Το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Νορβηγίας διαχειρίζεται κεφάλαιο αξίας 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ και αποτελεί το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο στον κόσμο. Η ιδιαιτερότητα του, έγκειται στον τρόπο λειτουργίας του, στις ηθικές αναστολές που το διέπουν αλλά και στη γενικότερη αντίληψη για την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Νορβηγίας προς όφελος των πολιτών της και όχι κάποιας ιδιωτικής εταιρείας.
Πιο συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο επενδυτικό ταμείο δημιουργήθηκε έπειτα από την εξεύρεση τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου στη θάλασσα της Νορβηγίας, το 1969. Ήδη λοιπόν από το 1983, εκφράστηκε και σταδιακά κυριάρχησε η ιδέα της δημιουργίας ενός κρατικού Ταμείου για τη διαχείριση των εσόδων από το πετρέλαιο της χώρας. Το νορβηγικό επενδυτικό ταμείο, γνωστό ως «Oil Fund», από το 1990, είναι επισήμως υπεύθυνο για να επωμίζεται και να διαχειρίζεται τα έσοδα που προκύπτουν από τα πετρελαϊκά αποθέματα της Νορβηγίας. Το 1996, το κρατικό επενδυτικό ταμείο, κατέχει το πρώτο του χρηματικό κεφάλαιο. Εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα, το 2020 κατέχει μετοχές σε περισσότερες από 9.200 επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Μερικές από αυτές οι επιχειρήσεις, είναι η Nestle, η Samsung και η Apple. Το ταμείο, επίσης, έχει στην κατοχή του σήμερα κρατικά ομόλογα και πραγματοποιεί επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, πάντα με γνώμονα το μικρότερο ρίσκο στις επενδύσεις του.
Στην ουσία, το κρατικό ταμείο της Νορβηγίας, ως προς τις επενδύσεις του, θυμίζει ένα οποιοδήποτε επενδυτικό ταμείο, καθώς στοχεύει στο κέρδος. Όμως, διακατέχεται από δύο ειδοποιείς διαφορές.
Λειτουργώντας λιγάκι.. διαφορετικά
Αρχικά, όπως δήλωνε στη Deutsche Welle το 2019, η υπουργός οικονομικών της Νορβηγίας, Marianne Eikvag Groth, «το ταμείο αποτελεί ένα όργανο για την προστασία των αποταμιεύσεων των Νορβηγών πολιτών». Με άλλα λόγια, όπως μπορεί να διαβάσει κανείς και στην επίσημη σελίδα του «Oil Fund», ο ρόλος του ταμείου είναι να διασφαλίσει ότι ο εθνικός πλούτος της Νορβηγίας θα διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι επενδύσεις του ταμείου έχουν μια εξαιρετικά μακροπρόθεσμη προοπτική, επιτρέποντάς του να αντιμετωπίσει μεγάλες μεταβολές στην αξία βραχυπρόθεσμα. Βέβαια, παρά το γεγονός πως το Ταμείο είναι κρατικό και η διαχείριση του εναπόκειται στην κρίση του εκάστοτε υπουργού οικονομικών και στη Νορβηγική Κεντρική Τράπεζα (με το νορβηγικό κοινοβούλιο να διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο), υπάρχουν ορισμένες σταθερές, οι οποίες δε διαφοροποιούνται από την εκάστοτε ατζέντα της κυβέρνησης.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε χρόνο, η νορβηγική κυβέρνηση μπορεί να δαπανήσει μόνο ένα μικρό μέρος του ταμείου, αν και το εν λόγω «μικρό μέρος» ανέρχεται στο 20% περίπου του κρατικού προϋπολογισμού. Τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού μεταφέρονται στο ταμείο, ενώ τα ελλείμματα καλύπτονται με χρήματα από το ταμείο. Επίσης, οι πολιτικοί της Νορβηγίας, έχουν συμφωνήσει στη θέσπιση ενός φορολογικού κανόνα, ο οποίος διασφαλίζει ότι το νορβηγικό κράτος δε θα ξοδεύει περισσότερα χρήματα από την αναμενόμενη απόδοση του ταμείου. Με αυτόν τον τρόπο, δαπανάται μόνο η απόδοση του ταμείου και όχι το κεφάλαιο του ταμείου.
Με άλλα λόγια, και δίχως χρηματιστηριακούς όρους, το κράτος της Νορβηγίας δεν χρησιμοποιεί το τεράστιο κεφάλαιο του κρατικού επενδυτικού ταμείου, για να προβεί σε «πράγματα και θαύματα». Αντιθέτως, κινείται με βάση το πόσα χρήματα περιμένει να λάβει το ταμείο (απόδοση) από τις επενδύσεις του. Σε περίπτωση που το Ταμείο πράγματι λάβει όσα περιμένει από τις επενδύσεις του, όλα βαίνουν καλώς και το κεφάλαιο του αυξάνεται, όπως και συμβαίνει θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σε περίπτωση όμως που το Ταμείο λάβει λιγότερα από όσα περιμένει, η μακροχρόνια προοπτική με την οποία είναι δομημένο αλλά και οι επενδύσεις χαμηλού ρίσκου τις οποίες πραγματοποιεί, κατά πάσα πιθανότητα θα του επιτρέψουν να ανακάμψει.
