Της Νένας Μαλλιάρα
Σημαντική αναμένεται τα επόμενα χρόνια η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού επιχειρείν στην Ελλάδα, με περίπου 5 εκατομμύρια Έλληνες να αγοράζουν online προϊόντα και υπηρεσίες αξίας άνω των 7 δισ. ευρώ. Το ηλεκτρονικό εμπόριο Β-C στην Ελλάδα αναμένεται να ξεπεράσει το όριο των 5 δισ. ευρώ, αφού μόνο περίπου το 40% του πληθυσμού πραγματοποιεί ηλεκτρονικές αγορές, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά σε ώριμες online ευρωπαϊκές αγορές ξεπερνούν το 70%-75%. Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα θα έχει ουσιαστικά οφέλη για καταναλωτές, εταιρείες με ψηφιακό κανάλι δραστηριότητας, δημόσια διοίκηση μέσω πάταξης της φοροδιαφυγής και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τις παραπάνω εκτιμήσεις διατυπώνουν σε μελέτη τους για το ηλεκτρονικό εμπόριο o καθηγητής Ηλεκτρονικού Επιχειρείν στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτής-διευθυντής του Εργαστηρίου ELTRUN, Γεώργιος Ι. Δουκίδης, και η Δρ. Κατερίνα Φραϊδάκη, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτρονικού Εμπορίου-GRECA. Η μελέτη δίνει σημαντικά στοιχεία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, τη σημασία, τις προοπτικές του και την αναγκαία εθνική στρατηγική, ξεκινώντας από το γεγονός ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αξία του παγκόσμιου ηλεκτρονικού εμπορίου B-C ξεπερνά τα 2,8 τρισ. δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 5 τρισ. δολ. το 2021. Αναφορικά με την Ελλάδα, από τη μελέτη συνάγονται οι εξής διαπιστώσεις:
-Η δεκαετία 2000-2019 χαρακτηρίσθηκε από την άνοδο της χρήσης του Internet, με επακόλουθο, περίπου 4 εκατ. Έλληνες να αγοράζουν ετησίως online προϊόντα και υπηρεσίες. Η χρήση του διαδικτύου για εύρεση και σύγκριση προϊόντων/υπηρεσιών είναι καθολική, αφού περισσότεροι από 5 εκατ. unique users χρησιμοποιούν μηνιαίως τους σχετικούς service providers. Κυρίως λόγω των capital controls, το διαδίκτυο έγινε το κύριο κανάλι τραπεζικής (e-banking) από το 50% του πληθυσμού.
-Περισσότερες από 10.000 εταιρείες (τα 2/3 αυτών μεσαίες ή μεγάλες και το 1/3 μικρές δυναμικές εταιρείες με κύριο κανάλι πώλησης το ψηφιακό) έχουν πλέον ψηφιακό κανάλι προώθησης, ενώ υπάρχουν βέλτιστες πρακτικές στον χώρο του τουρισμού, ασφαλειών, υπηρεσιών mCommerce, ολοκληρωμένων λύσεων SCM κ.λπ. Η περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών ψηφιακών επιχειρήσεων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το 85% των online αγοραστών πραγματοποιεί πλέον πάνω από το 80% των online αγορών του από ελληνικά ηλεκτρονικά καταστήματα.
-Περισσότερες από 5.000 ελληνικές επιχειρήσεις κάνουν πλέον τις προμήθειες/αγορές τους ηλεκτρονικά, ενώ τουλάχιστον 20.000 ελληνικές επιχειρήσεις ήδη διακινούν ετησίως πάνω από 25 εκατομμύρια B-B τιμολόγια ηλεκτρονικά (από τα 250 εκατ. που εκδίδονται σε ετήσια βάση). Μάλιστα, 1.000 εξ αυτών των εταιρειών, λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, παίζουν έναν ρόλο “κόμβου”, εμπλέκοντας προμηθευτές και πελάτες τους στα αρχικά στάδια του οργανωμένου Β-Β ηλεκτρονικού επιχειρείν.
-Βάσει απόφασης της ΑΑΔΕ, η ηλεκτρονική τιμολόγηση είναι υποχρεωτική από 1/1/2020 για όλες τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς στόχος της Πολιτείας είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω εικονικών πλαστών τιμολογίων, καθώς και οι στοχευμένοι φορολογικοί έλεγχοι. Υπολογίζεται ότι η καθολική υιοθέτηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μπορεί να εξοικονομήσει 1-1,5 δισ. ευρώ ετησίως για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Άρα είναι ένα αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο της εθνικής προσπάθειας αύξησης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Το πιο σημαντικό, όμως, όφελος από την ηλεκτρονική τιμολόγηση για τη χώρα μας είναι η μείωση τη φοροδιαφυγής μέσω της αυτοματοποίησης των φορολογικών ελέγχων. Αντίστοιχη πρωτοβουλία που εφαρμόστηκε στην Πορτογαλία είχε ως αποτέλεσμα αύξηση της είσπραξης ΦΠΑ κατά 780 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο. Για την Ελλάδα, εκτιμάται ότι, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική εγκατάσταση τερματικών POS στα κύρια σημεία συναλλαγών, σε δύο χρόνια μπορεί να επιτευχθεί αύξηση είσπραξης ΦΠΑ τουλάχιστον κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως.