Τα πρώτα «ινστιτούτα διεθνών σχέσεων» εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε μια προσπάθεια, απολύτως θεμιτή, να στηθούν ερευνητικές «δεξαμενές σκέψης» που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υποβοηθητικά προς τη διαμόρφωση μιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής.
Του Γιώργου Χαρβαλιά
Στην πορεία ωστόσο ξέφυγαν από την αρχική αποστολή τους και κατέστησαν εντεταλμένοι φορείς «προσαρμογής» της ελληνικής διπλωματίας στο ευρωατλαντικό diktat, υποκαθιστώντας συχνά το υπουργείο Εξωτερικών και υπαγορεύοντας πολιτική γραμμή σε κυβερνήσεις και κόμματα εξουσίας.
Ειδικά το ΕΛΙΑΜΕΠ, με το οποίο ασχολούμαστε πάλι σήμερα, αποτελεί βασικό πυλώνα επεξεργασίας και «εκπόνησης» εξωτερικής πολιτικής στο μέτωπο με την Τουρκία και τα Βαλκάνια, με τις απόψεις των μελών του να φιλοξενούνται συχνά πυκνά σε «έγκυρες» εφημερίδες των Αθηνών. Όλως τυχαίως οι απόψεις αυτές με ελαφρές φραστικές αποκλίσεις συμπλέουν σε ένα ευρωατλαντικό πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων με το οποίο η Ελλάδα οφείλει να συμβιβαστεί, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές επιλογές που πιθανόν να υπαγορεύουν τα εθνικά της συμφέροντα.
Η οπτική γωνία του ΕΛΙΑΜΕΠ στις διεθνείς και τις περιφερειακές εξελίξεις που αφορούν τη χώρα μας, όπως έγραψα και την περασμένη Κυριακή, είναι αμιγώς ευρωπαϊκή. Όχι εθνική. Και αυτό έχει να κάνει πιθανόν με τις πηγές χρηματοδότησης του Ιδρύματος που εκτείνονται πλέον έξω από τα σύνορα της χώρας κατά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να απαριθμήσω τους ευγενικούς χορηγούς, που άλλωστε δεν είναι κρυφοί και ξεκινούν από ξένες πρεσβείες, μέχρι διεθνείς οργανισμούς, όπως το Ίδρυμα Σόρος, ακόμη και πολυεθνικές εταιρίες ή μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω ότι τις παραμονές των πρόσφατων ευρωεκλογών το ΕΛΙΑΜΕΠ, «με τη στήριξη της εταιρίας ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ», αναλώθηκε σε μεγάλη επικοινωνιακή καμπάνια πληρωμένων καταχωρίσεων προκειμένου να εξηγήσει στους ψηφοφόρους «τι διακυβεύεται στις κάλπες» (σε απλά ελληνικά… τι δεν πρέπει να ψηφίσουν).
Όλα αυτά είναι βεβαίως «εντός πλαισίων», αν και κατά τη δική μου ταπεινή άποψη ένα ίδρυμα «Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής» που χρηματοδοτείται, έστω και κατ’ ελάχιστον από ξένες πρεσβείες ή «στρατευμένους» οργανισμούς, όπως το Ίδρυμα Σόρος, θα έπρεπε να έχει βγάλει από την ονομασία του τη λέξη «ελληνικό». Αυτό που είναι εξ ολοκλήρου εκτός πλαισίου αφορά την επιχείρηση επαναχάραξης της Νεότερης Ιστορίας με την επιστράτευση Ελλήνων καθηγητών και τελικό στόχο τον επηρεασμό συνειδήσεων και τη διαμόρφωση φρονήματος στη βάση γεγονότων απολύτως ψευδών!
Σήμερα θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα τόσο χονδροειδές που ουσιαστικά κλείνει τη συζήτηση προτού καλά καλά ανοίξει για ένα ίδρυμα που θέλει να ισχυρίζεται ότι λειτουργεί με ακαδημαϊκά κριτήρια.
Τα τελευταία χρόνια το ΕΛΙΑΜΕΠ, λειτουργώντας περισσότερο ως ΜΚΟ και λιγότερο ως ίδρυμα ερευνών, καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για να προάγει την «αμοιβαία κατανόηση» Ελλήνων και Αλβανών στην κατεύθυνση πάντα του εξωραϊσμού των χρόνιων και σοβαρών προβλημάτων που εγείρονται με αποκλειστική ευθύνη της αλβανικής πλευράς. Τα σχετικά ερευνητικά προγράμματα που ξεκινούν από το 2013 υπό την επίβλεψη του καθηγητή Ι. Αρμακόλα διέπονται από μία… αγωνία, θα έλεγε κανείς, για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, αλλά και τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης προς αυτήν, γεγονός που εξηγείται και από την πρόσφατη εξέλιξη με το πράσινο φως στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, έπειτα από τα ανεκδιήγητα «γυμνάσια» του Ράμα με το ζήτημα Μπελέρη και χωρίς να έχουν διασφαλιστεί βασικά θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την ελληνική μειονότητα (σημ.: τα περί «ελληνικών όρων» που δήθεν ετέθησαν συνιστούν ανέκδοτο, ανάξιο σχολιασμού).
