Ο κοροναϊός μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου (subprime mortgage). Σε όποιον κρατά σφυρί, όλα μοιάζουν με καρφιά.
Και σε έναν άνδρα (ή γυναίκα) που έζησε την χρηματοπιστωτική κρίση, κάθε άλλη οικονομική αναταραχή μοιάζει πάντα με το 2008.
Εγώ, όπως και πολλοί από τους αναγνώστες, έζησα τα συγκεκριμένα γεγονότα. Έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την καριέρα μου και είναι πολύ δύσκολο να αποφύγω αυτά να κυριαρχούν στις ερμηνείες μου για όλες τις οικονομικές αναταραχές που βλέπω έκτοτε. Ωστόσο, δεν υπάρχει δίοδος διαφυγής: οι τελευταίες 24 ώρες (σ.μ. το άρθρο δημοσιεύθηκε την Τετάρτη το πρωί) θυμίζουν πολύ τα γεγονότα που περιέβαλαν την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Είναι προφανές ότι πολλοί traders και – κυρίως – πολιτικοί παράγοντες γνωρίζουν τι πήγε στραβά τότε, κατανοούν τις παγίδες και προσπαθούν να τις αποφύγουν. Εντούτοις, πιστεύω ότι η συνέχεια του «έπους του κοροναϊού» θα ακολουθήσει το απολύτως αναγνωρίσιμο από την εμπειρία μας προ 12 ετών σχήμα εξέλιξης.
Ας ξεκινήσουμε με την πιο αξιοσημείωτη εκδήλωση της αγοράς, η οποία ήταν μια άνοδος κατά 34 μονάδες βάσης στην απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ (T-Bond), πιθανότατα το σημαντικότερο χρηματοοικονομικό σημείο αναφοράς παγκοσμίως. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ημερήσια μεταβολή του από το καλοκαίρι του 1987 (όταν η απόδοση του είχε ξεπεράσει το 8%). Επρόκειτο για μια ιστορική επενδυτική κίνηση εξόδου από τα ομόλογα.
Τα T-Bonds έχουν μόλις αντιστρέψει την πρόσφατη τάση τους. Το ίδιο έχει συμβεί και με το δολάριο το οποίο ανακάμπτει (για να χρησιμοποιήσουμε μια δημοφιλή το τελευταίο διάστημα ορολογία) σε σχήμα V. Η απότομη πτώση του ξεκίνησε ταυτόχρονα με την «βουτιά» στις χρηματιστηριακές αγορές, έκτοτε ωστόσο πραγματοποιεί ράλι, ενώ αντίθετα οι μετοχές συνεχίζουν να κατρακυλούν. Το σχήμα της πορείας του για το 2020 μέχρι στιγμής μοιάζει περισσότερο με ένα «Ν».
Δύο από τις τρεις μεγαλύτερες ημερήσιες μεταβολές κινήσεις του δείκτη του δολαρίου έναντι έξι βασικών ανταγωνιστικών του νομισμάτων τα τελευταία οκτώ χρόνια έλαβαν χώρα την περασμένη εβδομάδα. (Η άλλη ήταν η ημέρα μετά την απόφαση του βρετανικού εκλογικού σώματος να εκτελέσει εν ψυχρώ τη βρετανική λίρα).
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο;
Η Lehman μάς δίδαξε να μην κοιτάζουμε μόνο τους τίτλους των ειδήσεων. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες κινήσεις – μεταβολές το 2008 αντανακλούσαν απλώς τους παράγοντες της αγοράς οι οποίοι αναπροσάρμοζαν τα χαρτοφυλάκιά τους. Η άνοδος του δολαρίου πιθανόν αντανακλά μια απελπιστική έλλειψη δολαρίων τα οποία χρειάζονται απελπισμένα οι δανειολήπτες. (Σημειώστε ότι τα ομόλογα, τα νομίσματα και οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών γενικά δεν συμμετείχαν στην ανάκαμψη της Τρίτης).
Όσον αφορά το ράλι στις αποδόσεις των ομολόγων, τα πιθανότερα σενάρια που κυκλοφορούν είναι ότι ορισμένα μεγάλα hedge funds έχουν αναγκαστεί να πουλήσουν αμερικανικά κρατικά ομόλογα (η Bridgewater Associates παραδέχθηκε απώλειες 20%, ενώ και πολλοί άλλοι ακολουθούν παρόμοιες στρατηγικές), ότι κρατικά επενδυτικά ταμεία πωλούν ομόλογα για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις για ρευστό από πλευράς κυβερνήσεων μετά την πτώση των τιμών του πετρελαίου και ότι η Κίνα πωλεί μέρος του «βουνού» αμερικανικού χρέους που διαθέτει, είτε επειδή χρειάζεται τη ρευστότητα είτε επειδή έχει κακόβουλο συμφέρον να τσακίσει την αμερικανική οικονομία.
