Οι γνώστες επί των διεθνών οικονομικών έχουν μείνει ακόμη μια φορά με ανοικτό το στόμα – και όχι με την κολακευτική έννοια της έκφρασης – με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα τα οποία η κυβέρνηση της Γερμανίας συνεχίζει να επιδιώκει και να επιτυγχάνει, την ώρα που θα έπρεπε να τονώνει την οικονομία με φορολογικές περικοπές και υψηλότερες δημόσιες δαπάνες.
Το πλεόνασμα το οποίο ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα για το 2019, στα 13,5 δισεκατομμύρια ευρώ (15 δισεκατομμύρια δολάρια), είναι το πέμπτο συναπτό και το μεγαλύτερο όλων των εποχών.
Πολλοί Γερμανοί εξακολουθούν να θεωρούν τους αριθμούς αυτούς ως σημάδια οικονομικής αρετής και «ρώμης», καθώς συνεχίζεται έτσι η μείωση του δημόσιου χρέους, την ώρα που η απασχόληση κινείται σε υψηλότατα επίπεδα. Αλίμονο, όμως, αυτοί οι θετικοί δείκτες είναι πιθανόν να μεταφραστούν σε καθυστέρηση και όχι σε δυναμική για το μέλλον. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ασυνήθιστη εποχή πλησιάζει στο τέλος της: πρόκειται για εκείνη που περιγράφηκε από τον Bert Ruerup, έναν από τους κορυφαίους οικονομολόγους της Γερμανίας, ως ένα «δεύτερο οικονομικό θαύμα». (Το πρώτο ήταν το μακροχρόνιο «ράλι» της Δυτικής Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Πού βασίστηκε το γερμανικό οικονομικό «θαύμα»
Τα τελευταία 15 χρόνια – κάπως συμπτωματικά, περίοδος σχεδόν ταυτόσημη με τη «μονοκρατορία» της Angela Merkel στην Καγκελαρία – η Γερμανία μετατράπηκε από τον «ασθενή της Ευρώπης» σε εξαγωγική «υπερδύναμη» της ηπείρου και σε κινητήρια δύναμη ανάπτυξής της. Τα επόμενα 15 χρόνια, η Γερμανία δεν είναι απαραίτητο ότι θα αναγκαστεί να νοσήσει εκ νέου. Ωστόσο, όπως το θέτει ο Ruerup, θα μπορούσε απλώς να «γκριζάρει» οικονομικά, με πενιχρά επίπεδα ανάπτυξης επ’ αόριστον.
Οι βάσεις του οικονομικού «θαύματος» τέθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των εργασιακών και του κράτους πρόνοιας που θέσπισε ο προκάτοχος της Μέρκελ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, οι οποίες και άσκησαν μεγαλύτερη πίεση στους άνεργους να αναζητήσουν δουλειά. Περιελάμβαναν τον ταυτόχρονο αυτοπεριορισμό που επέδειξαν τα εργατικά συνδικάτα της Γερμανίας στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, γεγονός που μείωσε το μισθολογικό κόστος της χώρας συγκριτικά με τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Εάν η Γερμανία είχε το δικό της νόμισμα, θα είχε ανατιμηθεί προς τα πάνω. Ωστόσο, με το ευρώ, η Γερμανία στην πραγματικότητα προχώρησε σε «υποτίμηση».
Αυτό ευνόησε τους κλάδους που εξήγαν προϊόντα «Made in Germany»: χημικές βιομηχανίες, εταιρείες παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού και φυσικά βιομηχανίες κομψότατων αυτοκινήτων. Η Κίνα απορροφούσε με δίψα γερμανικά αγαθά, όπως έκανε και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη.
