανάδειξη της σε κάτι μεγαλύτερο από περιφερειακή δύναμη και να προωθήσει τις διεκδικήσεις της ακόμα και αν είναι στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής ατζέντας.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί η χώρα μας να απαντήσει απλώς με την επιμονή σε κάποιες αφηρημένες αρχές του διεθνούς δικαίου. Ούτε θα πρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι η Τουρκία θα βρεθεί σε μια απομόνωση στην οποία, σε τελική ανάλυση, δεν βρέθηκε ποτέ.

Όχι γιατί δεν είναι σημαντικό να είμαστε μια χώρα που κινείται με βάση το διεθνές δίκαιο. Αλλά γιατί από μόνη της η επίκλησή του δεν αρκεί.

Η χώρα μας πρέπει να αποκτήσει ξανά πραγματική διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στην Τουρκία. Με ορίζοντα όχι κάποια αυταπάτη ότι για κάποιο λόγο άλλες χώρες θα «προτιμήσουν» εμάς, αλλά τη διαμόρφωση ενός νέου δεσμευτικού πλαισίου και για τις δύο χώρες.

Και αυτό σημαίνει ότι δεν είναι λύση για τη χώρα η αντίληψη ότι δεν συζητάμε ποτέ με την Τουρκία ή ότι ποτέ δεν διαπραγματευόμαστε, ή η διαρκής αναβολή της διαπραγμάτευσης με κριτήριο την αποφυγή του πολιτικού κόστους.

Λύση για τη χώρα είναι να βρει τρόπους ώστε να συζητήσει με την Τουρκία με όρους διαπραγματευτικού πλεονεκτήματος και ικανότητας να αποσπάσει αυτά που θεωρεί σημαντικά για την ασφάλεια και τελικά για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο χωρών.

Και αυτό σημαίνει να σκεφτούμε τι είναι αυτό που μπορεί να είναι μοχλός πίεσης, ώστε να έρθει η Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με όρους που θα επιτρέπουν να έχουμε στο τέλος μια δεσμευτική συμφωνία.

Αυτό δεν μπορεί να είναι απλώς η ικανότητα να έχουμε σημαντική αποτρεπτική στρατιωτική ισχύ. Γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να αποτρέπει το ενδεχόμενο επικίνδυνης κλιμάκωσης, αλλά δεν αρκεί από μόνο του για να υπάρξει διαπραγμάτευση. Απλώς περιορίζει το ενδεχόμενο να πάμε σε «κρίση» ή σε «θερμό επεισόδιο».

Ούτε μπορεί να είναι κάτι που θα ζητήσουμε άλλες χώρες να το κάνουν για χάρη μας επειδή εμείς είμαστε καλύτεροι σύμμαχοί τους. Δηλαδή, πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική ότι οι ΗΠΑ ή η Ευρώπη θα «τραβήξουν το αυτί» του Ερντογάν. Γιατί δεν λειτουργούν έτσι οι διεθνείς σχέσεις.

Χρειάζεται να είναι κάτι που θα μπορεί να ασκήσει πίεση στην Τουρκία. Και αυτό σημαίνει κάτι που να είναι σημαντικό και κρίσιμο για την Τουρκία – και θετικά και αρνητικά.

Και κάτι τέτοιο υπάρχει, όπως εδώ και καιρό έχει επισημάνει και ο Αλέξης Τσίπρας: αυτό είναι η παγωμένη επί της ουσίας διαπραγμάτευση για την Τελωνειακή Ένωση ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία.

Η Τελωνειακή Ένωση είναι κάτι πολύ σημαντικό για την Τουρκία. Γιατί της δίνει ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα σε μια μεγάλη αγορά (και αντίστροφα για την Ευρώπη και μάλιστα σε μία περίοδο που ο Τραμπ ξεκινά εμπορικό πόλεμο). Και σίγουρα ενισχύει την τουρκική οικονομία. Είναι δε τέτοια τα χαρακτηριστικά της ΕΕ ως αγοράς που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα κάνει η Τουρκία είτε προς την Κεντρική Ασία, είτε προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Η χώρα μας θα πρέπει με σαφήνεια να απαιτήσει να συνδεθεί η Τελωνειακή Ένωση και η διαπραγμάτευση για αυτή με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και την προσφυγή στη Χάγη. Δηλαδή, η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για την Τελωνειακή Ένωση να εξαρτηθεί από την προσφυγή με συνυποσχετικό στη Χάγη.

Μια τέτοια τακτική θα αποτρέψει δύο κινδύνους πολύ υπαρκτούς αυτή τη στιγμή: Ο ένας είναι να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση με την Τουρκία χωρίς καμία δέσμευση για τα ελληνοτουρκικά. Ο άλλος κίνδυνος είναι στο όνομα τακτικών υπολογισμών ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών – ακόμη και με κριτήρια εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης – η χώρα μας να «βγει μπροστά» κατά της Τελωνειακής Ένωση με σκοπό να την υπονομεύσει.

Και στις δύο περιπτώσεις η χώρα θα έχει χάσει το βασικό διαπραγματευτικό μοχλό πίεσης που αυτή τη στιγμή έχει.

Γι’ αυτόν τον λόγο και πρέπει αυτή η συζήτηση να ανοίξει τώρα και επί τέλους να υπάρξει όντως «εθνικό σχέδιο». Χωρίς πατριδοκάπηλες «τζάμπα μαγκιές» με το βλέμμα στο εσωτερικό ακροατήριο. Και χωρίς τη διαρκή μεταφορά στο χρόνο των αποφάσεων γιατί αυτό, όπως έχει αποδειχθεί, καταλήγει στο τέλος εκ των πραγμάτων παραχώρηση πεδίου στην Τουρκία.

Και υπολογισμό των βημάτων, στάθμιση του συσχετισμού, συνολικότερη διπλωματική κινητοποίηση αλλά με επίγνωση ότι σε όλα αυτά ισχύει πάντα ότι «εθνικό είναι το αληθές». Και η αλήθεια είναι ότι μια συμφωνία με εγγυήσεις ασφάλειας είναι πάντα προτιμότερη από τη μη συμφωνία που μπορεί ορισμένοι να την «πουλάνε» για «εθνικά υπερήφανη εξωτερική πολιτική» αλλά στην πράξη απλώς φέρνει τη χώρα σε δυσμενέστερη θέση.

ΥΓ. Τη λογική της διαρκούς αναβολής αναμέτρησης με την πραγματικότητα την είδαμε για πολλά χρόνια στο «Μακεδονικό». Την ακούσαμε σαν πολιτική τοποθέτηση και από τη σημερινή κυβερνητική παράταξη την ώρα που συζητιόταν η Συμφωνία των Πρεσπών. Σκεφτείτε, όμως, τι θα σήμαινε να μην είχε υπάρξει η Συμφωνία των Πρεσπών όλο αυτό το διάστημα με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις νέες πολώσεις που θα σήμαιναν ότι η χώρα μας θα υποχρεωνόταν να σπεύσει να αποδεχτεί είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ με όνομα σκέτο «Μακεδονία». Αυτό που απέτρεψε η Συμφωνία των Πρεσπών.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.