Συντάκτης: Δημήτρης Κούρτης*
Η υποχρέωση επανόρθωσης σε περίπτωση που ορισμένο κράτος έχει παραβιάσει τις διεθνείς δεσμεύσεις του αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενεαλογία και την εξέλιξή του.
Ωστόσο, εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την τέλεση στην ελληνική επικράτεια διεθνών εγκλημάτων από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Γερμανία αμφισβητεί στον πυρήνα της την υποχρέωση επανόρθωσης. Με δεδομένη την ανάκαμψη του ζητήματος των οφειλόμενων στη χώρα μας επανορθώσεων, εν όψει της εισαγωγής του Πορίσματος της Διακομματικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές στην ολομέλεια του ελληνικού Κοινοβουλίου και των διαφαινόμενων εξελίξεων στο διακρατικό πεδίο, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε τα βασικά γερμανικά επιχειρήματα εναντίον της Ελλάδας, με αναφορά στην περίφημη Συνθήκη 2+4 (1990).
Σύμφωνα με τη γερμανική άποψη, η εν λόγω Συνθήκη που υπογράφτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 μεταξύ Αν. και Δυτ. Γερμανίας, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Η.Β. και Γαλλίας, μετουσίωσε σε νομική υποχρέωση την επιθυμία των κρατών αυτών να διευθετήσουν οριστικά όλες τις εκκρεμότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με ισχύ, μάλιστα, έναντι πάντων.
Ετσι, προηγούμενες συμφωνίες –όπως το moratorium της Συνθήκης του Λονδίνου (1953) που ανέβαλε το ζήτημα των επανορθώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως ότου διευθετηθεί το πρόβλημα των δύο Γερμανιών ή υπογραφεί συνθήκη ειρήνης– έπαυσαν να ισχύουν. Επομένως, το θέμα των επανορθώσεων κατέστη –σύμφωνα με την προσφιλή στη γερμανική κυβέρνηση διατύπωση– «παρωχημένο» (obsolet). Στις επόμενες γραμμές θα επιχειρήσουμε να αξιολογήσουμε νομικά αυτή τη θέση.
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν υπέγραψε ούτε επικύρωσε τη Συνθήκη 2+4, ενώ ουδέποτε αποδέχθηκε άμεσα ή έμμεσα ότι εκείνη είχε το αποσβεστικό αποτέλεσμα που της αποδίδει η Γερμανία. Αυτή η άποψη της χώρας μας είναι νομικά ορθή και στηρίζεται στα ακόλουθα δεδομένα:
Πρώτον, αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του διεθνούς δικαίου, οικουμενικής αποδοχής, ότι οι διεθνείς συμφωνίες αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους μόνο μεταξύ των κρατών που τις συνομολόγησαν ή τις αποδέχτηκαν. Πρόκειται για κανόνα που πηγάζει από τις αρχές της ανεξαρτησίας και της κυρίαρχης ισότητας, οι οποίες αποτελούν θεμέλια της διεθνούς οργάνωσης.
Επιστέγασμα αυτού του κανόνα είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία οι μεταξύ τρίτων κρατών συμφωνίες δεν παράγουν ούτε υποχρεώσεις ούτε δικαιώματα για κράτη που δεν μετέχουν σ’ αυτές (pacta tertiis nec nocent, nec prosunt).
Η αρχή αυτή καταγράφεται στο Αρθρο 34 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) και απηχεί εθιμικό διεθνές δίκαιο. Στην περίπτωση που μας αφορά, άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω νομικής αρχής είναι ότι η Ελλάδα δεν επιτρέπεται να στερηθεί των αξιώσεων και δικαιωμάτων της στη βάση μιας διεθνούς συμφωνίας που για την ίδια αποτελεί res inter alios acta, δηλαδή συμφωνία στην οποία δεν μετέχει και από την οποία δεν δεσμεύεται.
Εξάλλου, η χώρα μας ουδέποτε αποδέχθηκε –έστω έμμεσα– την εν λόγω συμφωνία ως πράξη απόσβεσης των υφιστάμενων οφειλών, όπως προκύπτει και από τη σχετική ρηματική διακοίνωση της 14ης Νοεμβρίου 1995 εκ μέρους του Ελληνα πρεσβευτή προς τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, η οποία είναι δηλωτική της εθνικής θέσης σχετικά με το μη αποσβεστικό αποτέλεσμα της Συμφωνίας 2+4.
Δεύτερον, η Συμφωνία 2+4 δεν περιλαμβάνει –ούτως ή άλλως– καμία ρήτρα παραίτησης αξιώσεων, και πολύ περισσότερο αξιώσεων για μεταπολεμικές επανορθώσεις. Δηλαδή, ούτε τα κράτη που την υπέγραψαν από κοινού με τις δύο Γερμανίες παραιτήθηκαν των σχετικών απαιτήσεών τους δυνάμει της Συνθήκης. Το μόνο που εγκατέλειψαν διά της υπογραφής τους οι τέσσερις Νικήτριες Δυνάμεις ήταν οι θεσμοί συν-διοίκησης και τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί των δύο Γερμανιών.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι αν η Συμφωνία 2+4 δεν κατήργησε τις αξιώσεις επανόρθωσης ούτε για τα κράτη που δεσμεύονται απ’ αυτήν, δεν μπορεί να αναπτύξει τέτοια αποτελέσματα για τα τρίτα κράτη που δεν την υπέγραψαν.
Ολοκληρώνοντας, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε και στο δικαιο-πολιτικό συγκείμενο των ως άνω γερμανικών θέσεων. Τα κρίσιμα γερμανικά επιχειρήματα προωθούν την άποψη ότι μερικά –οσοδήποτε ισχυρά– κράτη μπορούν με μια μονοκοντυλιά να αναιρέσουν κεκτημένα δικαιώματα και αξιώσεις τρίτων, λιγότερο ισχυρών, κρατών ή/και των υπηκόων τους, χωρίς τη συναίνεση των τελευταίων. Πρόκειται για λογική που ανακαλεί και πάλι, από άλλη σκοπιά, τη γενεαλογία του διεθνούς δικαίου.
Τα επιχειρήματα αυτά παραπέμπουν στην παρωχημένη πια αποικιοκρατική νομική κουλτούρα του 19ου αιώνα, η οποία διέκρινε μεταξύ του κέντρου που παρήγε τους κανόνες και της περιφέρειας που δεσμευόταν απ’ αυτούς, ασχέτως της βούλησής της. Μια τέτοια λογική, προφανώς, κείται σήμερα εκτός διεθνούς νομιμότητας, αλλά είναι και καθαυτό απορριπτέα, ιδίως όταν αποβλέπει στο να κάμψει τη νομική ευθύνη για εγκλήματα θηριωδίας που –στην κυριολεξία– κατακερμάτισαν μια ολόκληρη χώρα και θυματοποίησαν την πλειονότητα του ελληνικού λαού.
* δικηγόρος, ΥΔ Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, πρ. εμπειρογνώμονας Διεθνούς Δικαίου για τη Διακομματική Επιτροπή Γερμανικών Οφειλών (2016)
Πηγή: https://www.efsyn.gr