Το πιο λογικό απ’ όλα, οι αποδόσεις των ομολόγων έφτασαν σε ιστορικά χαμηλά λόγω μιας επικών διαστάσεων συμπίεσης στην αγορά, οπότε δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν μια κάποια άνοδός τους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν την εσωτερική λογική τους. Ορισμένοι άνθρωποι μπορεί απλώς να αποκομίσουν κάποια κέρδη. Υπάρχουν όμως και χειρότερες εκδοχές.
Ο βασικός λόγος για την άνοδο των αποδόσεων ήταν οι τίτλοι των ειδήσεων. Την Τρίτη, η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, Federal Reserve, ανακοίνωσε ότι επανενεργοποιεί ένα πρόγραμμα της εποχής του 2008 για την υποστήριξη εμπορικών χρεογράφων τα οποία εκδίδουν εταιρείες – ουσιαστικά για να εξασφαλίσει ότι η έλλειψη βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης δεν θα αναγκάσει κάποια μεγάλη εταιρεία να αποτύχει να καταβάλει τους μισθούς των εργαζομένων της και να οδηγήσει έτσι την κρίση σε άλλα επίπεδα.
Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα ζητούσε τη συναίνεση του Κογκρέσου για ένα πακέτο δημοσιονομικών κινήτρων συνολικού όγκου 850 δισ. δολαρίων. Κατά περίεργη σύμπτωση, αυτό είναι σχεδόν το ακριβές ποσό που το Κογκρέσο είχε εγκρίνει το 2009, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου για την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας (American Recovery and Reinvestment Act).
Μέχρι το τέλος της ημέρας την Τρίτη, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ είχε ανεβάσει το ποσό στο 1,25 τρισ. δολάρια. (Πρώην μέλος του δ.σ. της Fed, ο Narayana Kocherlakota, πρότεινε μέσω της στήλης του στο Bloomberg Opinion τον διπλασιασμό αυτού του ποσού, στα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια).
Οδηγώντας τις αποδόσεις τόσο χαμηλά, η αγορά ομολόγων καλούσε πραγματικά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δανειστεί σαν να μην υπήρχε αύριο. Αυτό ακριβώς κάνει τώρα η κυβέρνηση και η υπερπροσφορά αναγκαστικά ασκεί ανοδική πίεση στις αποδόσεις.
Εντούτοις, εντείνοντας τη σύγχυση, αυτό δεν είχε ιδιαίτερη επίδραση στα τμήματα της αγοράς που λογικά επωφελούνται περισσότερο από μια τέτοια εξέλιξη. Οι μετοχές ανέκαμψαν σε έναν βαθμό την Τρίτη, χωρίς αυτό να αποτελεί έκπληξη μετά το μέγεθος της πτώσης τους τη Δευτέρα (σ.μ. και συνέχισαν την πτώση τους την Τετάρτη).
Ωστόσο, τα ομόλογα υψηλών αποδόσεων δεν βελτιώθηκαν παρά ελάχιστα, ενώ οι τράπεζες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να ακολουθήσουν την τάση της αγοράς. Πρέπει να γίνουν ακόμη πολύ περισσότερα για να μετριαστεί η πίεση στην αγορά των ομολόγων.
Η είδηση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μια αρκετά μικρότερη χώρα σε σχέση με τις ΗΠΑ, θα δαπανήσε 360 δισεκατομμύρια λίρες (που αντιστοιχούν σε περισσότερα από 435 δισεκατομμύρια δολάρια, ακόμη και μετά από μια τρομακτική πορεία για το βρετανικό νόμισμα), υποδηλώνει ότι το τελικό ποσό που θα πρέπει να δαπανήσουν οι ΗΠΑ θα πρέπει πραγματικά να είναι δυσθεώρητα μεγάλο.
Τι ακολουθεί;
Υποψιάζομαι ότι θα ακολουθήσουμε την πολιτική πεπατημένη του 2008. Τότε, και πάλι σε προεκλογική περίοδο προεδρικών εκλογών, και οι δύο υποψήφιοι έπρεπε να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις με τα μέλη του Κογκρέσου, ανησυχώντας βαθιά για την πιθανότητα εκλογής και επανεκλογής τους.
Το Troubled Asset Relief Program ή TARP, έπεσε θύμα μιας ανίερης συμμαχίας αριστερών και δεξιών (και οι δύο είχαν αντιρρήσεις από άποψη αρχής για τη χρήση ενός τόσο τεράστιου ποσού χρημάτων των φορολογουμένων υπέρ των τραπεζών). Όταν το πρόγραμμα καταψηφίστηκε, η χρηματιστηριακή αγορά βυθίστηκε στα «τάρταρα».
