Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν συσσωρεύσει σήμερα 55 τρισ. δολάρια χρέους, το μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία, υπογραμμίζει η Παγκόσμια Τράπεζα στην τελευταία της έκθεση για τα παγκόσμια κύματα χρέους, τις αιτίες και τις συνέπειές τους (Global Waves of Debt: Causes and Consequences).
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η παρούσα εκτίναξη του χρέους λαμβάνει χώρα σε συνθήκες μειωμένης επέκτασης εν σχέσει με την περίοδο πριν από την κρίση του 2007-2008. Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες αυξάνονται βραδύτερα από ό,τι στο παρελθόν, το χρέος τους όμως αυξάνει πιο γρήγορα.
Από το 2010, το χρέος των αναπτυσσόμενων οικονομιών αυξήθηκε περίπου κατά 54%, φτάνοντας το 170% του ΑΕΠ τους, με το μέγεθος και την ταχύτητα συσσώρευσης χρέους να συνιστούν αιτία ανησυχίας, σύμφωνα με την Τράπεζα, που υπογραμμίζει ότι η απότομη αύξηση του χρέους αυτών των οικονομιών όχι μόνο δεν οδήγησε σε μεγαλύτερη μεγέθυνση ή προοπτικές μεγαλύτερης μεγέθυνσης των οικονομιών τους, αλλά οδήγησε και σε συσσώρευση άλλων τρωτών σημείων, όπως η αύξηση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και μια πιο επικίνδυνη δομή χρέους.
Τέσσερα «κύματα χρέους»
Προλογίζοντας τη μελέτη, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας David Malpass παρατηρεί ότι τα «κύματα χρέους» υπήρξαν μείζον χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας τον τελευταίο μισό αιώνα. Τέσσερα τέτοια κύματα σημειώθηκαν στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες μετά το 1970. Τα τρία από τα τέσσερα κατέληξαν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις, την κρίση χρέους στη Λατινική Αμερική, κατά τη δεκαετία του 1980, την ασιατική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1990 και την παγκόσμια κρίση του 2007-2009.
Το τέταρτο κύμα, υπογραμμίζει ο Malpass, άρχισε το 2010 και έφτασε τα 55 τρισ. δολάρια χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες στα τέλη του 2018, με τη μορφή του χρέους να καθίσταται πιο επικίνδυνη.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα κύματα, που ήταν σε μεγάλο βαθμό περιφερειακά στη φύση τους, το τωρινό, τέταρτο κύμα, είναι διασπαρμένο, με το συνολικό χρέος να αυξάνει στα τέσσερα πέμπτα των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, με αύξηση που είναι πάνω από 20% σε πάνω από το ένα τρίτο αυτών των οικονομιών.
H έκθεση υπογραμμίζει ότι, σε μια σειρά δείκτες, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι σήμερα σε χειρότερη μοίρα απ΄ ό,τι ήταν πριν την παγκόσμια κρίση. Τα τρία τέταρτα διακρίνονται για ελλείμματα προϋπολογισμού και χρέος επιχειρήσεων σε ξένο συνάλλαγμα, ενώ τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών είναι τέσσερις φορές πιο μεγάλα από το 2007.
Αυτό σημαίνει, τονίζει η έκθεση, ότι παρά τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια το παρόν επίπεδο συσσώρευσης χρέους «μπορεί να κορυφωθεί σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις».
Το κινεζικό πρόβλημα
Η μεγαλύτερη αύξηση χρέους σημειώνεται στην Κίνα, με το χρέος να αυξάνει κατά 72 ποσοστιαίες μονάδες μετά το 2010, φτάνοντας το 255% του ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση οφείλεται στη λήψη μέτρων που αποσκοπούσαν να διατηρήσουν τη μεγέθυνση μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και ύφεση. Η κυβέρνηση προσπαθεί να κυριαρχήσει στη συσσώρευση χρέους και να συνεχίσει τη μεγέθυνση, ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται με τον μικρότερο ρυθμό που έχει σημειωθεί τα τελευταία 3 χρόνια.
Προβλήματα εμφανίζονται με τον δανεισμό των τοπικών αρχών στην Κίνα. Ένας εξωτερικός σύμβουλος της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, σε συνέντευξή του στο Bloomberg, ζήτησε μέτρα αποφυγής των συστημικών κινδύνων που μπορούν να προκύψουν αν χρεοκοπήσουν πλατφόρμες δανεισμού τοπικών κυβερνήσεων. Οι τοπικές κυβερνήσεις παίζουν ζωτικό ρόλο στη μεγέθυνση της κινεζικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό χρέος στην Κίνα, αυξήθηκε κατά περισσότερο από 60 ποσοστιαίες επί του ΑΕΠ μονάδες κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια. Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, η στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στη πίστωση άνοδος δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση στην παραγωγικότητα, αλλά από λιγότερο αποτελεσματική χρήση της πίστωσης. Σύμφωνα με το ΔΝΤ 15,5 % όλων των δανείων εμπορικών τραπεζών σε κινεζικές επιχειρήσεις είναι επικίνδυνα.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τους τελευταίους μήνες σε μια σειρά χρεοκοπιών ή σχεδόν χρεοκοπιών έξι επιχειρήσεων, για χρέη 9,7 δισ. δολαρίων, στην επαρχία Σαντόνγκ, την τρίτη πιο πλούσια στην Κίνα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