Ο Άδωνις Γεωργιάδης προαναγγέλλει «επενδυτική έκρηξη», οι δημοσκοπήσεις διαπιστώνουν γενική και… διάχυτη αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης (ξανα) υπόσχεται μειώσεις φόρων, εισφορών και χαρατσιών όταν επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των πλεονασμάτων.
Ο μόνος που μοιάζει απών από το κάδρο της κυβερνητικής ευφορίας για την οικονομία είναι ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών. Και τούτο διότι ο Χρήστος Σταϊκούρας γνωρίζει από πρώτο χέρι πια – μετά και τις κατ΄ιδίαν συναντήσεις τους με τους εκπροσώπους των θεσμών την περασμένη εβδομάδα – πως ούτε επενδυτικό πάρτι υπάρχει, ούτε δεδομένος δημοσιονομικός χώρος για την υλοποίηση των νέων πρωθυπουργικών υποσχέσεων.
Τα μόνα δεδομένα που υπάρχουν είναι τα τέσσερα αιτήματα που, και εγγράφως πια, έχει θέσει η ελληνική πλευρά προκειμένου να βρεθεί ο συγκεκριμένος, ή τουλάχιστον μέρος του αναγκαίου δημοσιονομικού χώρου για να υπάρξουν κάποιες φορολογικές ελαφρύνσεις το 2021.
Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, τα αιτήματα που υποβλήθηκαν από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών είναι η αλλαγή χρήσης κερδών από ομόλογα των προγραμμάτων ANFAs και SMPs, η καθιέρωση «γέφυρας» πλεονασμάτων – δηλαδή η μεταφορά και αξιοποίηση μέρους του πλεονάσματος από το ένα οικονομικό έτος στο επόμενο -, η εξαίρεση των κονδυλίων που αφορούν στις μεταναστευτικές ροές από τον υπολογισμό του πλεονάσματος και, βεβαίως, η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 από το 3,5% στο 2-2,5% του ΑΕΠ.
Η ικανοποίηση, είτε μέρους είτε όλων, των αιτημάτων αυτών είναι προϋπόθεση για να ικανοποιηθεί έστω και το ελάχιστο των νέων πρωθυπουργικών υποσχέσεων.
Τα μηνύματα όμως από τους εταίρους, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, όπως τα εισέπραξε ευθέως και ο ίδιος ο κ. Σταϊκούρας δεν είναι ενθαρρυντικά.
Η πρώτη γκρίζα ζώνη την οποία, κατά τις πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, εντόπισαν οι εκπρόσωποι των θεσμών είναι αυτό καθαυτό το «βαρύ πυροβολικό» στο οποίο πόνταρε η κυβέρνηση – η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Μέχρι στιγμής, το ταμείο είναι ανύπαρκτο, οι θεσμοί επεσήμαναν στις εδώ επαφές τους πως οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης παρά την έξοδο από τα Μνημόνια εξακολουθούν να μην δίνουν επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, και η βασική αιτία που εντοπίζουν γι αυτή την εικόνα είναι η αδυναμία που συνεχίζει να καταγράφεται στην οριστική επίλυση του ζητήματος των κόκκινων δανείων. «Οι τράπεζες παραμένουν… κενά ταμεία και αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομική επανεκκίνηση», είναι το χαρακτηριστικό συμπέρασμα που κατατέθηκε στο οικονομικό επιτελείο από εκπροσώπους των δανειστών, μαζί με την διαπίστωση πως το σχέδιο «Ηρακλής» δε επαρκεί.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκπρόσωποι των θεσμών επιμένουν στην ανάγκη άμεσης διεύρυνσης των πλειστηριασμών και σε πρώτες κατοικίες χωρίς κανένα πλέγμα προστασίας, ενώ ταυτόχρονα βάζουν στο τραπέζι και ζήτημα επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων προς βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Η δεύτερη γκρίζα ζώνη αφορά την αξιοπιστία των προβλέψεων της κυβέρνησης για τον ρυθμό ανάπτυξης. Και εκεί οι θεσμοί εξακολουθούν να διατηρούν ισχυρές επιφυλάξεις ζητώντας ισχυρότερα δείγματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – μεταρρυθμίσεων, που κατά πάγια πρακτική έχουν να κάνουν με την ευελιξία στην αγορά εργασίας και ριζικές κινήσεις στο ασφαλιστικό.
Ενδεικτικό της δυσπιστίας που υπάρχει ακόμη και απέναντι σε μια κυβέρνηση νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού είναι το γεγονός ότι οι «σκληροί» της ευρωζώνης, με πρώτη την Γερμανία, απαιτούν από την ελληνική πλευρά να μην προχωρήσει στην πλήρη αποπληρωμή και των τελευταίων δανείων του ΔΝΤ προκειμένου το Ταμείο να παραμείνει, έστω και σε σκιώδη ρόλο, εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα της μεταμνμηνονιακής εποπτείας.
Το αίτημα, όπως προκύπτει από αξιόπιστες πηγές στις Βρυξέλλες, έχει γίνει αποδεκτό από την Αθήνα, όπου πλην των άλλων κάποιοι στην κυβέρνηση βλέπουν στην παρουσία του Ταμείου κι ένα ευπρόσδεκτο άλλοθι για την εφαρμογή σκληρής πολιτικής στα εργασιακά και το ασφαλιστικό.
Τούτων δοθέντων όμως, γίνεται προφανές πως όλα τα αιτήματα της ελληνικής πλευράς δεν έχουν προοπτική άμεσης ικανοποίησης. Το χρονοδιάγραμμα που έχει μπει στο τραπέζι προβλέπει ότι θα παρακολουθούνται στενά οι κινήσεις της Αθήνας στο πεδίο των πλειστηριασμών, των ιδιωτικοποιήσεων και των αναπτυξιακών κινήτρων και καμία αποδέσμευση δημοσιονομικού χώρου δεν θα υπάρξει πριν αξιολογηθούν τον Απρίλιο τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου για την πορεία του προϋπολογισμού. Τότε θα κριθεί και η τύχη της υπόσχεσης Μητσοτάκη για μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης από το 2020, ενώ σε ό,τι αφορά το δομικό αίτημα της μείωσης των στόχων για τα πλεονάσματα καμία ουσιαστική συζήτηση δεν αναμένεται να γίνει πριν από το Eurogroup του Ιουνίου.