Αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος με περισσότερη εξωστρέφεια

ΙΟΥΛΙΑ ΤΣΕΤΗ*

Ο κορωνοϊός βρήκε τη χώρα στην κρίσιμη φάση της εξόδου από μια δεκαετία δυσβάστακτης οικονομικής κρίσης και λειτουργεί σαν καταλύτης, καθιστώντας εξόφθαλμη την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Προσφέρει ωστόσο μια ευκαιρία για φυγή προς τα εμπρός. Επωφελούμενοι από τους πόρους που θα διατεθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και επιταχύνοντας τις εξυγιαντικές μεταρρυθμίσεις, έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα που θα ενισχύσει τη μεταποιητική παραγωγή και τις εξαγωγές.

Οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων αυξήθηκαν κατά 35% από το 2010 και ανήλθαν στα 36,3 δισ. δολάρια το 2019. Ομως, παρά την αύξηση, υπολείπονται σημαντικά από τις εξαγωγικές επιδόσεις εταίρων μας με ανάλογα μεγέθη. Οι εξαγωγές της Ουγγαρίας, με πληθυσμό 10 εκατ., ανήλθαν το 2019 σε 104 δισ. δολάρια. Οι εξαγωγές της Τσεχίας, με 10.6 εκατ., ανήλθαν σε 155 δισ. δολάρια.

Οι ελληνικές εξαγωγές έχουν συνεπώς περιθώρια για σημαντική αύξηση. Είναι ένα στοίχημα για την Ελλάδα αλλά και προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Η επιδίωξη δεν είναι εύκολη. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να ανταποκριθούν στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, ώστε να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στις αγορές του εξωτερικού. Να έχουν καλή εσωτερική οργάνωση, ενημέρωση για αγορές-στόχους, με επαρκή στοιχεία για το πολιτικό και οικονομικό ρίσκο, τις καταναλωτικές τάσεις, τα εμπόδια εισόδου στην αγορά, τους πιθανούς ανταγωνιστές και να αξιοποιούν τις ευκαιρίες δικτύωσης με δυνητικούς πελάτες στις αγορές του εξωτερικού.

Εξ ιδίας πείρας μιλώ. Οι βιομηχανίες του ομίλου Τσέτη εξάγουν σε 65 χώρες. Οι εξαγωγές αποτελούν το 17% επί των συνολικών πωλήσεων της Uni-Pharma και το 10% της Intermed. Καίριος στόχος του ομίλου είναι να αυξήσουμε σημαντικά τα ποσοστά αυτά δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, ικανών να κερδίσουν θέση στις εξωτερικές αγορές. Η ανοδική μας τροχιά αντικατοπτρίζει τη γενικότερη θετική εικόνα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Πράγματι, τα φάρμακα είναι το δεύτερο σε αξία εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας. Η δυναμική και επιτυχημένη αυτή πορεία πιστοποιεί την αξιοπιστία του ελληνικού φαρμάκου που συμβάλλει με υψηλή προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία και δημιουργεί σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Είναι, όμως, και κάτι άλλο. Πρέπει να βλέπουμε μπροστά, να αξιολογούμε τις εσωτερικές αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις και τις επιπτώσεις που αυτές θα έχουν για τη χώρα μας. Να αντιληφθούμε ότι στο προβλέψιμο μέλλον δεν θα έχουμε σημαντική αύξηση της ελληνικής κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων είναι όρος επιβίωσης αλλά και προϋπόθεση για μια ανάπτυξη ευρωπαϊκού τύπου.

Οφείλουμε λοιπόν να μελετήσουμε τις νέες τάσεις στην εξωστρέφεια, να κατανοήσουμε τις νέες καταναλωτικές συνήθειες και να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που δημιουργούνται σε νέες αγορές. Θα σας αναφέρω δύο παραδείγματα.

Η μεσαία τάξη στην Ασία προβλέπεται να φθάσει τα 3,5 δισ., το 2030. Τις ίδιες προοπτικές έχει και η Αφρική. Οι τάσεις αυτές δείχνουν ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τη βολή των παραδοσιακών αγορών και να στραφούμε προς στις νέες αυτές χώρες. Η υγιεινή διατροφή αποτελεί πλέον κυρίαρχη τάση στον κλάδο των τροφίμων και ποτών και αυξανόμενο ποσοστό καταναλωτών δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για υγιεινά προϊόντα διατροφής. Η Ελλάδα έχει ισχυρό πλεονέκτημα και σε αυτόν τον τομέα καθώς η ελληνική διατροφή φημίζεται για τις ευεργετικές της ιδιότητες.

Την ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών και ειδικότερα των φαρμάκων θα πρέπει να τη στηρίξει και η πολιτεία ή τουλάχιστον να μη βάζει εμπόδια. Το clawback, το rebate αλλά και η άμεση και έμμεση υπερφορολόγηση αποτελούν θηλιά στον λαιμό της φαρμακοβιομηχανίας. Και δεν είναι το μόνο εμπόδιο. Οι αδικίες της υπερφορολόγησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, με τις υπερβολικές, μη ανταποδοτικές, ασφαλιστικές εισφορές και την υψηλή και υπερπροοδευτική φορολογία λειτουργούν σαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη και συντείνουν στην αύξηση της φυγής των νέων μας στο εξωτερικό.

Η διεθνής εμπειρία είναι γεμάτη από παραδείγματα ρηξικέλευθων και καινοτόμων παρεμβάσεων που σηματοδότησαν σημεία καμπής και παραγωγικής επανεκκίνησης στην οικονομική ιστορία πολλών κρατών. Αυτό είναι το στοίχημα αλλά και το ζητούμενο για την Ελλάδα.

* Η κ. Ιουλία Τσέτη είναι μέλος του Δ.Σ. ΣΕΒ, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη (ΟΦΕΤ). 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.