Η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα αναμφίβολα ήταν μια ενδιαφέρουσα δεκαετία, μεστή γεγονότων και εξελίξεων ειδικά στην ευρύτερη περιοχή μας.
Του Δημήτρη Γαρούφα*
Κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα στις γειτονικές χώρες, αναζωπυρώθηκαν εθνικά και θρησκευτικά πάθη, δημιουργήθηκαν νέα κράτη και στην περιοχή των Βαλκανίων ήταν σαν να γύρισε κάποιος το ρολόι της ιστορίας 100 χρόνια πίσω.
Αυτή την εποχή οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιούργησαν ευκαιρίες για την Ελλάδα, που ήταν η μόνη χώρα της περιοχής μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με καλή οικονομική κατάσταση (τότε) και σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς. Επηρεάστηκε από τα γεγονότα, αλλά λίγο τα επηρέασε, δέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς πρόσφυγες και μάλλον με αμηχανία παρακολουθούσε τις εξελίξεις…
Αυτή την περίοδο είχα την τύχη να επισκεφθώ κατ’ επανάληψη όλες τις βαλκανικές χώρες συμμετέχοντας σε επιτροπή του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που επωμίστηκε το έργο δημιουργίας της «Ένωσης Βαλκανικών δικηγορικών συλλόγων» που είχε στόχο να συμβάλει στην καλλιέργεια κλίματος συνεργασίας των λαών και χωρών, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην κατανόηση του διαφορετικού και τη γνωριμία των λαών. Στην προσπάθεια αυτή γνωρίσαμε και τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς που υπάρχουν ακόμα στα Βαλκάνια, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Σερβία, στα Σκόπια και στην Αλβανία. Είχα τη χαρά να με καλούν και να είμαι ομιλητής σε κάποιες εκδηλώσεις τους κι έτσι συνδέθηκα φιλικά με ανθρώπους από όλες τις χώρες κι έζησα από κοντά γεγονότα και καταστάσεις που μερικές φορές σημάδεψαν την πορεία και το μέλλον της περιοχής.
Αναπολώντας αυτή τη δεκαετία έρχονται στη σκέψη μου σαν εικόνες συναρπαστικής κινηματογραφικής ταινίας εκδηλώσεις και γεγονότα που έζησα στα Τίρανα, στην Κορυτσά, στα Σκόπια, στο Μοναστήρι, στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στη Σόφια, στο Σλίβεν, στο Κάρλοβο… Καρπός αυτών των επαφών ήταν η συγγραφή 2-3 βιβλίων και κάποιες εισηγήσεις σε αρμόδιους φορείς για κινήσεις που έπρεπε να κάνει η χώρα μας για να έχει πολιτιστική και οικονομική σταθεροποιητική παρουσία στην περιοχή με αυτονόητα τα εθνικά οφέλη.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή πρόσφατες συζητήσεις με φίλους από Σλίβεν, Μοναστήρι και Κορυτσά… Το ερώτημα όλων ήταν γιατί η Ελλάδα απουσιάζει από την περιοχή, γιατί δεν ιδρύει σχολεία τη στιγμή που υπάρχει έντονο ενδιαφέρον κι από τους πολίτες που δεν έχουν ελληνική καταγωγή για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ενώ η Τουρκία ιδρύει σχολεία ακόμα και στις περιοχές που δεν υπάρχουν τουρκικής καταγωγής πολίτες και μουσουλμάνοι θέλοντας να δημιουργήσει ερείσματα στην περιοχή.
Γι’ αυτόν τον Ελληνισμό πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Θα μπορούσε με κατάλληλη στήριξη να λειτουργεί ως γέφυρα φιλίας μεταξύ της χώρας μας και των γειτονικών χωρών… Θα μπορούσαμε με διαβατήριο τον ελληνικό πολιτισμό να πετύχουμε ίδρυση τμημάτων νεοελληνικών σπουδών στα βαλκανικά πανεπιστήμια. Σε κάποια πανεπιστήμια που ίδρυσαν έδρες νεοελληνικής φιλολογίας οι υποψήφιοι κάθε χρόνο ήταν πολύ περισσότεροι από τους υποψήφιους για τα τμήματα αγγλικής φιλολογίας, με χαρακτηριστική περίπτωση την έδρα νεοελληνικών σπουδών που ιδρύθηκε στο πανεπιστήμιο Σόφιας και είχε στην πρώτη δεκαετία λειτουργίας του κάθε χρόνο περίπου 2.500 υποψηφίους για 25 θέσεις…
Οι ομογενείς μας με τη δράση τους δεν προκαλούν προβλήματα στις σχέσεις της χώρας μας με τις γειτονικές χώρες και αντιθέτως αρκετές φορές οι τοπικές κοινωνίες θεωρούν προνόμιο να έχουν στην πόλη τους συμπολίτες ελληνικής καταγωγής, όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά πριν από χρόνια ο δήμαρχος της πόλης Σλίβεν στη Βουλγαρία, γι’ αυτό άλλωστε εκλέγεται στο βουλγαρικό Κοινοβούλιο η Σαρακατσάνα Μαρία Μπέλοβα στην πόλη Σλίβεν, η οποία συμμετείχε και στη διοίκηση του τοπικού συλλόγου Σαρακατσάνων.
Κλείνοντας, επισημαίνω μόνο ότι πρέπει ως χώρα να λειτουργούμε στην ευρύτερη βαλκανική περιοχή με πρωταγωνιστικό ρόλο και με οδηγό τις αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού, γεγονός που θα αναβαθμίσει τον ρόλο της χώρας μας και στην Ε.Ε.
*Δικηγόρος – πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης