Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω στα Εξοπλιστικά!

Χωρίς αμφιβολία το 2022 ήταν μια σημαντική χρονιά για την εθνική άμυνα σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτό της απειλής, η Τουρκία που επιχειρεί συστηματικά να αναδείξει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου σε μείζον θέμα και να τη συνδέσει άμεσα με το καθεστώς κυριαρχίας τους, επανειλημμένα διατυπώνει από επίσημα χείλη απειλές «νυχτερινής επίσκεψης» και πυραυλικής επίθεσης κατά της χώρας και συνεχίζει με αυξανόμενη ένταση την παραβατική συμπεριφορά στον εναέριο χώρο του Αιγαίου.

  • Του Περικλή Ζορζοβίλη

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται στη διαδικτυακή πύλη του Γενικού Επιτελείου Εθνικής άμυνας (ΓΕΕΘΑ), το 2022, από 1ης Ιανουαρίου έως και 20 Δεκεμβρίου, καταγράφηκαν 10.875 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου (ΕΕΧ), που αποτελεί ρεκόρ όλων των εποχών. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι σημαντικό ρόλο στην «επίτευξη» του εν λόγω ρεκόρ διαδραματίζουν τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (ΜΕΑ), που δυστυχώς έχουν εξελιχθεί σε μείζον ελληνικό πρόβλημα της «μη πολεμικής» περιόδου για δύο λόγους:

Εμπλοκή

Πρώτον, γιατί κάθε πτήση τους αποτελεί ταυτόχρονα αποστολή συλλογής πληροφοριών σε όλο το εύρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φυσική και ηλεκτρονική διάταξη μάχης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και δεύτερον, γιατί η αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς τους απαιτεί την εμπλοκή επανδρωμένων ελληνικών μαχητικών, υποχρεώνοντάς μας σε καθημερινή, συνεχή -δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με την Τουρκία, που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων- «ανάλωση» πόρων ανθρώπινων, μηχανών και οικονομικών. Δυστυχώς, όμως, η λύση του προβλήματος των τουρκικών ΜΕΑ στη «μη πολεμική» περίοδο δεν είναι τεχνολογική ούτε επιχειρησιακή, αλλά πρωτίστως πολιτική και άπτεται του πυρήνα της ελληνικής προσέγγισης στα ζητήματα του εναέριου χώρου τα τελευταία περίπου 50 χρόνια.

Σε ό,τι αφορά την τουρκική πυραυλική απειλή, το βλήμα Tayfun, παρά τη… διαρκή -μέσω δηλώσεων- αύξηση του βεληνεκούς του στα 1.000 χιλιόμετρα και την πρόσφατα ληφθείσα απόφαση για τη μαζική παραγωγή του, προς το παρόν πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο λεκτικό πυροτέχνημα εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, παρά άμεση μείζονα απειλή. Εφόσον όμως επιβεβαιωθούν οι επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά του (βεληνεκές, ακρίβεια, ισχύς πυροκεφαλής) και -το κυριότερο- αν διαπιστωθεί προσπάθεια εξοπλισμού του με πυροκεφαλή όπλων μαζικής καταστροφής, η αξιολόγηση της ελληνικής πλευράς θα πρέπει να μεταβληθεί άρδην.

Tayfun

Σε κάθε περίπτωση, η ανάδυση της τουρκικής πυραυλικής απειλής επιβάλλει διττή ελληνική απάντηση: την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση των ελληνικών δυνατοτήτων αντιπυραυλικής άμυνας και την απόκτηση δυνατοτήτων προσβολής στόχων στο στρατηγικό βάθος του αντιπάλου. Πρόκειται για δύο σκοπούς που η επίτευξή τους απαιτεί υψηλό κόστος και χρόνο και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι σχετικές διαδικασίες θα πρέπει να σχεδιαστούν και να αρχίσουν να υλοποιούνται το ταχύτερο δυνατόν.

Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί μάλλον κοντόφθαλμη η απόφαση περί μη εξοπλισμού των τριών νέων φρεγατών τύπου FDI-HN του Πολεμικού Ναυτικού με βλήματα πλεύσης προσβολής ξηράς MdCN (Missile De Croisière Naval), τόσο για λόγους συμπίεσης του κόστους προμήθειας όσο και δογματικούς, στο πλαίσιο του υφιστάμενου καταμερισμού επιχειρησιακών ρόλων / αποστολών στους Κλάδους των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπου τον ρόλο της στρατηγικής κρούσης έχει αναλάβει η Πολεμική Αεροπορία.

Το Ισραήλ

Ανησυχητική μπορεί να θεωρηθεί και η καθυστέρηση στο πρόγραμμα προμήθειας των βλημάτων πολλαπλού ρόλου, μεγάλου βεληνεκούς Spike NLOS από το Ισραήλ μέσω διακρατικής σύμβασης. Το συγκεκριμένο σύστημα, το οποίο θα επιτρέψει, σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς φορείς που το επέλεξαν, στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις που είναι αναπτυγμένες σε κρίσιμες περιοχές να προσβάλλουν ημέρα και νύκτα, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, στόχους σε βεληνεκή που σήμερα πολύ απλά δεν διατίθενται από τα υφιστάμενα όπλα, φαίνεται ότι αντιμετωπίζει «αόρατη» αντίσταση στην υλοποίησή του.

Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τις συλλογές κατεύθυνσης βομβών Spice και τα κατευθυνόμενα βλήματα αέρος – εδάφους Rampage. Κοινά χαρακτηριστικά των προαναφερθέντων συστημάτων είναι η ισραηλινή προέλευσή τους, η σημαντική επαύξηση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας των πλατφορμών που θα εξοπλίσουν σε αποστολές προσβολής στόχων εδάφους και επιφανείας, όπου ιστορικά το ελληνικό οπλοστάσιο υπολείπεται σε δυνατότητες, και ο μικρός (σε σχέση με μια πλατφόρμα, π.χ. μια φρεγάτα) χρόνος που απαιτείται για την παραλαβή και την αξιοποίησή τους.

Πύραυλοι

Στην ίδια κατηγορία, της καθυστέρησης στην υλοποίηση, θα εντάξουμε επίσης το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων (ΠΕΠ) τύπου MLRS του Ελληνικού Στρατού και της άμεσα συνδεόμενης με αυτόν προμήθειας νέων πυρομαχικών υψηλής ακρίβειας και αυξημένου βεληνεκούς, για το οποίο, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, έχει επιλεγεί η αμερικανική πρόταση. Το εν λόγω πρόγραμμα αποκτά πρόσθετη σημασία, εφόσον σε αυτό περιληφθεί και η προμήθεια του υπό ανάπτυξη βεληνεκούς ανώτερου των 500 χλμ. βλήματος κρούσης ακριβείας (Precision Strike Missile – PrSM), που θα επιφέρει δραματική μεταβολή στο «πυραυλικό» ισοζύγιο Ελλάδας – Τουρκίας.

Προς το παρόν το μόνο που θα αρκεστούμε να σημειώσουμε είναι ότι ελπίζουμε οι προαναφερθείσες καθυστερήσεις να πηγάζουν από την έλλειψη οικονομικών πόρων και την ύπαρξη δυσλειτουργιών στην οργάνωση και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, και ότι δεν έχουν καμία σχέση με τυχόν προτροπές / επιθυμίες φίλων και συμμάχων (εντός και εκτός εισαγωγικών) που συνιστούν αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πρόκληση από την Τουρκία.

Σε κάθε περίπτωση, η ταχύτητα στην ολοκλήρωση των διαδικασιών προμήθειας, ώστε τα οπλικά συστήματα να εντάσσονται σε υπηρεσία όσο το δυνατόν συντομότερα, θα πρέπει να είναι ζητούμενο. Η κυβέρνηση υπερηφανεύεται για ταχεία υλοποίηση του προγράμματος προμήθειας των μαχητικών Rafale και ορθά πράττει, αλλά σε πολλά παραδείγματα συμβαίνει το αντίθετο.