Τελικά πέρασε από το Κογκρέσο σχεδόν με το ζόρι, με πολλά «τυράκια» για να δωροδοκηθούν πολιτικά διάφοροι αμφίβολοι ως προς την ψήφο τους Αμερικανοί γερουσιαστές και βουλευτές. Το χρηματιστήριο συνέχισε να βυθίζεται ούτως ή άλλως και τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν τελείως διαφορετικά σε σχέση με τον σκοπό που είχε αρχικά διακηρυχθεί. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, το TARP αποδείχθηκε ένα επιτυχημένο πρόγραμμα του οποίου το κόστος για τους Αμερικανούς φορολογούμενους ήταν τελικά πολύ μικρό.
Προετοιμαστείτε για μια παρόμοια κατάσταση και αυτή τη φορά. Οι κεντρώες δυνάμεις στο Κογκρέσο έχουν υποχωρήσει ακόμη περισσότερο την τελευταία δεκαετία. Υπάρχουν τώρα πολλοί «ελευθεριάζοντες» (libertarians) της Δεξιάς δίπλα σε μια ολοένα και διευρυνόμενη ομάδα αυτοαποκαλούμενων «δημοκρατικών σοσιαλιστών» και είναι παραπάνω από βέβαιο ότι και οι δυο τους δεν θα έχουν καθόλου θετική στάση απέναντι σε ένα τέτοιο deal.
Ενώ ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ήταν ένας μάλλον δευτερεύων παράγοντας το 2008, ο Ντόναλντ Τραμπ προσθέτει σήμερα ένα επιπλέον στρώμα αβεβαιότητας στην κατάσταση. Και το εύρος της απάντησης που απαιτείται θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Η παροχή χρήματος απευθείας σε κάθε μεμονωμένο Αμερικανό πολίτη φαντάζει πιο πιθανή – μια τεράστια αλλαγή πολιτικού παραδείγματος. Τα «χρήματα από το ελικόπτερο» βρίσκονται ένα βήμα πριν να γίνουν επιτέλους πραγματικότητα.
Και ποιος ακριβώς θα έπρεπε να διασωθεί; Η σωτηρία των αεροπορικών εταιρειών θα είναι πολιτικά προβληματική, το ίδιο και εκείνη της Boeing. Υπάρχει ανάγκη να υποστηριχθεί η βιομηχανία του σχιστόλιθου, η οποία βυθίστηκε από ένα χτύπημα που δεν είχε σχεδόν σε τίποτα να κάνει με τον κορονοϊό. Η αιμοδότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσα από αυτό το χάος δεν θα είναι εξάλλου καθόλου πολιτικά πιο εύκολη σε σχέση με το 2008.
Το να επιτύχει κανείς να πείσει το Κογκρέσο να συμφωνήσει σε μέτρα που θα συμβιβάζουν όλα τα παραπάνω – και γρήγορα, ώστε ο πρόεδρος Τραμπ να βάλει την τελική του υπογραφή και να ενεργοποιήσει τη δέσμη μέτρων, θα αποτελέσει σίγουρα μια πρόκληση. Δεν θα δούμε μια ακριβή επανάληψη του 2008, αλλά πολλά θα μας είναι οικεία στη διαδικασία.
Το 2008, εξάλλου, παρέχει επίσης ένα πρότυπο για το τι μπορούμε να περιμένουμε από τις αγορές. Ο συνάδελφός μου Cameron Crise προχώρησε σε έναν παραλληλισμό – αναλογία με τα στάδια της θλίψης του Kubler-Ross:
Άρνηση:
η κλασική αρχική άρνηση να πιστέψετε ότι έχει αλλάξει το οτιδήποτε σε σχέση με τις τελευταίες 20 φορές που αγοράσατε επιτυχώς, εκμεταλλευόμενοι μια μικρή «βουτιά» της αγοράς
Θυμός:
Καθώς εντείνονται οι απώλειες, οι φράσεις όπως «αυτή η αγορά είναι τόσο ηλίθια» ακούγονται όλο και πιο συχνά
Πανικός:
η ρευστότητα εξατμίζεται, τα ασφάλιστρα κινδύνου και η αστάθεια αυξάνονται, ενώ ακόμη και τα πλέον συνηθισμένα trades θυσιάζονται στο όνομα της μείωσης των κινδύνων
Αντίδραση:
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσφέρουν μια απάντηση για την επίλυση των θεμελιωδών προβλημάτων και παρά τις αρχικές ελπίδες οι αγορές συνεχίζουν να βυθίζονται… αλλά χωρίς την έξαλλη μεταβλητότητα της προηγούμενης φάσης.