Η Γερμανία ήταν από τις χώρες εκείνες που επωφελήθηκαν ιδιαίτερα όχι μόνο από την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, αλλά και από την παγκοσμιοποίηση. Μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικών οικονομιών, είναι η πλέον ανοικτή στον υπόλοιπο κόσμο. Το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών της ισούτο κατά μέσο όρο με το 90% του ΑΕΠ της Γερμανίας τα τελευταία 25 χρόνια. Συγκριτικά, ο λόγος αυτός κυμαίνεται μόλις στο 60% για το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, στο 37% για την Κίνα και στο 27% για τις ΗΠΑ.
Αυτό το θετικό στοιχείο, ωστόσο, φέρνει τώρα τη χώρα σε ευάλωτη θέση, καθώς η εποχή της παγκοσμιοποίησης δίνει τη θέση της στον προστατευτισμό και στον οικονομικό εθνικισμό. Η Γερμανία θα υποφέρει πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες, μεγάλες οικονομίες από τους σημερινούς και τους επερχόμενους εμπορικούς πολέμους, είτε μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η αναδυόμενη τοπογραφία των νέων δασμολογικών και άλλων εμποδίων έχει ήδη αναγκάσει τις εταιρείες να επανασχεδιάσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού τους, με πολλές να εγκαταλείπουν τη Γερμανία για άλλες «πολιτείες», συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Μεταξύ των βιομηχανικών κλάδων που βιώνουν ιδιαίτερα αυτές τις αναταραχές περιλαμβάνονται και οι ναυαρχίδες στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων και μηχανημάτων. Και οι δύο τομείς μειώνουν την παραγωγή τους. Ακόμη και χωρίς περισσότερους εμπορικούς πολέμους, οι εταιρείες παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού της Γερμανίας, συχνά οικογενειακές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (Mittelstand, όπως ονομάζονται στις γερμανόφωνες χώρες και περιοχές της Ευρώπης), που θεωρούν τους εαυτούς τους «κρυμμένα διαμάντια», αντιμετωπίζουν πολύ σκληρότερο ανταγωνισμό από τους Κινέζους ομολόγους τους, οι οποίοι βελτίωσαν την ποιότητα τους πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι αύξησαν το κόστος τους.
Η φήμη της αυτοκινητοβιομηχανίας είχε ήδη πληγεί από την απάτη στις μετρήσεις εκπομπών ρύπων των κινητήρων ντίζελ, που αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά το 2015, αποτελώντας έτσι ένα σύμβολο του ξεπερασμένου από τις εξελίξεις «πονταρίσματος» της Γερμανίας στους κινητήρες εσωτερικής καύσης και στα «βρώμικα» καύσιμα. Προς το παρόν, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και εταιρείες που τις προμηθεύουν με εξαρτήματα μπορεί να εξακολουθούν να είναι κερδοφόρες. Ωστόσο εισέρχονται σε μια φάση ιστορικής μεταμόρφωσης, ευθέως ανάλογη με εκείνη της μουσικής βιομηχανίας από την εποχή του CD σε εκείνη του Spotify.
Η ηλεκτροκίνηση και η γήρανση του πληθυσμού
Τα ακριβά αυτοκίνητα που ανήκουν και αποτελούν μέσα διασκέδασης για ευκατάστατα μέλη της κοινωνίας και κινούνται με καύσιμα που προέρχονται από «νεκρά» εδώ και εκατομμύρια χρόνια φυτά, θα δώσουν σταδιακά τη θέση τους σε ηλεκτρικά οχήματα, τα οποία θα μπορούν να αυτο-οδηγούνται και να γίνονται αντικείμενα διαμοιρασμού από επιβάτες που θα ενδιαφέρονται περισσότερο για την εύρυθμη λειτουργία και την τιμή παρά για την ιπποδύναμη. Το ποιοι θα επικρατήσουν σε αυτόν τον μελλοντικά κυρίαρχο κλάδο δεν είναι ακόμη γνωστοί. Ωστόσο οι γερμανικοί κολοσσοί της αυτοκινητοβιομηχανίας πιθανότατα θα δουν την πορεία τους να διαταράσσεται, ακριβώς όπως έχει περιγράψει εδώ και καιρό ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Clay Christensen.