Rafale στην Τανάγρα

Συνεδρίαση

Για παράδειγμα, ενώ στη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ) της 20ής Δεκεμβρίου 2022 επρόκειτο να εγκριθεί η διακρατική συμφωνία με το Ισραήλ για την προμήθεια 17 επίγειων μονάδων πυρός του πυραυλικού συστήματος SPIKE NLOS, αριθμού μονάδων για τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, καθώς και ποσότητας βλημάτων για τα επιθετικά ελικόπτερα AH-64A+ Apache της Αεροπορίας Στρατού (το τελευταίο πρόγραμμα, στενά συνδεόμενο με τον μερικό εκσυγχρονισμό, κυρίως των ηλεκτρο-οπτικών, των ελικοπτέρων), αυτό δεν συνέβη. Και αυτό, παρά τις πρωθυπουργικές οδηγίες για την ολοκλήρωση των διαδικασιών και για τα τρία υποπρογράμματα, ώστε να υπογραφεί μια συνολική διακρατική συμφωνία, αλλά και την εμπλοκή του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας σε ρόλο «επιτηρητή».

Παραδόξως, ζήτημα φέρεται ότι υπήρξε ακόμη και για το σκέλος του προγράμματος των Spike NLOS που αφορά τα συστήματα που θα εγκατασταθούν επί μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού (τέσσερις κανονιοφόροι τύπου «ΜΑΧΗΤΗΣ» και τέσσερα σκάφη ανορθόδοξου πολέμου τύπου Mark V), για τα οποίο, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η σχετική διαπραγμάτευση είχε επιτυχώς ολοκληρωθεί. Κατά πληροφορίες, ο σχετικός φάκελος… περιφερόταν στο γραφείο ανώτατου πολιτικού αξιωματούχου του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Τελικά, η έγκριση του προγράμματος φέρεται ότι μετατέθηκε σε επόμενη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ.

Βραχυκύκλωμα στην προμήθεια των κορβετών

Αρνητική εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί και η αναβολή λήψης απόφασης για την επιλογή αναδόχου στο πρόγραμμα προμήθειας των νέων κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού. Παρά τις εξαγγελίες του υπουργού Εθνικής Άμυνας που την προσδιόριζε πριν από τη λήξη του τρέχοντος έτους, είναι πλέον δεδομένο ότι μετατοπίζεται εντός του 2023, και αναλόγως του χρόνου προκήρυξης των εθνικών εκλογών, πιθανά και ύστερα από αυτές. Το πρόγραμμα αντιμετωπίζει ήδη πρόβλημα προϋπολογισμού, που εκτιμάται ότι έχει περιοριστεί σε 1,5 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό εξάλλου η απαίτηση μετατράπηκε από τέσσερις σε τρεις μονάδες, με δικαίωμα προαίρεσης επιπλέον μιας μονάδας.

Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το πρόγραμμα είναι η ανάγκη συγχρονισμού της υλοποίησής του με τις εξελίξεις για την επόμενη ημέρα της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας, καθώς η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για την ουσιαστική συμμετοχή της. Οπως έχει γίνει γνωστό, οι δύο υποψήφιοι, η γαλλική Naval Group και η ιταλική Fincantieri, έχουν ήδη υποβάλει τις τελικές προσφορές τους, είναι όμως άγνωστο αν η μετατόπιση της λήψης της απόφασης θα οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωσή τους. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στη μετατόπιση της απόφασης συνέβαλε και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας για τη σύναψη ελληνοϊταλικής αμυντικής συμφωνίας παραπλήσιας με αυτή που έχει ήδη υπογραφεί με τη Γαλλία.

Σχετική αβεβαιότητα επικρατεί και στο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής των φρεγατών τύπου MEKO-200HN, καθώς έχουν διατυπωθεί δημοσίως αμφιβολίες για την επάρκεια του προϋπολογισμού που έχει προβλεφθεί. Για το πρόγραμμα, όπως έχει ήδη ανακοινώσει δημοσίως ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, έχει επιλεγεί η γερμανική Thyssen Krupp Marine Systems (TKMS), πνευματική ιδιοκτησία της οποίας αποτελεί η σχεδίαση των MEKO-200HN σε συνεργασία με την ολλανδική Thales Netherlands (τον αρχικό κατασκευαστή των αισθητήρων και του συστήματος διαχείρισης μάχης των πλοίων). Παρ’ όλα αυτά, η σύνταξη της σχετικής σύμβασης είναι διαδικασία που θα απαιτήσει αρκετούς μήνες (στην καλύτερη περίπτωση) και η ηλικία των τεσσάρων φρεγατών συνεχώς αυξάνεται.