Ακόμη όμως και στο συγκεκριμένο αρνητικό σενάριο, το γεγονός πως ο προϋπολογισμός της Νορβηγίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το Ταμείο, αλλά και η νοοτροπία πως η νορβηγική κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο του Ταμείου «για σιγουριά», μόνο σε περιόδους οικονομικών κρίσεων (αλλιώς θα το αφήσει να αυξάνεται για τις μελλοντικές γενιές), δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας στους Νορβηγούς πολίτες. Άλλωστε, αυτό ακριβώς υπονοούσε η δήλωση του γεωλόγου Farouk Al-Kasim το 2015, όταν δηλαδή οι τιμές του πετρελαίου είχαν μειωθεί δραματικά, ότι «το νόημα του Ταμείου είναι να έχουν οι Νορβηγοί πολίτες το κεφάλι τους ήσυχο σε τέτοιες περιστάσεις».
Το σίγουρο είναι πως, με το κεφάλαιο που διαθέτει πλέον, το οποίο σύμφωνα με τον Sigbjorn Johnsen, υπουργό οικονομικών της Νορβηγίας (1990-1996 & 2009-2013), «έχει υπερβεί κάθε προσδοκία», οι Νορβηγοί πολίτες έχουν το κεφάλι τους ήσυχο σε σημαντικό βαθμό. Πέρα όμως από την οικονομική λειτουργία του Ταμείου, αξιοσημείωτες είναι και οι «ηθικές αναστολές» με βάση τις οποίες λειτουργεί.
Λειτουργώντας πολύ… διαφορετικά
Πιο συγκεκριμένα, αν και φυσικά το Ταμείο λειτουργεί με βάση το χρηματικό κέρδος, η λειτουργία του οφείλει να συμβαδίζει με ορισμένους ηθικούς κώδικες, οι οποίοι θεσπίστηκαν για πρώτη φορά το 2006. Η εφαρμογή των συγκεκριμένων κωδικών γίνεται ορατή τα τελευταία δύο χρόνια. Το κρατικό Ταμείο αρνήθηκε να αγοράσει μετοχές της εταιρείας G4S (για την οποία «ντρεπόταν» ο σημερινός διοικητής της ελληνικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), καθώς η εταιρεία ήταν πολύ πιθανό να πραγματοποιεί παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης, με βάση τους ηθικούς κώδικες του, το Ταμείο εδώ και έναν χρόνο έχει διακόψει τις επενδύσεις σε οποιαδήποτε εταιρεία πραγματοποιεί έρευνες για φυσικό αέριο και πετρέλαιο, καθώς οι συγκεκριμένες έρευνες είναι αντίθετες με την προστασία του περιβάλλοντος. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως συνεχίζει να διατηρεί μετοχές των εταιρειών BP και Shell, καθώς, σύμφωνα πάντα με το Ταμείο, οι συγκεκριμένες εταιρείες επρόκειτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας στο μέλλον. Επιπροσθέτως, το Ταμείο, δια νόμου ψηφισμένου από το νορβηγικό κοινοβούλιο, απαγορεύεται να επενδύσει σε εταιρείες που παράγουν πυρηνικά όπλα, νάρκες και τσιγάρα, ενώ βασική προϋπόθεση για κάθε επιχείρηση στην οποία επενδύει, αποτελεί η δράση της επιχείρησης κατά τρόπο τέτοιο που ευνοεί την παγκόσμια βιωσιμότητα (πχ συμμετοχή της επιχείρησης σε καμπάνιες κατά της χρήσης πλαστικών). Τέλος, οι εξορύξεις πετρελαίου στη θάλασσα της Νορβηγίας, από τις οποίες κερδίζει χρήματα το Ταμείο, φαίνεται να τηρούν ορισμένα περιβαλλοντικά στάνταρ, σύμφωνα με όσα δήλωναν πριν κάποιους μήνες, εργαζόμενοι στις εξορύξεις, στους Financial Times.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, το Ταμείο δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε είναι «άγιο». Ορισμένους μήνες πριν μάλιστα, ήρθε στην επικαιρότητα ένα σκάνδαλο του Ταμείου, ενώ δεν είναι ψέμα να υποστηριχθεί πως στους καιρούς της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το Ταμείο λειτούργησε καθαρά κερδοσκοπικά αγοράζοντας πλήθος φτηνών μετοχών. Το Ταμείο, επιπλέον, δεν αποτελεί κανένα είδος «αντικαπιταλιστικής επανάστασης», καθώς, υπό μια μαρξιστική οπτική, συσσωρεύει κεφάλαιο, επενδύοντας σε μετοχές εταιρειών οι οποίες καρπώνονται την υπεραξία που παράγουν οι εργαζόμενοι τους. Παρ’ όλα αυτά, θέτει στερεές βάσεις για την ανάπτυξη της ιδέας πως η βέλτιστη εκμετάλλευση του πλούτου μιας χώρας, είναι προς όφελος των πολιτών της και όχι προς όφελος μεγάλων επιχειρήσεων. Δείχνει επίσης, τέλος, πως η δήλωση του Jens Stoltenberg, πρώην πρωθυπουργού της Νορβηγίας (2000-2001 & 2005-2013), «μας είπαν ότι είναι αφελές μια δημοκρατική χώρα και ένα δημοκρατικό σύστημα μπορεί να διαχειριστεί τόσα πολλά χρήματα με ένα βιώσιμο τρόπο, αλλά η εμπειρία έδειξε πως κάναμε ακριβώς αυτό», δε θα μπορούσε να συμβαδίζει περισσότερο με την πραγματικότητα.