Παραίτηση:
Όταν κυριαρχεί η αίσθηση ότι η τρομακτική τάση θα συνεχιστεί για πάντα, τελικά εμφανίζεται στον ορίζοντα μια τάση αναστροφής (και όταν χαθεί κάθε ελπίδα, και η πιο αχνή καλή είδηση μπορεί να οδηγήσει σε κέρδη)
Ο Cameron λέει – και συμφωνώ μαζί του – ότι βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μεταξύ πανικού και αντίδρασης. Ακόμα κι αν τα νέα σχετικά με τον ιό συνεχίσουν να γίνονται χειρότερα, θα συνηθίσουμε σιγά σιγά τη νέα πραγματικότητα. Το 2008, η περίοδος κατά την οποία οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής έριχναν κάτι νέο στη μάχη με το πρόβλημα κάθε εβδομάδα, ενώ η αγορά έπεφτε και η μεταβλητότητα σταδιακά μειωνόταν διήρκεσε περίπου πέντε μήνες.
Μια επιτυχημένη απάντηση θα μπορούσε να συμβάλει στην μείωση της έκτασης αυτής της περιόδου στον χρόνο, ωστόσο υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας ότι δεν γνωρίζουμε πόσον καιρό θα διαρκέσουν τα μέτρα για την υγειονομική καταπολέμηση του ιού.
Η άποψη ακαδημαϊκών του Imperial College του Λονδίνου έχει δημιούργήσει τρόμο στο πολιτικό προσωπικό διεθνώς, καθώς οι πρώτοι εκτιμούν ότι η ανάγκη για απομάκρυνση των πολιτών από τις κοινωνικές και μαζικές δραστηριότητες μπορεί να χρειαστεί να διαρκέσει έως και για 18 μήνες.
Αυτή είναι λοιπόν η βασική μας υπόθεση. Αμερικανοί πολιτικοί να προκαλούν περισσότερες συγκινήσεις και διαρροές στις αγορές, οι οποίες τελικά αρχίζουν να βλέπουν κάποιο φως στο τούνελ, κάποια στιγμή αργότερα μέσα στο έτος. Ας ελπίσουμε ότι το σενάριο αυτό επιδέχεται βελτιώσεων.
Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη…
Οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακόμα πιο έκτακτου και επείγοντος χαρακτήρα. Στην περίπτωσή των Ευρωπαίων, η κρίση δημοσίου χρέους έχει επανέλθει στο προσκήνιο, μόνο που αυτή τη φορά το σενάριο έχει αλλάξει.
Η Γερμανία αντιτάχθηκε κατηγορηματικά σε οτιδήποτε που να θυμίζει ομόλογα διάσωσης, για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ωστόσο τώρα η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία εξακολουθεί να είναι στην εξουσία και προσπαθεί να πλοηγηθεί εντός της τρίτης μεγάλης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης της καριέρας της, είναι έτοιμη να υποστηρίξει τα «ευρωομόλογα κορονοϊού», με κοινό δανεισμό των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ευρωζώνη είναι ασταθής λόγω της «φούσκας» του τραπεζικού της συστήματος και λόγω της βαθιάς διαρθρωτικής αδυναμίας της να έχει μεν κοινή νομισματική πολιτική, αλλά ένα χάος διαφορετικών δημοσιονομικών πολιτικών.
Ο ιός (και η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ, η οποία καθιστά πολύ πιο εύκολη τη διαδικασία θέσπισης μιας νέας πολιτικής) φαίνεται να έχει επιφέρει τελικά μια ζωτικής σημασίας αλλαγή. Ωστόσο, εάν το Κογκρέσο των ΗΠΑ είναι μία φορά δυσλειτουργικό, δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με τη λειτουργία της Ευρωζώνης. Εκεί, όπως και στις ΗΠΑ, επενδυτές που μόλις πρόσφατα άρχισαν να μελετούν επιδημιολογία, θα πρέπει να ξεσκονίσουν ξανά τα εγχειρίδια των πολιτικών επιστημών.
Ένας λόγος να είναι κανείς χαρούμενος
Τέλος, θέλω να υπενθυμίσω σε όλους να διαβάσουν το βιβλίο Factfulness του Hans Rosling. Είναι ένα πολύ εύκολο και ιδιαίτερα αναζωογονητικό ανάγνωσμα. Γραμμένο από έναν από τους σημαντικότερους εμπειρογνώμονες στον τομέα της δημόσιας υγείας στον κόσμο, μάς θυμίζει ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι πολύ καλύτερος από ό,τι νομίζουμε.
Πολλοί από εμάς έχουμε πολύ περισσότερο χρόνο για ανάγνωση απ’ όσον θα χρειαζόμασταν ποτέ. Είναι ένα καλό βιβλίο για να διαβάσει κανείς ενώ διατηρεί την αναγκαστική του κοινωνική «απόσταση».
Του John Authers
Πηγή: Bloomberg Opinion