Το αναπάντητο ερώτημα ύψους 2,8 δισ. από τον Υπουργό Άμυνας

Βεβαίως παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα γιατί, ενώ ήταν ήδη γνωστά τα προβλήματα στη διάθεση οικονομικών πόρων για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, περί τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου το υπουργείο Εθνικής Αμυνας προωθούσε προς γνωμοδότηση στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή εξοπλιστικών προγραμμάτων και συμβάσεων δύο εξοπλιστικά προγράμματα συνολικού ύψους 2,8 δισ. ευρώ (τον προϋπολογισμού 572.000.000 ευρώ εκσυγχρονισμό των αρμάτων μάχης Leopard 2A4 και την προϋπολογισμού 2,2 δισ. ευρώ προμήθεια 205 τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης Lynx KF41).

Leopard

Η σχετική συνεδρίαση αιφνιδίως αναβλήθηκε, προφανώς με κεντρική κυβερνητική παρέμβαση, αλλά σε κάθε περίπτωση εγείρεται σοβαρό ζήτημα σχετικά με την ιεράρχηση των επιχειρησιακών αναγκών και την προτεραιοποίηση της υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Γιατί προκαλούν τουλάχιστον απορία η αδυναμία διάθεσης πόρων στο πρόγραμμα των νέων κορβετών και ο περιορισμός του προϋπολογισμού σε 1,5 δισ. ευρώ, που κατά γενική ομολογία είναι ανεπαρκής για τέσσερα πλοία, και η ταυτόχρονη προώθηση της υλοποίησης άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 2,8 δισ. ευρώ.

Φαίνεται ότι η ιεράρχηση των επιχειρησιακών αναγκών και η προτεραιοποίηση της υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων αντιμετωπίζονται ελαστικά από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας.

Ας σημειωθεί ότι το 2022 ήταν το έτος που στον προϋπολογισμό είχε προβλεφθεί πίστωση ύψους 3.390.131.000 ευρώ για τη χρηματοδότηση της υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων, που αποτελεί το υψηλότερο ποσό που έχει διατεθεί για τον σκοπό αυτό από το 2006 έως σήμερα.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας στην ομιλία κατά την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023 στη Βουλή, από τον Ιούλιο του 2019 έχουν συμβασιοποιηθεί συνολικά 172 εξοπλιστικά προγράμματα συνολικής αξίας 14,4 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά το 2022, σύμφωνα με τις δηλώσεις του υφυπουργού Εθνικής Αμυνας, ενεργοποιήθηκαν 327 προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού, αξίας περίπου 3,7 δισ. ευρώ, ενώ συμβασιοποιήθηκαν 51 αντίστοιχα προγράμματα ύψους 5 δισ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι στον αμυντικό προϋπολογισμό του 2023 προβλέπεται πίστωση ύψους 2.428.281.000 για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, που είναι σημαντικά μειωμένη -περίπου κατά 28%- σε σχέση με το 2022.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα το 2024 πιθανότατα θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των αμυντικών δαπανών, καθώς επιβραδύνεται η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας (ο ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης από 8,4% το 2021 προβλέπεται σε 6,2% το 2022 και μόλις 1,5% το 2023). Ας αναφέρουμε εδώ ότι, με βάση εμπειρικό κανόνα, όταν τα συστήματα των 172 εξοπλιστικών προγραμμάτων που έχουν συμβασιοποιηθεί ενταχθούν σε υπηρεσία, θα χρειάζεται η διάθεση περί των 800.000.000 ευρώ ετησίως για την υποστήριξή τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2023 ο λειτουργικός προϋπολογισμός (δαπάνες για καύσιμα, τροφοδοσία, ένδυση και υπόδηση στρατευσίμων, συντηρήσεις, επισκευές εξοπλισμού και εγκαταστάσεων κ.ά.) ανέρχεται σε μόλις 497.2480.000 ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά περίπου 23% σε σχέση με το 2022.

Τέλος, στα αξιομνημόνευτα του 2022 θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η δημόσια υπουργική παραδοχή ότι η κατ’ ευφημισμόν αύξηση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας που είχε ανακοινωθεί το 2021 απέτυχε παταγωδώς.

«Είχε οριακό όφελος, δεν μπορώ να πω ότι είχε και εντυπωσιακό όφελος, δεν τονώθηκαν δηλαδή οι αριθμοί, η επάνδρωση, η στελέχωση των μονάδων στα νησιά» ανέφερε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.