Η μετάβαση σε μια οικονομία που μειώνει ταχύτατα ώς την εξαφάνισή της την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων απαιτεί έναν λεπτομερή σχεδιασμό που να προβλέπει συγχρόνως την ανάπτυξη νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων, την αλλαγή του χάρτη επαγγελμάτων και ειδικοτήτων, την υποστήριξη από δημόσιους φορείς αυτών των αλλαγών. Είναι πολύ ανησυχητικό και επικίνδυνο το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ούτε καν σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση από την πλευρά του πολιτικού κόσμου ή των επιστημονικών ιδρυμάτων.
Οπως δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, η Δυτική Μακεδονία κινδυνεύει να γνωρίσει μια κοινωνική και οικονομική καταστροφή, η οποία θα οφείλεται στην έλλειψη ενός πραγματικού σχεδίου για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή και στην επιτάχυνση μιας απρογραμμάτιστης μετάβασης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο στόχος της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων ώς το 2050 που ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβλέπει τη δημιουργία ενός «ταμείου δίκαιης μετάβασης» το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με 7,5 δισ. ευρώ από την Ε.Ε., που αναμένεται να συνδυαστούν με πρόσθετες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, απροσδιόριστες προς το παρόν. Πρόκειται για ένα ελάχιστο ποσό που θα προστεθεί σε εθνικές πρωτοβουλίες οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν σχεδιαστεί.
Οπως αναφέρει ο Στέλιος Κούλογλου, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε πρόσφατα στον ΟΗΕ ότι στην Ελλάδα η πλήρης «απολιγνιτοποίηση» θα ολοκληρωθεί ώς το 2028, ενώ ο Ελληνας υπουργός Ενέργειας ανακοίνωσε το κλείσιμο των μονάδων Αμύνταιου, Καρδιάς και Αγίου Δημητρίου ώς το 2023. Η πρόθεση της κυβέρνησης δεν είναι προς το παρόν η κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, αλλά η δημιουργία ενός χώρου για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών από ιδιωτικές επενδύσεις και πάλι με (άλλου είδους) ορυκτά καύσιμα.
Η εξάρτηση της οικονομίας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (αλλά και της Πελοποννήσου σε μικρότερο βαθμό) από τις δραστηριότητες της ΔΕΗ είναι εντυπωσιακή, καθώς καλύπτουν το 50% του περιφερειακού ΑΕΠ. Πρόκειται για μια κατάσταση που οφείλεται στο γεγονός ότι η κυριαρχία της παραγωγής ηλεκτρισμού είχε ως αποτέλεσμα να παραμεληθούν πολλές αγροτικές και μεταποιητικές δραστηριότητες.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έγιναν προσπάθειες να αξιοποιηθούν οι ανάγκες της ΔΕΗ σε «δορυφορική επιχειρηματικότητα», για να αναπτυχθούν οι κατάλληλες μεταποιητικές βιομηχανίες στον κλάδο κυρίως του μετάλλου και των μηχανημάτων. Αυτές οι προσπάθειες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Κατά τη διάρκεια του Περιφερειακού Αναπτυξιακού Συνεδρίου, τον Ιούνιο του 2017, συζητήθηκε και πάλι αυτό το θέμα, που επεκτάθηκε ώς τη δυνατότητα παραγωγής εξοπλισμού και για την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Στο συνέδριο αυτό διαπιστώθηκε και πάλι το έλλειμμα παραγωγικών δραστηριοτήτων στον αγροτικό τομέα και στη μεταποίηση γενικώς, όπως και στον τουρισμό (με απεύθυνση κυρίως στα Βαλκάνια και στη Ρωσία) και στην αμφιλεγόμενη γούνα στην Καστοριά. Συζητήθηκαν και ειδικά θέματα όπως η ανάπτυξη της βιομάζας, για την αντικατάσταση της τηλεθέρμανσης που συνδέεται με τις μονάδες της ΔΕΗ, αλλά και η αξιοποίηση του σιδηροδρόμου για το άνοιγμα προς τα Βαλκάνια, η αποτελεσματική διαχείριση των αρδευτικών έργων και ο κατάλληλος εξοπλισμός και οργάνωση των ΒΙΠΕ (Βιομηχανικών Περιοχών).
Στο συνέδριο αυτό αναγνωρίστηκε η ανάγκη ενός περιφερειακού σχεδιασμού που δεν συνδέεται μόνο με την εξέλιξη προς τη μεταλιγνιτική εποχή, αλλά και με την κάλυψη των ελλείψεων που προέρχονται από την όλη πορεία ανάπτυξης της περιφέρειας.
Η Δυτική Μακεδονία θα αποτελέσει επομένως μια μεγάλη (και την πρώτη κατά πάσα πιθανότητα) δοκιμασία για το πώς η στρατηγική για τη συγκράτηση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα είναι επιλογή που πρέπει να συνδυαστεί με την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που αναπαράγει το σύστημα της εξυπηρέτησης μεμονωμένων επιχειρηματιών, με βάση τις γνωστές μεθόδους του μεταπολεμικού πελατειακού μοντέλου, θα χάσει τον έλεγχο γιατί δεν έχει ούτε εργαλεία για να αντιμετωπίσει με ολοκληρωμένο τρόπο την αναγκαία μετάβαση του οικονομικού συστήματος, ούτε τέτοια πρόθεση. Αυτή η μετάβαση απαιτεί αποφάσεις και μεθόδους που ξεκινούν από την κατοχύρωση του δημόσιου συμφέροντος και αξιοποιούν θεσμούς που το υπερασπίζονται.
Η Αριστερά είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να κατανοήσει ότι είναι αναγκαίος ένας νέου τύπου σχεδιασμός για την ένταξη καθοριστικών περιβαλλοντικών στόχων στη διαδικασία της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της εξασφάλισης κοινωνικής δικαιοσύνης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς έκανε μικρά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει τώρα να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα άλμα.
Το παράδειγμα της Δυτικής Μακεδονίας δείχνει ότι η επιδίωξη της Αριστεράς δεν μπορεί πλέον να είναι η βελτίωση των δεικτών μιας εξελισσόμενης ανάπτυξης, αλλά η δυνατότητα, προς όφελος των πολλών, να αποφευχθεί μια κατάρρευση που θα εκτινάξει τις ανισότητες και τα προβλήματα σχετικά με τις συνθήκες ζωής των πολλών.
* Ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν είναι οικονομολόγος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών