Εκτός παραγωγικής διαδικασίας, μόνιμα ή για περιορισμένο διάστημα, έθεσε σχεδόν 1 στους 2 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα η εκτεταμένη και πρωτοφανής διακοπή της οικονομικής λειτουργίας σε πολλούς κλάδους της οικονομίας λόγω της πανδημίας COVID-19. Σε μια πρώτη καταγραφή των σοβαρότατων επιπτώσεων της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης που προχώρησε το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ), φαίνεται πως στην Ελλάδα περισσότεροι από 940.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης αντιμετώπισης της κρίσης αντιμέτωποι είτε με απολύσεις είτε με αναστολές συμβάσεων.
Σε προσωρινή αναστολή σύμβασης το 41,8%
Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «27», το 5,3% έχασε οριστικά τη δουλειά του, ενώ το ποσοστό της προσωρινής απώλειας της θέσης εργασίας ανέρχεται σε 23,2%. Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,7% (κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Εάν βέβαια προστεθεί και το 41,8% –το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των «27»– που τέθηκε σε αναστολή συμβάσεων, τότε η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην απώλεια (μόνιμη ή προσωρινή) της θέσης εργασίας.
Αν και επίσημα στοιχεία δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί από το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας, εκτιμάται πως στην Ελλάδα μπορεί να προσεγγίσει το 45% το ποσοστό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα που τέθηκε σε αναστολή. Και αυτό γιατί, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατά το 2019 ανερχόταν σε 1.986.336 άτομα σε 265.212 επιχειρήσεις και την αποζημίωση ειδικού σκοπού έχουν ήδη λάβει 686.000 άτομα, στα οποία προστέθηκαν άλλες 105.875 μισθωτοί και λίγο αργότερα ακολούθησαν 150.000 μισθωτοί που εντάχθηκαν στους πληγέντες κλάδους (ΚΑΔ).
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το 15,6% των εργαζομένων στην Ε.Ε. των «27» και το 26,6% στην Ελλάδα εκφράζει ισχυρούς φόβους («πολύ πιθανόν» και «μάλλον πιθανόν») για οριστική απόλυση στο άμεσο μέλλον λόγω της κρίσης, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να καταγράφονται στη Βουλγαρία (34%), στη χώρα μας και στην Πορτογαλία (22,3%). Στον αντίποδα, τα μικρότερα ποσοστά καταγράφουν Αυστρία (2,3%), Λουξεμβούργο (5,6%) και Δανία (5,7%). Οι αναλυτές του ΕΙΕΑΔ επισημαίνουν με έμφαση το ζήτημα της «προσωρινής ανεργίας», εκτιμώντας ότι είναι σχετικά περίπλοκο ως προς την προσέγγισή του, διότι αφενός αυτή είναι ακόμη σε στάδιο εφαρμογής σε πολλούς κλάδους και επαγγέλματα παρά τη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας, αφετέρου αναμένεται να υπάρξει (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα) μια χρονική περίοδος εκτεταμένων αναπροσαρμογών στην αγορά εργασίας.
Στα χαμηλά η τηλεεργασία
Σημαντικό μέρος αυτών των προσαρμογών εκτιμάται ότι θα περιλαμβάνει μακράς διάρκειας μείωση των ωρών εργασίας σε συνδυασμό και με την αναδιάρθρωση που θα υποστεί μια σειρά κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, αναμένεται σημαντική αύξηση της μερικής και εκ περιτροπής εργασίας, το εύρος και η έκταση της οποίας θα καταγραφεί τους επόμενους μήνες.
Τα πρώτα σημάδια, άλλωστε, είναι χαρακτηριστικά. Το ποσοστό των Ελλήνων εργαζομένων που δήλωσε στην έρευνα του Eurofound μεγάλη μείωση στο ωράριο εργασίας του ανέρχεται στο 42%. Εδώ οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η μείωση του χρόνου εργασίας ενδέχεται να περιλαμβάνει και τη χορήγηση υποχρεωτικής άδειας άνευ αποδοχών και επομένως ευθεία μείωση του μισθολογικού εισοδήματος, εκτός του πλαισίου των νομοθετημένων ρυθμίσεων. Κατά μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το 34% του εργατικού δυναμικού δήλωσε ότι υπέστη μεγάλη μείωση, ενώ ένα επιπλέον 16% ανέφερε πως η μείωση του χρόνου εργασίας υπήρξε μεν, ήταν όμως μικρότερη.
Στο μικροσκόπιο των αναλυτών τίθεται και το φαινόμενο της τηλεργασίας, με τη χώρα μας να παρουσιάζει χαμηλή ανταπόκριση σε σχέση με την Ε.Ε., σημαντική όμως αύξηση σε σχέση με το σημείο εκκίνησης, καθώς το ποσοστό των Ελλήνων που εργαζόταν από το σπίτι πριν από τον Μάρτιο ήταν της τάξεως του 4,7%, έναντι 7,1% στην Ε.Ε. των «27». Ετσι, ενώ στην Ε.Ε. πάνω από το 1/3 (37%) των εργαζομένων που προηγουμένως απασχολούνταν διά ζώσης στον χώρο εργασίας τους εντάχθηκε σε καθεστώς τηλεργασίας λόγω της κρίσης, το ποσοστό στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλότερο, της τάξεως του 26%.
Τα ισχυρά αποτυπώματά τους στην εγχώρια αγορά εργασίας κατά το πρώτο δίμηνο της κρίσης άφησαν, σύμφωνα με τη μελέτη του ιδρύματος, η μεγάλη πτώση του αριθμού νέων προσλήψεων, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση και λειτούργησαν ως φρένο στις εκτεταμένες απολύσεις λόγω κρίσης, αλλά και η πολύ μεγάλη αύξηση στις μετατροπές συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε εκ περιτροπής, τόσο έπειτα από συμφωνία μεταξύ εργοδότη – εργαζομένου όσο και με μονομερή απόφαση του εργοδότη.
Η τάση μείωσης του χρόνου εργασίας αναμένεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, να γενικευτεί με την πρόσφατη νομοθέτηση του μηχανισμού στήριξης «Συν-Εργασία», δηλαδή της δυνατότητας εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας σε ποσοστό 50% των εργαζομένων μιας επιχείρησης σε συνδυασμό με την κάλυψη μέρους του 60% του υπολειπόμενου καταβαλλόμενου μισθού και με χρηματοδότηση μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος SURE.