Ακόμα κι αν η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, θα βρεθεί να απασχολεί πολύ λιγότερους εργαζόμενους. Οι ηλεκτροκινητήρες έχουν περίπου 200 εξαρτήματα, έναντι περίπου 1200 των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Νέα έρευνα από γερμανικό δίκτυο εμπειρογνωμόνων αναφέρει ότι η Γερμανία αναμένεται να χάσει κατά μέσο όρο έως και 410.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας εντός της τρέχουσας δεκαετίας.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός απειλεί εξάλλου και την ευρύτερη οικονομία. Η Γερμανία υιοθέτησε αργά τις νέες ροές εργασίας και τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα. Οι υπογραφές μελάνης εξακολουθούν να αποτελούν τον κανόνα. Από τον μήνα αυτό, οι Γερμανοί αρτοποιοί έχουν υποχρεωθεί να εκτυπώνουν μικρές χάρτινες αποδείξεις για κάθε καρβέλι ψωμί το οποίο πωλούν. (Ο λόγος είναι ένας νέος νόμος που αποσκοπεί στην πάταξη της φοροδιαφυγής, ωστόσο ο συμβολισμός είναι αποκαρδιωτικός).
Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και η Κίνα διαγκωνίζονται για την κυριαρχία στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης (AI) και τη χρήση της. Η Γερμανία, παρανοϊκή όσον αφορά τη συγκομιδή και επεξεργασία ζωτικών πόρων για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, ακολουθεί καταϊδρωμένη και σε μεγάλη απόσταση. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, μόνο μία στις τέσσερις γερμανικές επιχειρήσεις είναι αρκετά καινοτόμα ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική. Το χειρότερο, ακόμη και εταιρείες που θέλουν να εκσυγχρονιστούν, δεν μπορούν να βρουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Το τελευταίο αυτό πρόβλημα, εξάλλου, είναι μόνο μία πλευρά του μεγαλύτερου «μαύρου σύννεφου» που συγκεντρώνεται αργά και σταθερά πάνω από τη Γερμανία: της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού και της γήρανσης του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια των χρόνων του οικονομικού «θαύματος», αυτό το δίλημμα φάνταζε ακόμη μακρινό, χάρη στις καθυστερημένες συνέπειες της μεταπολεμικής πληθυσμιακής έκρηξης. Από τις αρχές αυτής της δεκαετίας, ωστόσο, το πρόβλημα θα έλθει στην επιφάνεια. Η Γερμανία είχε (το 1990) περίπου τέσσερα άτομα σε παραγωγική ηλικία για κάθε συνταξιούχο. Πλέον, ωστόσο, οι baby boomers αρχίζουν να συνταξιοδοτούνται. Μέχρι το 2035, σύμφωνα με την Bundesbank, μόνο δύο Γερμανοί σε παραγωγική ηλικία θα υποστηρίζουν κάθε συνταξιούχο. Θα πρόκειται πράγματι για μία «γκριζαρισμένη» οικονομία.
Καθώς τα παλιά γερμανικά πλεονεκτήματα (στα αυτοκίνητα, για παράδειγμα) φεύγουν από το προσκήνιο και ενώ αποκαλύπτονται κρυφές αδυναμίες (όπως η γήρανση του πληθυσμού), η Ευρώπη και ο κόσμος πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν. Η πλέον ανθηρή οικονομία στο κέντρο της ηπείρου έχει παραμορφώσει εδώ και πολύ καιρό την πορεία της Ευρωζώνης και των οικονομιών παγκοσμίως με το μεγαλύτερο πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο. Αυτό δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ. Τα προβλήματα, ωστόσο, που θα προκληθούν από έναν γίγαντα που θα αρχίζει να παραπατά μπορεί να αποδειχθούν ακόμη μεγαλύτερα.