Πολύ πρόσφατα, το περασμένο καλοκαίρι, το ΕΛΙΑΜΕΠ με την υποστήριξη του γερμανικού συντηρητικού think tank Konrad Adenauer έφτασε να διεξαγάγει και έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον η υπόθεση… Μπελέρη τραυμάτισε τα θετικά αισθήματα του ελληνικού λαού για την ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα όμως -και αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον- το ΕΛΙΑΜΕΠ με τη συνδρομή του Ιδρύματος Σόρος στην Αλβανία (Open Society Foundation for Albania) είχε διεξαγάγει παράλληλες έρευνες κοινής γνώμης στις δύο χώρες, εκμαιεύοντας «πολύτιμα συμπεράσματα», όπως ότι το… 77% των ερωτηθέντων Αλβανών θεωρεί το «θέμα των Τσάμηδων» σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Σχολιάζοντας το εύρημα σε άρθρο του στο «Βήμα» (4/7/2021), ο καθηγητής Αρμακόλας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι καίτοι από νομικής απόψεως ο ελληνικός ισχυρισμός πως πρόκειται για ανυπόστατο ζήτημα είναι «νομικά ισχυρός», η υπόθεση των Τσάμηδων «έχει γιγαντωθεί στην αλβανική κοινωνία και παρουσιάζεται ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιστορικής αδικίας, γι’ αυτό είναι λογικό να προκαλεί έντονα συναισθήματα. Θα πρέπει ο χειρισμός του από την ελληνική πλευρά να γίνεται με τη δέουσα προσοχή και ευαισθησία».
Υπάρχουν όμως και τα χειρότερα. Στην ίδια έρευνα, που στόχο έχει, μεταξύ άλλων, να καταρρίψει τα «αρνητικά στερεότυπα» μεταξύ των δύο λαών, τίθεται στη λογική του «σωστό ή λάθος» η απίθανη διατύπωση «Έλληνες και Αλβανοί δεν έχουν πολεμήσει ποτέ μεταξύ τους» (!) Και ο επιστημονικός υπεύθυνος στα συμπεράσματά του επισημαίνει ότι… δυστυχώς οι Έλληνες κάνουν το λάθος, σε ποσοστό 73,5%, να πιστεύουν ότι οι δύο λαοί έχουν βρεθεί σε πολεμική αντιπαράθεση.
Αυτό το τελευταίο ξεπερνά κάθε όριο. Αν Έλληνας ακαδημαϊκός δεν γνωρίζει ότι τα δύο έθνη έχουν βρεθεί (και επισήμως) σε πολεμικές αναμετρήσεις και μάλιστα σκληρές, είναι ή αδαής ή κάτι άλλο. Δεν θα γυρίσουμε στα χρόνια των Σουλιωτών και του Αλή Πασά, ούτε καν στον ηρωικό αγώνα της Βορειοηπειρωτικής αυτονομίας όπου Έλληνες πολεμούσαν Αλβανούς. Θα πάμε πιο πρόσφατα, στο 1940, όταν, ως γνωστόν, αλβανικά τάγματα μελανοχιτώνων επιτέθηκαν μαζί με τις ιταλικές μεραρχίες και συνέχιζαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου να αφανίζουν τον ελληνικό πληθυσμό της Ηπείρου. Αν τα δύο έθνη δεν είχαν βρεθεί ποτέ σε πόλεμο, προς τι η άρση του εμπολέμου το 1987;
Προς επίρρωση των… αυτονόητων αντιγράφω ενδεικτικά από το βιβλίο του αείμνηστου Έλληνα πρέσβη Ηλία Αντωνόπουλου, «Αλβανία & ελληνο-αλβανικές σχέσεις 1912-1994: «Την 1.9.1939 κηρύσσεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ιταλία παρατάσσεται στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας την 10.6.1940. Τον επόμενο μήνα η αλβανική Βουλή, μετά μακρές συζητήσεις κατά τις οποίες ακούστηκαν πύρινοι λόγοι κατά των Συμμάχων, καθώς και σαφείς υπαινιγμοί διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδος, υιοθετεί την 4.7.1940 τον υπ’ αριθμόν 319 νόμο, το άρθρο 1 του οποίου όριζε ότι: «το αλβανικόν βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με εκείνα τα κράτη με τα οποία το βασίλειον της Ιταλίας θα ευρεθεί εις πόλεμον».
Κατά συνέπεια το αλβανικό βασίλειο, την 28.10.1940 εκήρυξε και αυτό αυτομάτως τον εναντίον της Ελλάδος πόλεμο. Ετίμησε δε και την νομικώς εγγυημένη αυτή εξαγγελία, διότι πράγματι μετέσχε ενεργώς με 14 ολόκληρα τάγματα τακτικού στρατού, την αλβανική φασιστική μιλίτσια και με εθελοντικά σώματα»
Ειλικρινά αποκλείω να μη γνωρίζει αυτά τα στοιχειώδη Έλληνας πανεπιστημιακός που ασχολείται με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Μπορεί να αποτελούν λεπτομέρειες για το εθνομηδενιστικό Ίδρυμα Σόρος, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν λεπτομέρειες για ένα ίδρυμα που θέλει να συμβουλεύει την εξωτερική πολιτική. Κάνω λάθος;
Εδώ το Μέρος Α’