Σε θέματα οικονομίας είθισται οι βαλκανικές χώρες να χρησιμοποιούνται στο λόγο μας ως παραδείγματα προς αποφυγή και εξομοίωσης κατάντιας για την πτώση του βιοτικού επιπέδου την περίοδο των μνημονίων.
Κι όμως, υπάρχει μια βαλκανική χώρα που σήμερα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα, διαγράφοντας πολύ μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και θεμελιώνοντας σε υγιή πρότυπα την ανάκαμψη της οικονομίας της.
Η Ρουμανία έχει καταφέρει μέσα σε τέσσερα – πέντε χρόνια να εκτοξεύει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της, μειώνοντας στο ελάχιστο την ανεργία και αυξάνοντας κατακόρυφα τους μισθούς.
Το κλειδί ήταν η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και η τεράστια ώθηση που έδωσε στο ντόπιο επιχειρείν η θέσπιση του νόμου για πολύ χαμηλή φορολόγηση. Ο φόρος για τις εταιρίες είναι 16% επί των κερδών και 1% επί του τζίρου για τζίρο ως 1.000.000 ευρώ αν έχουν υπάλληλο (το ποσοστό αυξάνεται σε 3% για επιχειρήσεις χωρίς υπάλληλο). Στην Ελλάδα ο φόρος επί των κερδών για κέρδη άνω των 40.001 ευρώ είναι 44% και από 1 έως 10.000 ευρώ στο 9%! Επιπλέον, η προκαταβολή φόρου είναι άγνωστη έννοια (όπως άγνωστη είναι και η εισφορά αλληλεγγύης), ενώ η ασφάλιση μετόχου προαιρετική.
Σε ότι αφορά την ατομική φορολόγηση, είναι στο 10% ανεξαρτήτως εισοδημάτων, κάτι που ευνοεί την πάταξη της φοροδιαφυγής αφού δεν έχουν λόγο να κρύβουν εισοδήματα αυτοί που βγάζουν πολλά.
Ο βασικός συντελεστής του ΦΠΑ είναι 19%, στα τρόφιμα και σε κάθε τομέα της γεωργίας είναι όμως 9%, ενώ στην εστίαση και στα βιολογικά προϊόντα στο 5%. Πολύ χαμηλά είναι εξάλλου και ο φόρος ακινήτων.
Όταν το Δεκέμβρη του 2016 ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας οι σοσιαλιστές υποσχέθηκαν να αυξηθεί το ΑΕΠ της χώρας από τα 160 δισ. ευρώ το 2016 στα 220 δισ. το 2020. Ο στόχος επετεύχθη το 2019 και η πρόβλεψη για το 2020 είναι ότι θα φτάσει στα 235 – 237 δισ. ευρώ. Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης δεν είναι ο προσδοκώμενος τη νέα χρονιά – κάτι απόλυτα φυσιολογικό βέβαια για μια χώρα που το 2017 ξεπέρασε το 7% πρωτοστατώντας σε παγκόσμιο επίπεδο σε αυτόν τον τομέα (!) – αλλά και πάλι θα αγγίξει το 3%.
Το δημόσιο χρέος της Ρουμανίας είναι περίπου στο 35% του ΑΕΠ (όταν στην Ελλάδα είναι στο 181%), ενώ τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας αντιστοιχούν περίπου στο 20% του ΑΕΠ και πάνω από το 50% των δανείων της χώρας.
Η ανάπτυξη αυτή αντικατοπτρίστηκε με εμφατικό τρόπο στην κοινωνία. Εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια και εντάχθηκαν στη μεσαία τάξη. Η ανεργία στις μεγάλες πόλεις είναι κάτω από 3%, ενώ το 2020 ο μέσος μισθός θα φτάσει τα 700 ευρώ το μήνα, περίπου 50% μεγαλύτερος από ότι ήταν πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια. Το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα αναμένεται να ξεπεράσει τα 12.350 ευρώ / κάτοικο, αλλά στο Βουκουρέστι θα πλησιάσει τα 30.000 ευρώ και σε αρκετές άλλες μεγάλες πόλεις θα υπερβεί τα 20.000 ευρώ / κάτοικο.
Σύμφωνα με τη Eurostat η μεγαλούπολη της Ρουμανίας έχει ξεπεράσει αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σε βιοτικό επίπεδο. Και όλα αυτά σε μια χώρα που πριν από 15 χρόνια το 95 – 98% των κατοίκων της ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας ή ανέχειας. Σήμερα περίπου το 40% ζει με εισόδημα τουλάχιστον 1.000 – 1.500 ευρώ, καθώς υπάρχουν πια πολλές καλοπληρωμένες θέσεις στο δημόσιο (ιδίως στην Υγεία) και τον ιδιωτικό τομέα.
Και φυσικά, εξίσου σημαντικό είναι ότι το κόστος ζωής είναι περίπου στο -30% σε σχέση με την Ελλάδα (με εξαίρεση τα ενοίκια), αν ληφθεί υπόψιν και η φορολόγηση. Επιπλέον τα περιθώρια ανάπτυξης παραμένουν μεγάλα, καθώς τα ευρωπαϊκά κονδύλια μόλις άρχισαν να απορροφούνται και έχουν μεγάλο δρόμο να διανύσουν.
Οι Ρουμάνοι κατάλαβαν πολύ καλά ότι ο δρόμος για την ανάπτυξη περνάει μέσα από τη θέσπιση κινήτρων για την ιδιωτική πρωτοβουλία, ήτοι την πολύ χαμηλή φορολογία και την υποδειγματική απλοποίηση των διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης. Το μόνο μελανό σημείο σε όλα αυτά είναι ότι η απότομη ανάπτυξη έφερε και υπερκατανάλωση, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι Ρουμάνοι αναλυτές να φοβούνται πλέον το ενδεχόμενο να υπερτιμήσει η χώρα τις ικανότητές της, ακολουθώντας το παράδειγμα προς… αποφυγή της Ελλάδας.